Το 1829 μια σειρά καταστροφικών σεισμών (30/3,23/4,5/5 7,3R) έπληξαν την Ξάνθη. Ναοί, οικίες, μαγαζιά καταστράφηκαν, άνθρωποι σκοτώθηκαν και οι ενδεχομένως υφιστάμενες εκπαιδευτικές υποδομές – αν υπήρχαν και όσες υπήρχαν, έπαψαν να λειτουργούν. Πόσες και ποιες ήταν οι ζημιές που άφησε στην πόλη ο σεισμός αυτός δεν γνωρίζουμε επακριβώς σε όλη τους την έκταση, αλλά ούτε τις εκπαιδευτικές υποδομές που υπήρχαν και πως λειτουργούσαν γνωρίζουμε. Εικασίες μόνο μπορούμε να κάνουμε για το τι υπήρχε με βάση τα ισχύοντα σε άλλες περιοχές του Οθωμανοκρατούμενου Ελληνικού Χώρου. Η φτώχεια των πηγών για την περίοδο αυτή, φτώχεια που δεν είναι άσχετη και με την λεηλασία των αρχειακών πηγών μας κατά τη διάρκεια της πρώτης και δεύτερης βουλγαρικής κατοχής δεν μας επιτρέπει να μιλήσουμε για την εκπαιδευτική ιστορία του τόπου μας μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα.
Είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα (στις 15.6.1850) μετά την καταστροφή της πόλης από τους σεισμούς, τον Ιούνιο του 1850 περνά από την περιοχή μας ο Κωνσταντινουπολίτης πρώην εξισλαμισμένος νεανίας Αλή Χουρσήδ και μετέπειτα ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού Βασίλειος Νικολαίδης(1815ή 1817-1903), ο οποίος περιγράφει την Ξάνθη στο έργο του Στρατιωτική Γεωγραφία ως εξής: « Η Κωμόπολις Ξάνθη κείται περί τους πρόποδας λόφου τινός της Ροδόπης και εις την διέξοδον στενωπού τινός (Δερβενίου), αγούσης εκ των ορεινών χωρίων, αφής ρέει ρύαξ αφθόνου και ζωηφόρου ύδατος. Περιέχει 600 περίπου κτίρια, ων τα ήμισυ Ελληνικά …. Εν αυτή διαμένει ο Μουδίρης και καδής της Επαρχίας Γενιτζές και ο Επίσκοπος Ξάνθης (όστις ενταύθα ήτο κατά την 15ην Ιουνίου 1850 ο εκ Λέσβου Μελέτιος [= Πρόκειται για τον Μελέτιο Φωτίου (3.10.1848-26.1.1858), βλ. Γεωργαντζής Εκκλησιαστική Ιστορία Ξάνθης, σελ. 470], λίαν πεπαιδευμένος, καλός χριστιανός ποιμήν και σφόδρα φιλέλλην) ποιμαίνων 2.000 χριστιανικών οικογενειών, δυναμένων να παρέξωσι 2.000 καλούς πολεμιστάς. Αι οικίαι εισίν αξιόλογοι και το πλείστον οχυραί, ολόκληρος δε η πόλις κατέχεται υπό των υψωμάτων, εις α κείνται ημισείαν ώραν μακράν τρία μοναστήρια. Έχει 2 σχολεία αλληλοδιδακτικά και έν Ελληνικόν. Αγαπώντες δε την Ελληνικήν παιδείαν οι ωραίοι ούτοι Έλληνες αγαπώσι και την Ελλάδα, υπέρ της οποίας πολύ φροντίζουσιν.» (Βασίλειος Νικολαίδης, Στρατιωτική Γεωγραφία, Εν Αθήναις 1851, β έκδ Αθήνα 2017, σελ. 146-7).
