Διέσχισαν τη Μεσόγειο, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες, στο αμπάρι ενός σαπιοκάραβου κι ας είχαν δώσει όλες τους τις οικονομίες, σ’ εκείνον τον ελεεινό τύπο με το χρυσό δόντι, γι’ αυτό το σωτήριο ταξίδι.
Όταν έφτασαν στο σημείο όπου τελείωνε η μια χώρα και άρχιζε η άλλη, στη μέση του πουθενά δηλαδή, το πλοίο σταμάτησε. Ο καπετάνιος εξέπεμψε SOS. Το πλήρωμα τους έβαλε όλους, νέους, γέρους και γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά να κλαίνε, με τη βία σχεδόν, σε μια τρύπια βάρκα και τους άφησε μεσοπέλαγα, να περάσουν μόνοι τους τα θαλάσσια σύνορα.
Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να ανακόψουν την ροή του νερού που έμπαινε στο φουσκωτό, πιέζοντας με τα χέρια τους την σχισμή, σαν χειρουργοί που παλεύουν να σταματήσουν την αιμορραγία της κεντρικής αρτηρίας του τραυματία. Άλλοι, με τις χούφτες τους, έβγαζαν απ’ την βάρκα το νερό που ήταν στα πόδια τους, ενώ ανέβαινε σιγά-σιγά η στάθμη του, για να μην πνιγούν.
Τελικά ένα σκάφος του λιμενικού τους περισυνέλεξε, ενώ έβλεπαν το φουσκωτό να βουλιάζει. Επιτέλους πάτησαν στην στεριά. Πήρε αγκαλιά το αγοράκι του και διακριτικά έφυγαν από κει, χωρίς να τους αντιληφθούν, εκμεταλλευόμενοι την φασαρία. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θα τους αναζητούσε. Κρύφτηκαν για λίγο σ’ ένα υπόγειο, όπου τελικά κοιμήθηκαν απ’ την κούραση, νηστικοί και διψασμένοι, παρέα με μια μαύρη γάτα, η οποία τους μυρίστηκε και τώρα τριβόταν στα πόδια τους.
Το επόμενο πρωί η σπιτονοικοκυρά, που έμενε από πάνω, άκουσε το νιαούρισμα και κατέβηκε να δει τι συμβαίνει. Τους βρήκε και τους συμμάζεψε όλους στο σπίτι της. Τους τάισε ό,τι είχε, δίχως να ρωτήσει τίποτα. Και ‘κείνοι έφαγαν χωρίς να μιλούν. Όταν στο τέλος την ευχαρίστησαν, η κυρία Μαριέττα παραξενεύτηκε, γιατί νόμιζε ότι δεν ήξεραν την γλώσσα.
Ο άντρας βρήκε αμέσως δουλειά και μοιράζονταν τα έξοδα του σπιτιού. Στην αρχή κοιμόταν με τον γιο του στον καναπέ. Μετά από λίγο καιρό όμως και αφού απέκτησαν μεγαλύτερη οικειότητα, το παιδί ήθελε να κοιμάται με την κυρία Μαριέττα, γιατί έπαιζε με την γάτα που κουλουριαζόταν στα πόδια της. Είχε μανία να ξύνει τα νύχια της σε όποιο έπιπλο έβρισκε μπροστά της. Έτσι πολύ γρήγορα, χάλασε το μπράτσο του καναπέ. Το ξύλινο κρεβάτι της κυρίας Μαριέττας όμως, δεν το πείραζε.
Τον χειμώνα που το παιδί πήγαινε στο σχολείο, η σπιτονοικοκυρά το βοηθούσε με τα μαθήματα. Αυτό που άρεσε περισσότερο στον Isā, έτσι το έλεγαν, ήταν να του διαβάζει τα βιβλία που υπήρχαν στην βιβλιοθήκη της. Παραμύθια, μυθιστορήματα και ότι άλλο είχε, ακόμη και την εγκυκλοπαίδεια.
Κάποια στιγμή του μίλησε για τ’ όνομά του, το οποίο σημαίνει Ιησούς. Ποιος ήταν, πού γεννήθηκε και μεγάλωσε, για τους γονείς του, την διδασκαλία του και γενικότερα για την πίστη της, τον χριστιανισμό. Ήταν μόνη στην ζωή και είχε την ανάγκη κάπου να τα πει, να διδάξει, ίσως και να φωτίσει. Εκείνο που συγκίνησε τον Isā, ήταν το τραγικό τέλος του Ιησού. Λυπήθηκε πάρα πολύ που τον σταύρωσαν και τον συμπόνεσε.
