Δεν τους ενδιέφερε να μάθουν τη διαφορά μεταξύ αργίας και απεργίας. Είτε έτσι, είτε αλλιώς δεν θα πήγαιναν στο σχολείο, ούτε οι μεγάλοι στις δουλειές. Αυτό που τους ένοιαζε, ήταν να έχει καλό καιρό, για να εκδράμουν στην εξοχή.
Ο Μάριος πήγαινε κάθε τρεις και λίγο στο υπόγειο του σπιτιού τους και κοιτούσε το γδαρμένο αρνί, που αγόρασε ο παππούς την προηγούμενη μέρα και το ‘χαν κρεμάσει ανάποδα, για να στραγγίσει το αίμα. Τα παιδικά του μάτια δεν χόρταιναν το θέαμα, όσο αποτρόπαιο κι αν ήταν.
Την επομένη, ξεκίνησαν πρωί πρωί. Μέχρι ενός σημείου, πήγανε με τ’ αυτοκίνητα. Εκεί που σταματούσε ο δρόμος, τα πάρκαραν, φορτώθηκαν τα πράγματα κι άρχισαν ν’ ανεβαίνουν το στενό μονοπάτι.
Μπροστά πήγαιναν οι δύο γηραιότεροι, που ήξεραν τη διαδρομή. Έπειτα οι μπαμπάδες, κρατώντας στους ώμους το αρνί, περασμένο στη σούβλα, ο ένας μπροστά και ο άλλος πίσω. Ακολουθούσαν οι γυναίκες, με πλαστικές σακούλες στα χέρια. Αν τους έβλεπε κάποιος από μακριά, πολύ εύκολα θα μπορούσε να μπερδευτεί και να νομίζει πως παρακολουθεί την πομπή μιας κηδείας.
Τα παιδιά, που ήταν αδύνατο να κρύψουν τη χαρά τους, έτρεχαν τριγύρω τους, όπως πετάνε οι μέλισσες πάνω απ’ τα λουλούδια. Όταν έφτασαν στην ανοιχτωσιά που ήθελαν να καθίσουν, δεν αισθάνονταν κουρασμένα. Έψαξαν και μάζεψαν ξερά κλαδιά, για ν’ ανάψουν οι μπαμπάδες τα κάρβουνα.
Οι γυναίκες έστρωσαν τις μπαντανίες κάτω απ’ τον ήλιο, που αγαπιόταν αυτή την εποχή, και αράδιασαν επάνω τα ντολμαδάκια και τους υπόλοιπους μεζέδες που είχαν φτιάξει. Σε λίγο, θ’ άρχιζαν να φωνάζουν στα παιδιά να προσέχουν για να μην βραχούν, γιατί ήδη κατευθύνονταν προς το ρυάκι.
Έτσι, παίζοντας, βρήκαν τις μπίρες που είχαν βάλει οι μεγάλοι στο νερό, για να ‘ναι κρύες. Άνοιξαν μία και την ήπιαν κρυφά.
– Το αρνί είναι έτοιμο! ακούστηκε μετά από κάμποσες ώρες η φωνή της μαμάς. Ελάτε να φάμε, πριν κρυώσει!
– Ναι, τώρα ερχόμαστε! απάντησε ο Μάριος, πού είχε πεινάσει.
– Φέρτε και τις υπόλοιπες μπίρες καθώς θα έρχεστε! ξαναείπε η μαμά.
Τα παιδιά γέλασαν πνιχτά και σήκωσαν την σακούλα με τα μπουκάλια, αφού πρώτα έκρυψαν ένα ακόμη γι’ αργότερα!
– Καλά μόνο αυτές είναι; γκρίνιαξε η μητέρα και τις μοίρασε στους μεγάλους. Πώς νόμιζα πως ήταν περισσότερες;
– Λίγες είναι, γυναίκα! είπε ο πατέρας τσαντισμένος. Δεν θα μας φτάσουν! Και στο είπα, πάρε κι άλλες!
– Εμείς δεν θέλουμε μπίρα. πετάχτηκε ο παππούς. Έχουμε το τσίπουρό μας.
Αφού έφαγαν και ήπιαν, ήρθαν στο κέφι. Άντρες και γυναίκες άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν. Οι παππούδες ξεκίνησαν να λένε στα παιδιά τις ίδιες ιστορίες απ’ τα νιάτα τους στην εξορία, τις οποίες θυμόντουσαν κάθε Πρωτομαγιά. Για τις παρελάσεις που έκαναν τότε οι μαθητές επί κομμουνισμού, ντυμένοι ομοιόμορφα, γιορτάζοντας έτσι με το ζόρι την ημέρα αυτή. Από κει και πέρα, η κουβέντα πήγαινε μοιραία στα κόμματα.