Την περίοδο λοιπόν της επισκέψεως του Νικολαίδη, το 1850, η Ξάνθη διέθετε 2 αλληλοδιδακτικά σχολεία και ένα Ελληνικό, ένα προκαταρκτικό σχολείο δηλαδή για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που ίσως δεν ήταν άσχετο με τις μεταρρυθμίσεις που λίγα χρόνια πριν είχαν εγκαινιασθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επί Σουλτάνου Αβδούλ Μετζήτ του Α (1839-1861) και έμειναν γνωστές ως Τανζιμάτ. Με το πρώτο διάταγμα των μεταρρυθμίσεων αυτών, το Χαττί Σερίφ του Γκιούλ Χανέ στις 3.11.1839 παραχωρούνταν διάφορα προνόμια σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας και διακηρυσσόταν ο σεβασμός της τιμής και της περιουσίας τους, ενώ παράλληλα μεταρρυθμιζόταν η απονομή της δικαιοσύνης, το φορολογικό σύστημα και έμπαιναν τα θεμέλια της ισότητας όλων των υπηκόων του Σουλτάνου έναντι του Οθωμανικού Κράτους ανεξαρτήτως θρησκεύματος, κάτι που βέβαια στην πραγματικότητα δεν εφαρμόστηκε.
Την Μεταρρύθμιση αυτή ακολούθησε μεταγενέστερα ακόμα μια, από τον ίδιο Σουλτάνο που έλαβε χώρα μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854-6),το Χάττ- ι- Χουμαγιούν στις 18.2.1856. Χάρη σε πολλά άρθρα του Χάττ-ι- Χουμαγιούν αναδιοργανώθηκαν οι Χριστιανικές και μη μουσουλμανικές κοινότητες της αυτοκρατορίας. Έτσι με βάση το Γ άρθρο οι εθνικές υποθέσεις Χριστιανικών και μη Μουσουλμανικών κοινοτήτων τέθηκαν υπό την προστασία και τη δικαιοδοσία του συμβουλίου, του οποίου τα μέλη εξέλεγαν ο κλήρος και οι λαϊκοί κάθε κοινότητας. Με βάση το άρθρο Δ επιτρεπόταν η ανοικοδόμηση ή επισκευή κατά το αρχικό σχέδιο σχολείων, ναών, νεκροταφείων, νοσοκομείων σε πόλεις κωμοπόλεις ή χωριά αμιγούς πληθυσμού ως προς το θρήσκευμα. Και τέλος με βάση το ΙΕ άρθρο καθοριζόταν πως τα δημοτικά σχολεία ως προς τον τρόπο διδασκαλίας και την εκλογή του διδακτικού προσωπικού ελεγχόταν από μικτό συμβούλιο της δημόσιας εκπαίδευσής, τα μέλη του οποίου διοριζόταν από τις οθωμανικές αρχές [Πολύβιος Στράντζαλης, Η Σχολή της Παναγίας (1833) και το Ζωγράφειο Γυμνάσιο Κωνσταντινουπόλεως (1893), Αθήνα 2023, σελ 79.]
Το 1856 λοιπόν αποτελεί έτος ορόσημο για τον υπόδουλο Ελληνισμό και από το έτος αυτό αρχίζει και η κυρία Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου την εξιστόρηση της για την εκπαίδευση στη Ξάνθη και την εκτείνει χρονικά ως το 1912, ενώ σε αρκετά σημεία του βιβλίου της ξεπερνά το χρονικό όριο αυτό και φθάνει ως τα χρόνια του μεσοπολέμου.
