

Γράφει η Ντιάνα Τσερβονίδου
Διευθύντρια Σύνταξης
Δημοσιογράφος
Είναι εκείνη η ιερή στιγμή της ημέρας που περπατάς αμέριμνη στο δρόμο. Από εκείνα τα απογεύματα, θα έλεγα, που ο αέρας μυρίζει Φθινόπωρο από μακριά, και το βλέμμα σου -δήθεν αθώο- πέφτει πάνω στη βιτρίνα του αγαπημένου σου καταστήματος ρούχων. Ξαφνικά… Εκείνη σου χαμογελά με τρόπο σχεδόν ερωτικό, και κάτι μέσα σου ξυπνά την επιθυμία για μια παρασπονδία οικονομικού χαρακτήρα. Μια φωνή, πονηρή σαν αλεπού, σου ψιθυρίζει στο αυτί με νόημα:
«Έλα άγγιξε μας, δοκίμασέ μας, πάρε μας μαζί σου στο σπίτι…».
Μιλάμε φυσικά για τα καινούργια παλτό, τα cozy πουλόβερ, τα καρό παντελόνια και εκείνες τις μπότες που φωνάζουν must – have πιο δυνατά κι από influencer σε story.
Η γυναικεία σου φύση, υπερήφανη και ανυπότακτη, σχεδόν επαναστατεί μπροστά σε αυτό το μεγαλείο. Ξέρεις βέβαια, κατά βάθος, ότι δεν τα χρειάζεσαι… όλα, αλλά ποιος νοιάζεται; Η φωνή της λογικής σωπαίνει, η καρδιά χτυπά δυνατά και το πορτοφόλι αρχίζει να «ιδρώνει» επικίνδυνα.
Μηχανικά σχεδόν σαν να βρίσκεται μέσα σε όνειρο, υπνωτισμένη, όπως είσαι εκείνη τη στιγμή, απλώνεις το χέρι προς τη γυάλινη πόρτα και τα δάχτυλά σου αγγίζουν το κρύο γυαλί. Νιώθεις πως βρίσκεται στα πρόθυρα μιας ρομαντικής συνάντησης, μόνον που αυτή τη φορά ο πρωταγωνιστής δεν είναι ένας άνδρας, αλλά ένα παλτό καμηλό με δερμάτινη ζώνη και έκπτωση 30%.
Σε τραβάει σαν μαγνήτης, κι εκεί ακριβώς που είσαι έτοιμη να ενδώσεις και να παραδοθείς ολοκληρωτικά στην επιθυμία, ακούγεται από το πουθενά η άλλη φωνή.
Όχι δεν είναι η συνείδησή σου. Ούτε καν το ένστικτο επιβίωσης που προσπαθεί να σε προφυλάξει από απερίσκεπτες κινήσεις που θα σου κοστίσουν ακριβά, ίσως κι έναν ολόκληρο μισθό. Είναι η φωνή του άνδρα σου, μπάσα και αγέρωχη, σαν βοή πετρελαιοκίνητου φορτηγού, που σου φωνάζει:
«Το πετρέλαιο γυναίκα. Το πετρέλαιο να αγοράσεις. Θα ξεπαγιάσουμε φέτος, κι είσαι και κρυουλιάρα πανάθεμά σε.
Κι εκεί η μαγεία της στιγμής χάνεται. Η γυάλινη πόρτα ξαφνικά φαίνεται πιο βαριά κι από τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Τα παλτό σιωπούν. Τα πουλόβερ παγώνουν. Οι μπότες κοιτάζουν αλλού…
«Μα το θέλω αυτό το παλτουδάκι, φαίνεται τόσο ωραίο και μαλακό…» πεισμώνεις εσύ σαν κακομαθημένο σχολιαρόπαιδο, η φωνή όμως επιμένει, «δεν θα σε σώσει όμως από το κρύο το Χειμώνα. Το πετρέλαιο θα σε σώσει…».
Ξαφνικά τα χρώματα της βιτρίνας μοιάζουν πιο δυσοίωνα κι απ’ τον λογαριασμό ρεύματος της ΔΕΗ. Κι εσύ, η πάλαι ποτέ βασίλισσα του shopping therapy, ψιθυρίζεις μέσα σου με δάκρια συγκίνησης και οργής:
«Καταραμένη οικονομική κρίση».
Φεύγεις λοιπόν με το κεφάλι ψηλά – ή έστω όσο ψηλά μπορεί να σταθεί μια γυναίκα που μόλις θυσίασε ένα παλτό για ένα βαρέλι πετρέλαιο και παρηγορείται με την σκέψη πως… «τουλάχιστον θα έχω ζέστη μέσα στο σπίτι, και δεν θα κοιμάμαι αγκαλιά με τη θερμοφόρα».
Και καθώς περπατάς στον εμπορικό δρόμο, το βλέμμα σου πέφτει σε μια άλλη βιτρίνα.
Μια τσάντα αυτή τη φορά γνωστού οίκου με απλησίαστες τιμές – Μικρή μαύρη με χρυσή αλυσίδα, ό,τι πρέπει, δηλαδή για μια κυριλέ έξοδο, κάνει την εμφάνισή της στο οπτικό σου πεδίο.
«Έλα μέσα» σου ψιθυρίζει κι αυτή, αλλά εσύ δεν την ακούς, προσπερνάς βιαστικά τη Φθινοπωρινή βιτρίνα με το κεφάλι ψηλά, τι κι αν η διάθεσή σου έχει πιάσει πάτο…
«Καταραμένη οικονομική κρίση» φωνάζεις μέσα από τα δόντια καθώς ακόμη περισσότερες βιτρίνες, στολισμένες και φορτωμένες με λογής καλούδια, σε προκαλούν να σταματήσεις και να τα αποκτήσεις.
«Ας όψεται το πετρέλαιο και οι αυξημένες ανάγκες του Χειμώνα» σκέφτεσαι με πίκρα, κλείνοντας τα μάτια σε όλα αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν λίγο πιο όμορφη τη ζωή σου, έστω και προσωρινά, μέσα στη μαυρίλα που προκαλεί η «αιώνια» αυτή κρίση…