Οι διαφωνίες δημιουργούσαν ένα μπάχαλο, το οποίο εκμεταλλεύονταν τα παιδιά και ένα ένα σηκωνόταν διακριτικά και εξαφανιζόταν. Όλοι ήταν πολύ απασχολημένοι με τον καβγά, για να προσέξουν ότι αφού έκλεβαν κανένα τσιγάρο απ’ τα ανοιχτά πακέτα των μεγάλων, πήγαιναν λίγο πιο πέρα, διάλεγαν ένα δέντρο και ανέβαιναν στα κλαδιά του. Από κει μπορούσαν να παρατηρούν τα πάντα, δίχως να τους βλέπει κανείς. Έτσι κάπνισαν και ήπιαν την μπίρα, που είχαν κρύψει πιο πριν στο ρυάκι.
Κάποια στιγμή, ακόμη και οι γυναίκες βαρέθηκαν τις φωνές των αντρών και πήγαν μια βόλτα, για να φτιάξουν το Πρωτομαγιάτικο στεφάνι. Έκατσαν στη ρίζα ενός δέντρου και άρχισαν να διαλέγουν τα λουλούδια που είχαν μαζέψει και να κουβεντιάζουν. Πού να ‘ξεραν ότι από πάνω ήτανε τα παιδιά.
Ευτυχώς είχαν σβήσει τα τσιγάρα. Το πρόβλημα τώρα, ήταν ότι απ’ τις μπίρες που είχαν πιεί, έπρεπε να πάνε στην τουαλέτα επειγόντως. Δεν ήθελαν όμως να εμφανιστούν και να προδώσουν την κρυψώνα τους. Οι μαμάδες από κάτω, η μία μετά την άλλη, εξομολογούνταν πράγματα για τις οικογένειές τους, τα οποία θα ‘πρεπε να είναι μυστικά.
Η παρέα πάνω στο δέντρο άκουγε σιωπηλή και δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους. Μόλις πήρε τον λόγο η μητέρα του Μάριου, εκείνος δεν άντεξε. Έπρεπε κάπως να την σταματήσει, πριν πει οτιδήποτε γι’ αυτόν. Αλλά πώς; Αυτό που του ήρθε στο μυαλό, ήταν να σταθεί όρθιος και να κατουρήσει στο έδαφος. Έτσι και θα τρόμαζε τις μαμάδες και θα ξελάφρωνε.
Πραγματικά οι γυναίκες πετάχτηκαν ενστικτωδώς, κοιτάζοντας προς τα πάνω. Έμειναν έκπληκτες όταν κατάλαβαν τι συνέβαινε. Έφυγαν νευριασμένες, απειλώντας πως θα το πουν στους μπαμπάδες τους. Αυτό είναι αλήθεια πως ο Μάριος, δεν το είχε σκεφτεί.
Οι άντρες το βρήκαν αστείο, αλλά δεν το ‘δειξαν μπροστά στις γυναίκες, για να μην τις ακούνε να γκρινιάζουν. Η τιμωρία των παιδιών ήταν το κήρυγμα σ’ όλη τη διάρκεια της επιστροφής, μέσα στο αυτοκίνητο.
– Την Πρωτομαγιά γιορτάζουμε την εξέγερση των εργατών του Σικάγου, που αποτέλεσε μία από τις κορυφαίες στιγμές της πάλης των τάξεων. Αργότερα, εκτός απ’ το οκτάωρο, ζητούσαν την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής και τη χορήγηση σύνταξης στα θύματα των εργατικών ατυχημάτων. ξεκίνησε να λέει ο μπαμπάς του Μάριου. Μας υπενθυμίζει ότι τα εργασιακά αυτά δικαιώματα κατακτήθηκαν με αγώνες, θυσίες και το αίμα των ανθρώπων και ότι η υπεράσπισή τους παραμένει το ζητούμενο. συμπλήρωσε μέχρι που έφταναν στο σπίτι και τελείωνε το μαρτύριό τους.
“Α ρε πατέρα! Καλά τα ‘λεγες, αλλά ποιος σ’ άκουγε!” σκέφτηκε τώρα ο Μάριος, που μεγάλωσε και δεν είχε πια τους γονείς του. Αλήθεια πόσο του έλειπαν! Έφτιαξε βέβαια τη δική του οικογένεια και δούλευε σ’ ένα σούπερ μάρκετ, ακόμη και τις Κυριακές, αλλά πάλι δεν τα έβγαζαν πέρα.
Έτσι όπως ήταν απελπισμένος, έβαλε μια νύχτα τέλος στη ζωή του, στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού, εκεί που είχε χυθεί κι άλλο αίμα.
