
ΣΥΝΕΧΕΙΑ…
Ο Αργύρης γύρισε στο σπίτι. Έπιασε στα χέρια του το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης και πάτησε το κουμπί για ν’ ανοίξει. Δεν ήθελε να δει κάτι, απλά το συνήθιζε για να σπάει αυτή την νεκρική σιγή που επικρατούσε στο σπίτι και υπενθύμιζε την μοναξιά του. Ταυτόχρονα άνοιξε το ψυγείο για να πάρει μια μπίρα. Στην οθόνη της τηλεόρασης έγραφε “ΜΟΝΟ ΗΧΟΣ”. Ακούστηκε μια φωνή γνώριμη, σαν να ήταν βγαλμένη από… μπουρί:
“…Πάμε στην Καβάλα για ουζάκι,
Αλυκή, Ραχώνι, Καλλιράχη.
Κι από κει στο Καζαβίτι,
για κανά ωραίο σπίτι…”
Η σκέψη που τριγύριζε στο μυαλό του, καθώς έπινε την μπίρα, ήταν πως θα έπρεπε να είχε πει στον ρεσεψιονίστ να διαβάσει την “καντίνα”, αφού του ‘χε αρέσει. Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν αυτός, ο Χρήστος και τον πληροφόρησε πως το βιβλίο παραδόθηκε στην Σίσι. Ο Αργύρης τον ευχαρίστησε, μα συμπέρανε πως άργησε να του κάνει την πρόταση και τώρα πια ήταν αργά. Πού να ‘ξερε πως και κείνος ντράπηκε να του πει πως το είχε κιόλας διαβάσει.
Το τραγούδι τελείωσε και ξεκίνησε ένα άλλο, το οποίο δεν το ‘δωσε σημασία, γιατί σκεφτόταν να πάρει τηλέφωνο τον ξάδελφό του, αφού πρώτα έπινε ακόμη μια παγωμένη μπίρα. Το κινητό του χτύπησε. Είδε στην οθόνη πως ήταν ο ξάδερφος. “Τι έγινε σήμερα; Όποιον σκεφτώ μου τηλεφωνεί;” μονολόγησε προτού απαντήσει.
– Μια χάρη σου ζήτησα ρε Αργύρη! Πες απ’ την αρχή πως δεν μπορείς! είπε ο ξάδελφος.
– Γιατί το λες αυτό; Τελείωσε η δουλειά σου. Μόλις μου τηλεφώνησε ο άνθρωπος απ’ το ξενοδοχείο και μου είπε ότι η Σίσι το πήρε το βιβλίο. Τώρα θα σ’ έπαιρνα να στο πω, αλλά με πρόλαβες!
– Τι λες; Και γω μιλούσα με τον Τριαντάφυλλο και μου είπε ότι η κόρη του δεν το πήρε, ούτε την ζήτησε κανείς στη δουλειά της.
– Μα καλά πώς γίνεται αυτό; Αφού εγώ πήγα στο ξενοδοχείο, την έψαξα, δεν ήταν εκεί και το άφησα με τα ίδια μου τα χέρια στην ρεσεψιόν του Seasons 4, για να της το δώσουν!
– Πού; Μα εγώ δεν σου είπα Seasons 4. Εεεε μ’ αυτή την πανσέληνο, πώς να συνεννοηθούμε! Αυτό το ξενοδοχείο που πήγες, ανήκει σε αλυσίδα. Έχει άλλα τρία. Seasons 1, 2, 3, 4! Εγώ σου είπα το Four Seasons. Αυτό είναι ένα και μοναδικό.
– Τι; Δύο ξενοδοχεία, με παρόμοιο όνομα;
– Ναι ρε Αργύρη! Αλλά εντελώς διαφορετικά!
– Και η Σίσι που το πήρε; Δεν είναι η Αναστασία;
– Σίγουρα όχι.
– Ε, τότε ποια είναι;
– Ξέρω και γω; Συνωνυμία!
– Ή σατανική σύμπτωση!
– Μπορεί.
– Είπα και γω, τέτοιο κακό γούστο έχει στην διακόσμηση η ανιψιά;
– Τι; Δεν σε καταλαβαίνω!
– Τίποτα, τίποτα ξάδελφε. Ασ’ το. Θα σου εξηγήσω άλλη φορά! Κλείσε τώρα για να πάρω τον Χρήστο, να δούμε τι θα γίνει.
