
Γράφει η Ντιάνα Τσερβονίδου
Διευθύντρια Σύνταξης
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχει πιο αστείο ανέκδοτο από αυτό που λέει ότι η δημόσια Παιδεία στη χώρα είναι δωρεάν. Δωρεάν είναι μόνο τα συνθήματα με τα οποία «βομβαρδίζουν» τόσα χρόνια το υποσυνείδητο του κοινωνικού συνόλου. Όλα τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης, πληρώνονται και μάλιστα αδρά από το υστέρημα των πολιτών.
Το γεγονός ότι η εκπαίδευση στην Ελλάδα κοστίζει ακριβά, αποδεικνύεται, καταρχήν, από την ύπαρξη δεκάδων φροντιστηρίων. Αρκεί να ρίξεις μια ματιά γύρω σου, το ένα απέναντι από το άλλο, με φωτισμένες τις πινακίδες τους τα βράδια, τα φροντιστήρια υπόσχονται αυτό που δεν μπορεί να σου εξασφαλίσει το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, σωστές βάσεις και «επιτυχία» στις πανελλαδικές εξετάσεις που είναι και ο σκοπός της δωδεκάχρονης δημόσιας εκπαίδευσης.
«Άριστη προετοιμασία των μαθητών» από το «έμπειρο και σωστά καταρτισμένο εκπαιδευτικό προσωπικό» σου «βροντοφωνάζουν», σχεδόν, οι φωτισμένες από νέον πινακίδες των φροντιστηρίων, και εσύ δεν έχεις παρά να επιλέξεις πιο φροντιστήριο θεωρείς πιο κατάλληλο για το παιδί σου.
Από το Δημοτικό ακόμη, παιδιά με σχολικές τσάντες μεγαλύτερες από το μπόι τους που είναι γεμάτες σαν σακί με πατάτες, τρέχουν στα ιδιαίτερα και από εκεί στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Το καθημερινό τους πρόγραμμα μοιάζει με το ωράριο εργασίας ενός υπαλλήλου σε μεγάλη χρηματιστηριακή εταιρεία, και όλα αυτά για να καλύψουν όσα δεν μπορεί να τους προσφέρει το δημόσιο σχολείο.
Και κάπου εδώ είναι που γεννιέται το ερώτημα: Εάν η πλειοψηφία των μαθητών χρειάζεται ιδιαίτερα για να κατανοήσει το μάθημα του σχολείου, εάν η πλειοψηφία των μαθητών χρειάζεται φροντιστηριακά μαθήματα για να πετύχει στις πανελλήνιες, εάν απαιτείται η παρακολούθηση μαθημάτων για χρόνια ολόκληρα στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών για να μάθουν αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος του σχολείου;
Η αλήθεια είναι πως η ύπαρξη φροντιστηρίων είναι σχεδόν ελληνικό φαινόμενο και παράλληλα μια σιωπηρή παραδοχή της αποτυχίας του εκπαιδευτικού συστήματος, της λεγόμενης δωρεάν δημόσιας Παιδείας με την οποία μιας «πιπιλάνε» τα μυαλά τόσα χρόνια.
Οι γονείς, από την πλευρά τους, δεν έχουν άλλη λύση. Θέλοντας το καλύτερο για το παιδί τους επιλέγουν να στερηθούν οι ίδιοι διακοπές, εξόδους, ακόμη όμως και βασικά αγαθά, προκειμένου να του προσφέρουν τις βάσεις για το μέλλον, για να μη μείνει πίσω και να έχει την ευκαιρία να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τους υπόλοιπους στις πανελλαδικές εξετάσεις, διεκδικώντας μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Και ενώ στο σχολείο διδάσκονται ήδη από το δημοτικό δύο ξένες γλώσσες, οι μαθητές πηγαίνουν στα φροντιστήρια για να τις μάθουν σωστά και για να πάρουν τα αντίστοιχα πτυχία γλωσσομάθειας που πιστοποιούν αυτές τις γνώσεις και είναι απαραίτητα στις προκηρύξεις του ΑΣΕΠ κι όχι μόνον.
Δεν μπορώ να καταλάβω, όμως, γιατί το σχολείο αν και έχει καθηγητές ξένων γλωσσών οι οποίοι πληρώνονται με μισθό δημοσίου, δεν αναλαμβάνει την προετοιμασία των μαθητών για τις εξετάσεις γλωσσομάθειας όλων των βαθμίδων; Σαν να υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία ότι αυτό είναι δουλειά του ιδιωτικού τομέα.
Κι έτσι η δωρεάν παιδεία πληρώνεται πανάκριβα, όχι μόνο με χρήματα, αλλά με χρόνο και πολύ άγχος, έχοντας ως αποτέλεσμα παιδιά εξαντλημένα και γονείς αποκαμωμένους.
Το κράτος βέβαια συνεχίζει το αφήγημα της δωρεάν παιδείας, τη στιγμή, μάλιστα, που όλοι γνωρίζουμε ότι η ποιότητα των γνώσεων εξαρτάται από το «πορτοφόλι» των γονιών.
Τελικά, η Παιδεία δεν είναι δημόσιο αγαθό. Είναι μια επένδυση με δυσβάσταχτο κόστος και όσο εμείς επιμένουμε να την χαρακτηρίζουμε δωρεάν, τόσο θα διαιωνίζεται ένα σύστημα που στηρίζεται, αποκλειστικά, στην οικονομική δυνατότητα και τις ψυχικές αντοχές της ελληνικής οικογένειας.