Είχε πια καλοκαιριάσει και μια μέρα, καθώς πήγαιναν με τον πατέρα του στην θάλασσα, πέρασαν μπροστά από την εκκλησία του χωριού. Ο Isā έκανε τον σταυρό του, πράγμα που παραξένεψε τον πατέρα του.
– Τι κάνεις; τον ρώτησε, ενώ ήξερε.
– Τον σταυρό μου. απάντησε πολύ φυσικά ο Isā.
– Ξέρεις, δεν είμαστε χριστιανοί.
– Το ξέρω.
– Τότε;
– Όταν βλέπει εικόνες με Αγίους, έτσι κάνει και η κυρία Μαριέττα, που μας βοήθησε τόσο. Η εκκλησία είναι γεμάτη από εικόνες. Έχουμε μπει μέσα και τις είδα. Εκείνη τις φιλούσε κιόλας.
Ο πατέρας δεν μίλησε, μόνο του χάιδεψε το κεφάλι.
Ο Isā βούτηξε κατευθείαν μόλις έφτασαν στην θάλασσα. Ο πατέρας πρώτα έστρωσε την ψάθα τους πάνω στην άμμο και μετά άνοιξε την εφημερίδα. Απ’ την ταβέρνα πίσω του, ακούγονταν τραγούδια. Ήδη μερικές παρέες κάθονταν και έπιναν τα ουζάκια τους. Αφού τελείωσε το διάβασμα, έφτιαξε βαρκούλες απ’ τις σελίδες της εφημερίδας για τον γιο του.
Δυστυχώς ο Isā δεν είχε παιχνίδια για την θάλασσα, ούτε πλαστικά κουβαδάκια και καραβάκια όπως τ’ άλλα παιδιά και ζήλευε λιγάκι, γιατί οι δικές του χάρτινες βαρκούλες βούλιαζαν στο νερό.
– Δεν θέλω να τις ρίξω στην θάλασσα. είπε με παράπονο στον μπαμπά του.
– Ε, μην τις ρίχνεις. απάντησε εκείνος.
– Ναι αλλά στην άμμο δεν είναι το ίδιο.
– Τότε βαλ’ τες στο νερό.
– Μα εκεί βουλιάζουν λίγο πιο μέσα!
– Δεν πειράζει! Κάποια μπορεί να πάει μακριά. Τα καράβια που δεν βρέχονται καθόλου, είναι ‘κείνα που δεν ταξιδεύουν ποτέ. απαντούσε ο μπαμπάς του, για να του μετριάσει λίγο την θλίψη.
Έτσι το παιδί παρηγοριόταν κάπως και σταματούσε το κλάμα.
Μείνανε μαζί με την κυρία Μαριέττα, μέχρι που γέρασε τόσο και δεν σηκωνόταν πια απ’ το κρεβάτι. Δεν την ένοιαζε που θα πετούσαν τα πράγματά της αφού πεθάνει, γιατί δεν είχε τίποτα μεγάλης αξίας, μιας και ζούσε λιτά. Για το μόνο που ανησυχούσε και ζήτησε να το κρατήσουν, ήταν το ξύλινο κρεβάτι της. Τους έβαλε να ορκιστούν πως θα το προσέχουν μαζί με την γάτα. Αυτό λίγο τους παραξένεψε, αλλά δεν έδωσαν πολύ σημασία. Θεώρησαν πως ήταν παραξενιές μιας ετοιμοθάνατης γριάς.
Τρεις μέρες τώρα που είχε σταματήσει να τρώει. Μα και η γάτα δεν είχε όρεξη για κροκέτες, όπως άλλες φορές, λες και προαισθανόταν το κακό που ερχόταν. Μπήκε κάτω απ’ το κρεβάτι και δεν έβγαινε. Την τέταρτη μέρα η γιαγιά δεν ένιωσε καλά. Την πήγαν στο νοσοκομείο και την επομένη κατέληξε ήσυχα.
Μετά την κηδεία της, πατέρας και γιός συνέχισαν να μένουν στο σπίτι της, αφού δεν εμφανίστηκε κανένας συγγενής για να το διεκδικήσει. Η γάτα μελαγχόλησε και δεν ξανανέβηκε στο κρεβάτι. Κρυμμένη από κάτω, ακόνιζε τα νύχια της στο στρώμα, μέχρι που τελικά, σκίζοντάς το, βρήκε τον κρυμμένο θησαυρό της κυρίας Μαριέττας. Τότε μόνο πατέρας και γιος κατάλαβαν γιατί ανησυχούσε τόσο για το κρεβάτι της. Οι χρυσές λίρες ξεχύθηκαν σαν κίτρινος καταρράκτης, χαρίζοντάς τους από δω και πέρα μια ξέγνοιαστη ζωή.