

Γράφει η Ντιάνα Τσερβονίδου
Διευθύντρια Σύνταξης
Δημοσιογράφος
«Τίποτα δε σ’ έμαθε η μάνα σου… Ανεπρόκοπη!», έφτυσε τα δηλητηριώδη λόγια της η πεθερά, αρπάζοντας τον πλάστη από τα χέρια της νεαρής νύφης που την κοιτούσε αμίλητη, αν και στο βλέμμα της μπορούσες να διακρίνεις πολλά περισσότερα από αυτά που θα έλεγε, αν άνοιγε το στόμα της.
Η νεαρή αφού σκούπισε προσεκτικά τα χέρια στη λουλουδάτη ποδιά, την έβγαλε με νωχελικές, σχεδόν, κινήσεις για να την πέταξε πάνω στο τραπέζι, σηκώνοντας ένα λευκό σύννεφο σκόνης από το απλωμένο αλεύρι που στροβιλίστηκε για λίγο στο αέρα και προσγειώθηκε σαν αστερόσκονη στην φρεσκοχτενισμένη κόμη της πεθεράς. Με ικανοποίηση η νύφη αποχώρησε από την κουζίνα, ενώ η ηλικιωμένη πεθερά συνέχιζε να μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο για ώρα, ξεφυσώντας κάθε λίγο και λιγάκι με αγανάκτηση, και μόνον ο ήχος των κλειδιών στην πόρτα την έκανε να σωπάσει απότομα.
«Καλώς το παλικάρι μου» ξεφώνισε με χαρά η ηλικιωμένη και έσπευσε να αγκαλιάσει την ανδρική μορφή που εμφανίστηκε στην πόρτα.
«Τι λέει μάνα, πώς τα περνάτε;» ρώτησε ο γιος καθώς έβγαζε τα παπούτσια του για να περάσει μέσα στο σπίτι.
«Πώς να περνάω βρε αγόρι μου με αυτήν που μας κουβάλησες» ξεφύσηξε ξανά η ηλικιωμένη, καθώς τον βοηθούσε να βγάλει το πάνω μέρος από τη λερωμένη φόρμα εργασίας.
«Τι έγινε πάλι μάνα; Πού είναι η Αγνή;» ρώτησε ο γιος, κοιτάζοντας ανήσυχα δεξιά και αριστερά.
«Πού να είναι η τεμπέλα; Πάλι κλειδώθηκε στο δωμάτιό της. Δεν βγήκε ούτε να σε υποδεχτεί…».
«Ας την βρε μάνα, αφού ξέρεις την κατάστασή της. Φταίνε οι ορμόνες…».
«Ποιον κοροϊδεύεις καημένε, τον εαυτό σου ή εμένα; Εγώ τον πατέρα σου τον αποχαιρετούσα με αγκαλιές και τον υποδεχόμουν με φιλιά, πάντα!!», έκανε θυμωμένα η ηλικιωμένη, για να προσθέσει αμέσως μετά, χαμηλώνοντας τη φωνή της και μαζί με αυτή και το κεφάλι της, σαν να πρόκειται να αποκαλύψει κάποιο κρατικό μυστικό:
«Δεν ξέρεις τι έκανε σήμερα η άτιμη;…».
«Τι έκανε;» ρώτησε με την περιέργεια να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του ο γιος.
Η ηλικιωμένη ανασήκωσε με νόημα το δεξί φρύδι κατά τη συνήθη τακτική της όταν επρόκειτο να δημιουργήσει μία ακόμη ίντριγκα ανάμεσα στο ζευγάρι.
«Έπλυνε τα βρακιά της και τα κρέμασε στο… μπαλκόνι. Ρεζίλι θα μας κάνει σε όλη τη γειτονιά…».
«Στο μπαλκόνι;» ρώτησε έκπληκτος ο γιος.
«Ναι, στο μπαλκόνι. Να τα βλέπουν περαστικοί και γείτονες και να μας σχολιάζουν. Ξέρεις τι κουτσομπόλα είναι αυτή η Νίτσα από πάνω; Άμα σε πιάσει στο στόμα της, δε σε ξεπλένει ούτε ο Ιορδάνης Ποταμός…» έκανε θεατρικά η πεθερά, τη στιγμή που στο δωμάτιο έμπαινε η νύφη η οποία φαινόταν πραγματικά κουρασμένη.