Τηλεφώνησε λοιπόν ο Αργύρης ξανά στον ρεσεψιονίστ και του εξήγησε το κωμικοτραγικό περιστατικό. Ότι δηλαδή πήγε σε λάθος ξενοδοχείο, με αποτέλεσμα το βιβλίο να καταλήξει σε λάθος χέρια. Με την σειρά του ο ευγενικός υπάλληλος πήρε την λάθος Σίσι, για να την ενημερώσει ότι είχε γίνει παρεξήγηση, αλλά εκείνη είχε ήδη δώσει το βιβλίο στον πατέρα της. Και η υπόθεση μπλέχτηκε περισσότερο, όταν εκείνος, παρ’ όλο που δεν κατάλαβε από ποιον ήταν το δώρο, είχε ξεκινήσει να το διαβάζει. Του άρεσε τόσο “η καντίνα”, που όταν του είπε η κόρη του ότι έπρεπε να το επιστρέψει, εκείνος δεν το ‘δινε, μέχρι να το τελειώσει. Είχε την απαίτηση κιόλας να καθίσει κι αυτή μαζί του και ν’ ακούει. Τι να κάνει και η Σίσι, απ’ το Αθανασία, που του είχε αδυναμία και δεν μπορούσε να του χαλάσει χατίρι! Εκείνο το βράδυ λοιπόν, ταξίδεψαν με την “καντίνα” και την πανσέληνο πάνω απ’ το κεφάλι τους, που το διασκέδαζε με όλα αυτά.
Την άλλη μέρα η λάθος Σίσι, η διακοσμήτρια, έδωσε το βιβλίο πίσω στον Χρήστο. Κατά το μεσημεράκι, πέρασε ο Αργύρης και πήρε την σακουλίτσα, ζητώντας συγγνώμη για το μπέρδεμα κι απ’ τους δύο. Άκουσε τις ιστορίες τους, ενώ του είπαν τα καλύτερα λόγια για το βιβλίο. Ο Αργύρης δεν κρατήθηκε και ρώτησε την Σίσι από πού βγαίνει το δικό της όνομα. “Ε, άμα δεν το άλλαζες και συ, θα γλιτώναμε το μπέρδεμα” σκέφτηκε όταν του είπε ότι την βάφτισαν Αθανασία.
Τελικά, την ίδια κιόλας μέρα, βρήκε το σωστό ξενοδοχείο και την σωστή Σίσι, απ’ το Αναστασία, στην οποία έπρεπε απ’ την αρχή να είχε παραδοθεί η “καντίνα” και που όντως έμοιαζε πολύ τον Τριαντάφυλλο και τον θείο της.
Έπειτα ο Αργύρης πήρε περήφανος τηλέφωνο τον ξάδελφό του, για να του ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα.
– Αποστολή εξετελέσθη. είπε. Μπορεί να ταξίδεψε “η καντίνα” λίγο παραπάνω, αλλά τελικά έφτασε στον προορισμό της. δικαιολογήθηκε και εξιστόρησε τις περιπέτειές της, τα χέρια που άλλαξε, μέχρι να φτάσει στον Τριαντάφυλλο, αλλά και τα θετικά σχόλια που εισέπραξε για το βιβλίο. Λυπάμαι για την καθυστέρηση. είπε τελικά. Ήταν δικό μου το λάθος.
– Εντάξει, εδώ που τα λέμε, μπορεί και γω να φταίω, επειδή δεν σου είπα καλά τ’ όνομα του ξενοδοχείου.
– Ας πούμε τότε ότι φταίμε 50-50!
– Όχι! 40 εγώ, 40 εσύ και 20% ευθύνεται η πανσέληνος. είπε ο ξάδερφος, χαριτολογώντας.
– Πωωω! Καλά που μου το θύμισες! Με όλ’ αυτά, είχα ξεχάσει να δω το φεγγάρι.
– Δεν πειράζει. Και σήμερα το ίδιο θα ‘ναι! συνέχισε ο ξάδερφος. Σ’ ευχαριστώ πάντως, γιατί εκεί που θα το διάβαζε το βιβλίο ένας, τελικά το διάβασαν πέντε. είπε και γέλασαν και οι δυο.
– Σωστά! Αυτό δεν το σκέφτηκα! Αλλά τι σε νοιάζει εσένα ρε ξάδελφε πόσοι το διάβασαν; Μήπως εσύ το έγραψες; ρώτησε ο Αργύρης, δίχως να περιμένει αυτήν την απάντηση που πήρε.
– Ε, ναι, ποιος άλλος! είπε ο ξάδερφος και τον άφησε με το στόμα ανοιχτό.