Η μελέτη της κ Παπαδοπούλου διαρθρώνεται σε τρία μεγάλα κεφάλαια- Μέρη, στα οποία όπως η ίδια αναφέρει, εξετάζει την διάρθρωση της εκπαίδευσης, τους ανθρώπους και τα κτίρια. Το πρώτο από αυτά με τίτλο Γενικά για την παιδεία-εκπαίδευση στη Ξάνθη (σελ 19-53) αποτελεί στην ουσία ένα εισαγωγικό κεφάλαιο όπου εισάγεται ο αναγνώστης σε βασικούς εκπαιδευτικούς θεσμούς και όρους της εποχής. Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι τύποι των σχολείων που υπήρχαν τότε στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι τύποι των εκπαιδευτικών, οι μέθοδοι διδασκαλίας που χρησιμοποιούνταν, η διάκριση των μαθητών κατά κλάσεις και η ίδρυση και λειτουργία των ιδιωτικών και κοινοτικών εκπαιδευτηρίων (Ματσίνειο- Ελληνικό Σχολείο- Παρθεναγωγείο). Παράλληλα στο εν λόγω κεφάλαιο μας μιλά και για την Κατ οίκον διδασκαλία που γινόταν κυρίως για τις εύπορες κόρες της Αστικής Τάξης και ταυτόχρονα μέσα από παραδείγματα μας παρουσιάζει την πορεία των οικοδιδασκαλισσών σύμφωνα με τα ήθη της εποχής μετά τη σύναψη γάμου. Το τελευταίο μέρος του κεφαλαίου αυτού είναι αφιερωμένο σε ένα διαφορετικό είδος σχολείων, στα σχολεία που παρείχαν εκκλησιαστική μόρφωση, τα κοινά σχολεία ή τα σχολεία των ιερών γραμμάτων. Πρόκειται για θρησκευτικού χαρακτήρα σχολεία που λειτουργούσαν συνήθως σε προαύλια εκκλησιών ή εντός των ιερών ναών με διδακτέα ύλη λειτουργικά εκκλησιαστικά κείμενα. Τα σχολεία αυτά από τη μια μάθαιναν γραφή και ανάγνωση στα παιδιά και από την άλλη αποτελούσαν προπαρασκευαστικά σχολεία για υποψήφιους κληρικούς.
Το δεύτερο κεφάλαιο- μέρος του βιβλίου, που είναι και το μεγαλύτερο καλύπτει στην ουσία ολόκληρη την ιστορική διαδρομή της εκπαίδευσης στην Ξάνθη, ενώ παράλληλα σε αυτό δίνεται και μια ιδιαίτερα έμφαση στην προσωπογραφία καθώς παρέχονται εκτενείς βιογραφικές πληροφορίες για τους ευεργέτες, τους καθηγητές τους μαθητές και τις μαθήτριες αλλά και τους επιθεωρητές. Το κεφάλαιο αρχίζει με τη παράθεση βιογραφικών στοιχείων για μια από τις πιο εμβληματικές μορφές των ευεργετών της Ξανθιώτικης παιδείας, τον Μιχαήλ Μεταξά Ματσίνη. Ο Ματσίνης ίδρυσε την λεγόμενη Ματσίνειο Σχολή που στο διάβα του χρόνου λειτούργησε ως Αλληλοδιδακτική Σχολή, Αστική Σχολή, Αρρεναγωγείο. Παρουσιάζεται κατόπιν η ιστορική διαδρομή της σχολής καθώς και η διαθήκη του ιδρυτή με τα όσα περιελάμβανε για την εύρυθμη λειτουργία της και τέλος οι ενέργειες των διαφόρων επιτρόπων- διαχειριστών που δεν ήταν πάντα επιτυχείς. Ακολουθούν κατατοπιστικοί πίνακες για τις τάξεις, δασκάλους και μαθητές της σχολής ερανισθέντες από διάφορες πηγές καθώς και πληροφορίες για τα διδασκόμενα μαθήματα σε αυτήν.
Μετά την Ματσίνειο Σχολή παρουσιάζοντα τα σχολεία της Μέσης εκπαίδευσης και οι διάφορες μορφές που φέρουν στο διάβα του χρόνου. Έτσι εξετάζεται η Ελληνική Σχολή και το Σχολαρχείο και κατόπιν το Ημιγυμνάσιο και Γυμνάσιο αλλά και το Πρακτικό Λύκειο και η νυκτερινή Εμπορική Σχολή. Παράλληλα παρουσιάζεται η προσωπογραφία των 32καθηγητών που δίδαξαν στη Ματσίνειο και στο Σχολαρχείο αλλά και των μαθητών τους. Στο εκτενές αυτό κεφάλαιο παρουσιάζονται ακόμα οι έχοντες την εποπτεία λειτουργίας των σχολείων, τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα, οι κανονισμοί διδασκαλίας, οι επιθεωρητές των σχολείων, οι παιδονόμοι και ο θεσμός της εφορείας, του κοινοτικού δηλαδή οργάνου που μεριμνούσε στα πλαίσια της δημογεροντίας για την ορθή λειτουργία των σχολών.
Μετά την παράθεση πληροφοριών για την εκπαίδευση των Αρρένων, έρχεται η ώρα για την παράθεση πληροφοριών και για την εκπαίδευση των θηλέων. Στα πλαίσια αυτά παρουσιάζεται η λειτουργία του παρθεναγωγείου Ξάνθης κατά την περίοδο 1856-1912. Αρχικά δίνονται πληροφορίες για την ίδρυση του Παρθεναγωγείου με βάση αναφορές στον τύπο της εποχής καθώς και για τις κτιριακές του εγκαταστάσεις. Κατόπιν η συγγραφέας καταγράφει τον τρόπο διδασκαλίας, τις τάξεις, τα διδασκόμενα μαθήματα, τη φιλανθρωπική του δραστηριότητα και τις υποτροφίες και έπειτα μας παρέχει εκτενείς βιογραφικές πληροφορίες για τις διδάσκουσες σε αυτό αλλά και για τις, μαθήτριες του παρθεναγωγείου. Το μεγάλο αυτό κεφάλαιο κλίνει με την παράθεση ορισμένων πολύτιμων παρατηρήσεων που δίνονται σε υποκεφάλαια και αφορούν τη σκιαγράφηση της εθνικής ταυτότητας στην εκπαίδευση, τα εκπαιδευτικά εγχειρίδια, τις ετήσιες προαγωγικές εξετάσεις στο σχολείο και τους διάφορους εθνικομορφωτικούς συλλόγους που λειτουργούσαν υποστηρικτικά προς τα υφιστάμενα σχολεία.
Το τρίτο κεφάλαιο- μέρος της μονογραφίας της κ. Παπαδοπούλου είναι αφιερωμένο στα κτίρια, στα υλικά κατάλοιπα του ιστορικού παρελθόντος για την εκπαίδευση. Σε αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζονται αρχικά οι εκπαιδευτικές απόψεις της εποχής για τα κτίρια των σχολείων με βάση τη διαθέσιμη βιβλιογραφία και κατόπιν με βάση διάφορες πηγές μας γίνονται γνωστά τα κτίρια της Ματσινείου Σχολής, του Παρθεναγωγείου και του νηπιαγωγείου του Αγίου Βλασίου. Ακολουθεί ένα εκτενές παράρτημα με φωτογραφίες, βιογραφικά σημειώματα και καταλόγους καταγραφής της σχολικής περιουσίας καθώς και έγγραφο αρχειακό υλικό.
Το βιβλίο της κ Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου αποτελεί μια πολύτιμη Ιστορική Παρακαταθήκη για την τοπική Ιστορία της Ξάνθης καθώς η συγγραφέας με υπομονή, επιμονή και εμβρίθεια κατόρθωσε και συγκέντρωσε κάθε είδους διαθέσιμη πληροφορία για το εκπαιδευτικό παρελθόν της πόλης και συνέθεσε μια εξαιρετική μονογραφία όπου καταγράφεται η ιστορική διαδρομή της εκπαίδευσης για σχεδόν 60 χρόνια. Ελπίζουμε ότι η ίδια θα συνεχίσει την έρευνά της και θα μας δώσει σύντομα και νέους καρπούς, που θα καλύπτουν την εκπαιδευτική ιστορία της πόλης μας ως και τις απαρχές του Β παγκοσμίου Πολέμου.
Ξάνθη 22.4.24
Δημήτριος Ν. Κασαπίδης