Η πεθερά σταύρωσε τα χέρια και γύρισε αδιάφορα το κεφάλι από την άλλη. Ενώ ο γιος αφού σκέφτηκε για λίγο κάτι, ρώτησε τη γυναίκα του θυμωμένα:
«Γιατί κρέμασες μωρή τα βρακιά σου στο μπαλκόνι;».
Η κουρασμένη όψη της νύφης τώρα έμοιαζε οργισμένη. «Έβραζε» όπως το τσαγιερό που «σφυρίζει» και είναι έτοιμο να σκάσει.
«Και που έπρεπε να τα κρεμάσω αγάπη μου;» ρώτησε ειρωνικά τον άνδρα της, κοιτάζοντας προς την πλευρά της πεθεράς.
«Πού έπρεπε να τα κρεμάσει;» ρώτησε ο άνδρας απευθυνόμενος προς τη μητέρα του, χαμηλώνοντας, αυτή τη φορά, τη φωνή του.
«Πάνω στο καλοριφέρ να μην τα βλέπουν ξένα μάτια» απάντησε αδιάφορα η ηλικιωμένη χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της.
«Στο καλοριφέρ, να μην τα βλέπουν ξένα μάτια» επανέλαβε μηχανικά ο γιος, για να εισπράξει την οργισμένη αντίδραση της γυναίκας του που αυτή τη φορά άφησε τα λόγια να ξεχυθούν από μέσα της, όπως ένας καταπιεσμένος χείμαρρος που είναι έτοιμος να καταπιεί ό,τι βρει μπροστά του.
«Αρχικά ήθελα να κρεμάσω τη μάνα σου, αλλά μετά είπα να κρεμάσω τα βρακιά μου ή μήπως έπρεπε να κάνω το αντίθετο;» τον ρώτησε κοιτώντας τον αυθάδικα στα μάτια.
Το κλίμα ήταν ηλεκτρισμένο και ένας ακόμη καβγάς ετοιμαζόταν να ξεσπάσει από το πουθενά. Άλλωστε, οι συνθήκες είχαν καλλιεργηθεί κατάλληλα από το πλέον κατάλληλο άτομο για να γίνει κάτι τέτοιο.
Όχι, δεν είναι σενάριο από γνωστή σειρά γνωστού καναλιού, αν και θα μπορούσε να ήταν. Είναι μια ιστορία φανταστική και ταυτόχρονα τόσο πραγματική που δεν αποκλείεται να αποτελεί καθημερινό βίωμα σε πολλά σπίτια με διαφορετικό, κάθε φορά, τρόπο, όχι γιατί υπάρχουν κακές πεθερές, αλλά επειδή υπάρχουν «κακοί» σύζυγοι. Είναι εκείνοι οι σύζυγοι που δεν έπρεπε να αποκτήσουν ποτέ γυναίκα, γιατί η μοναδική γυναίκα της ζωής τους θα είναι πάντα η μάνα τους.
Το σημερινό μου, λοιπόν, άρθρο είναι αφιερωμένο σε όλες τις νύφες που μαζί με τον άνδρα παντρεύτηκαν και τη μάνα του, γιατί αυτοί οι δύο πάνε πακέτο.
Είναι αφιερωμένο επίσης στις πεθερές που δυστυχούν κάθε μέρα, γιατί θεωρούν ότι καμία γυναίκα δεν είναι άξια να βρίσκεται δίπλα στο «βλαστάρι» τους, και τις βλέπουν όλες ως τον εισβολέα που απειλεί την «κατοχυρωμένη» θέση τους στην καρδιά του.
Πάντα με χιούμορ και αγάπη, γιατί δεν είναι όλα άσπρο – μαύρο, αν και μερικές φορές μπορεί να κυριαρχήσει το μαύρο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, πως εμείς είμαστε αυτοί που βάζουμε τα χρώματα στη ζωή μας, γιατί είμαστε οι μοναδικοί που αποφασίζουμε ποιους ανθρώπους θέλουμε να βάλουμε στη ζωή μας, ποιούς αξίζει να κρατήσουμε και ποιους πρέπει να αποβάλουμε, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε…