

Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που ο Αργύρης βγήκε στην σύνταξη. Κόντευε πια τα 80, αλλά ήταν αδύνατο να σταματήσει να δουλεύει. Κάθε πρωί, ανεξαρτήτως καιρού, φορούσε το κράνος του, έπαιρνε το μηχανάκι και βοηθούσε τον καινούργιο ταχυδρόμο, που είχε πάρει τώρα πια την θέση του. Ο νεαρός δημόσιος υπάλληλος δεν πολυήθελε ν’ ανακατεύεται άλλος στα πόδια του, αλλά δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να μάθει τα χωριά και τους δρόμους, απ’ τον συνταξιούχο συνάδελφο.
Μια μέρα, φεύγοντας βιαστικά απ’ το σπίτι του, ο Αργύρης δεν πρόλαβε ν’ ακούσει απ’ τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο, πως εκείνο το βράδυ, το φεγγάρι θα ‘ταν ολόγιομο κι έτσι δεν προετοιμάστηκε κατάλληλα γι’ αυτά που θα του συνέβαιναν. Ήξερε πως κάθε φορά που είχε πανσέληνο στον ουρανό, κάτι παράξενο γινόταν στη γη και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον, σαν να μιλούσαν μεταξύ τους διαφορετική γλώσσα.
Μοιράστηκαν λοιπόν οι δυο τους τα γράμματα, τους λογαριασμούς, τις συντάξεις κι αφού ο Αργύρης εξήγησε στον νεότερο ταχυδρόμο σε ποια χωριά έπρεπε να πάει, ξεκίνησαν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Κάπου στα μισά της διαδρομής, θα συναντιόντουσαν. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που άκουσε κάποιον να τον φωνάζει:
– Εεεε! Αργύρη! Έρχεσαι λίγο από δω που σε θέλω!
– Τι είναι ρε ξάδελφε; Βιάζομαι. του είπε πηγαίνοντας κοντά του.
– Θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Μπορείς να δώσεις αυτό το βιβλίο στον Τριαντάφυλλο;
– Στον αδελφό σου; Τρελάθηκες; Αυτός μένει απέναντι, στην στεριά! Πώς θα πάω; Δυο ώρες θέλω με το καράβι. Γιατί δεν το ταχυδρομείς;
– Περίμενε μωρέ βιαστικέ να σου εξηγήσω. Έχει και πανσέληνο σήμερα και δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε! Θα πας στο ξενοδοχείο Four Seasons. Θα ζητήσεις την κόρη του, που δουλεύει εκεί, την Αναστασία. Σε κείνη θα το αφήσεις και θα του το δώσει.
– Ααα μάλιστα! Έτσι ναι. Πολύ ευχαρίστως! Αλλά δεν το θυμάμαι το κορίτσι. Από τόση δα έχω να την δω κι αυτή τώρα θα είναι ολόκληρη κοπέλα.
– Μην ανησυχείς. Θα την γνωρίσεις αμέσως! Μοιάζει πολύ στον Τριαντάφυλλο, αλλά και σε μένα! Μα τώρα πια θέλει να την λέμε Σίσι και όχι Αναστασία.
– Κι αν χαθεί κάπου;
– Αποκλείεται! 40 χρόνια κάνεις αυτή την δουλειά και η Σίσι είναι ανιψιά μου και την εμπιστεύομαι.
Πήρε λοιπόν ο Αργύρης την σακουλίτσα με το βιβλίο και ξεκίνησε για να το παραδώσει στα χέρια της Αναστασίας, απ’ το Σίσι. Του έμεινε βέβαια στο μυαλό η φράση του ξαδέλφου, πως θα είχε πανσέληνο το ίδιο βράδυ. Μετά από λίγη ώρα, είδε μια ταμπέλα που έγραφε Seasons Four. “Αυτό θα είναι το ξενοδοχείο που μου είπε” σκέφτηκε και σταμάτησε το μηχανάκι απ’ έξω. Πήγε στην ρεσεψιόν και ζήτησε την Σίσι. Ο Χρήστος, ο ευγενικός ρεσεψιονίστ, για να καταλάβει ποια ακριβώς κοπέλα έψαχνε, είπε το επίθετό της, το οποίο όμως δεν ήταν ίδιο με του Τριαντάφυλλου, που περίμενε ο Αργύρης ν’ ακούσει και παραξενεύτηκε λιγάκι.
– Την Σίσι, την σύζυγο του διευθυντή, την διακοσμήτρια του ξενοδοχείου, αυτήν δεν λέτε; ξαναρώτησε ο Χρήστος όταν είδε τον Αργύρη να μην καταλαβαίνει.
– Μάλλον, ναι. απάντησε εκείνος, αφού σκέφτηκε λίγα δευτερόλεπτα. Δεν ξέρω τον άντρα της. Μόνο τον πατέρα της.
Φαντάστηκε ότι όπως είχε αλλάξει το όνομά της, το ίδιο θα ‘κανε και με το επίθετό της. Μέσα στα χρόνια που πέρασαν και δεν την είχε δει, το κορίτσι θα είχε παντρευτεί και θα είχε πάρει το επώνυμο του συζύγου της, που δεν το γνώριζε. Μπορεί και να ‘χε σπουδάσει διακοσμήτρια, μα ούτε αυτό ήξερε.
– Η Σίσι είναι ακόμη στο άλλο μας ξενοδοχείο, το Seasons 3. Ξεκινάει το πρωί απ’ το Seasons 1 και καταλήγει εδώ, στο Seasons 4.
– Μπορώ να την περιμένω;
– Ναι βεβαίως, περάστε στην βεράντα.
Ο Αργύρης κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και παρήγγειλε ένα Fredo cappuccino μέτριο, ενώ οι τουρίστες είχαν ήδη αρχίσει να πίνουν μπίρες. Κοιτάζοντας γύρω του τα βαριά έπιπλα και τα χρυσά, αγάλματα, του φάνηκαν λίγο κιτς. “Κρίμα” σκέφτηκε “νέο κορίτσι να έχει τέτοιο γούστο! Και το σπούδασε κιόλας!”
Αναστέναξε και άνοιξε την σακούλα. Έβγαλε το βιβλίο. Στο εξώφυλλο έγραφε τον τίτλο: “Η καντίνα”. Στην αρχή χάζεψε τις εικόνες στο εσωτερικό του. Καθώς έβλεπε την ώρα να περνάει, ξεκίνησε να το διαβάζει. Μέχρι που το τελείωσε, η Σίσι δεν είχε φανεί. Ήρθε όμως ο νεαρός ταχυδρόμος, ο οποίος είχε καλύψει την μεγαλύτερη διαδρομή για να φτάσει μέχρι εκεί και πήρε τα γράμματα που έπρεπε κανονικά να μοιράσει ο Αργύρης, αλλά δεν θα προλάβαινε, επειδή περίμενε την Σίσι. Μετά από κάμποση ώρα, σηκώθηκε και πήγε ξανά στη ρεσεψιόν.
– Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να μείνω άλλο.
– Τι ακριβώς την θέλετε την Σίσι; ρώτησε ο Χρήστος. Μήπως μπορώ κάπως να βοηθήσω;
– Θέλω να της δώσω αυτό το βιβλίο, για τον πατέρα της.
– Αυτό είναι όλο; Μπορείτε να το αφήσετε εδώ και θα της το δώσω εγώ.
– Σίγουρα; Μήπως το ξεχάσετε; Στο κάτω-κάτω δεν είναι δουλειά σας! Μη σας βαραίνω.
– Μην ανησυχείτε καθόλου. Αν θέλετε θα σημειώσω το τηλέφωνό σας, για να σας ειδοποιήσω μόλις το πάρει.
Έτσι έφυγε ήσυχος, αφήνοντας την σακούλα στον Χρήστο. Εκείνος είχε πολύ ώρα μπροστά του μέχρι να σχολάσει. Μιας και ήταν μεσημέρι και στο ξενοδοχείο επικρατούσε ησυχία, για να μην βαριέται και τον πάρει ο ύπνος, έβγαλε το βιβλίο κι άρχισε το διάβασμα.
Όταν ήρθε η Σίσι και της το παρέδωσε, ευτυχώς το είχε τελειώσει. Ανακουφισμένος που πρόλαβε να το διαβάσει και που έκανε αυτό που του ζήτησε ο Αργύρης, πίστεψε πως ολοκληρώθηκε η αποστολή του. Πού να ‘ξερε πως οι παρανοήσεις της πανσελήνου είχαν ήδη ξεκινήσει, αφού την Σίσι, την διακοσμήτρια, η οποία πήρε το βιβλίο, δεν την έλεγαν Αναστασία αλλά Αθανασία.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…