

Γράφει η Ντιάνα Τσερβονίδου
Διευθύντρια Σύνταξης
Δημοσιογράφος
Δεν ξέρω πώς είναι η κόλαση, φαντάζομαι, όμως, πως εάν υπήρχε θα ήταν ένα μέρος με καζάνια που βράζουν, φωτιές που φωτίζουν τον σκοτεινό ουρανό και τηλεφωνικές κλήσεις από «ευγενικές» κυρίες -εκπροσώπους εταιριών- κάθε τρία λεπτά. Γιατί, κακά τα ψέματα, εάν υπάρχει ένας πραγματικός εφιάλτης που έχει μπει στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια -εκτός βέβαια από τα καύσιμα, το ρεύμα και τους φόρους- είναι οι τηλεφωνικοί πωλητές. Αυτοί οι ακούραστοι άνθρωποι της καθημερινότητας που έχουν βάλει σκοπό της ζωής τους να μας στερήσουν και την τελευταία «σταγόνα» ξεκούρασης.
Πάρε για παράδειγμα το χθεσινό μου δράμα: Έχω επιστρέψει στο σπίτι μετά από μια μέρα που δεν θα τη ζήλευε κανένας γκαντέμης από αυτούς που ξέρω. Παίρνω φόρα και κάνω μια βουτιά στο κρεβάτι, γιατί νιώθω πως μόνο αυτή μπορεί να με σώσει και παραδίνομαι, σχεδόν, αμέσως στον πιο γλυκό, τον πιο σπάνιο ύπνο που με έχει επισκεφτεί ποτέ. Είναι άλλωστε η ιερή ώρα του μεσημεριανού ύπνου. Ώρα κοινής ησυχίας όπως λένε και οι πινακίδες σε κάποιες οικοδομές με μεγάλα γράμματα.
Και εκεί που έχω ήδη συναντήσει τον Μορφέα και είμαι έτοιμη να του φωνάξω, «κάτσε φίλε για λίγο μαζί μου. Σε χρειαζόμουν και σε αναζητούσα απεγνωσμένα από το πρωί που με ξύπνησε βάρβαρα το καταραμένο ξυπνητήρι», το κινητό μου αρχίζει να ουρλιάζει σαν σειρήνα πολέμου από αυτές που κατά καιρούς πραγματοποιούνται στη χώρα στο πλαίσιο της άσκησης «Παρμενίων». Πετάγομαι πάνω με την καρδιά μου να χτυπά ταμπούρλο. Η ώρα είναι τρεις το μεσημέρι και στην οθόνη του κινητού μου εμφανίζεται ένας άγνωστος αριθμός. Αφελής όπως πάντα, κάνω το λάθος και απαντάω στην κλήση.
Κι εκεί με περιμένει μια γλυκιά φωνή. Δεν είναι κάποια φίλη μου, αλλά ξέρει το όνομά μου – Μου μιλάει λες και γνωριζόμαστε από το γυμνάσιο και για μια στιγμή τα χάνω με την άνεσή της.
Χωρίς να πάρει ανάσα, με πάει κατευθείαν στο ψητό: Ονομάζομαι Ματίνα και έχω να σας κάνω μια υπέροχη προσφορά. Σε ποια τηλεφωνική εταιρεία είστε; Πόσο πληρώνετε;
Θέλω να της φωνάξω πως υπέροχο ήταν το όνειρο που έβλεπα αλλά αυτή έχει βάλει το play και δεν λέει να σταματήσει.
Εκείνη τη στιγμή βράζω σαν χύτρα ταχύτητας από θυμό, από υπνηλία ή μήπως από το αίμα που ανέβηκε στο κεφάλι μου και είναι έτοιμο να εκραγεί;
Τότε την ρωτάω με ύφος στρατηγού, «ξέρετε ότι είναι ώρα κοινής ησυχίας»; Και η απάντησή της έρχεται να με αποτελειώσει.
Όχι δεν ζητάει συγγνώμη, ούτε μου λέει εξίσου ευγενικά ότι θα με καλέσει άλλη ώρα, πιο κατάλληλη ή τουλάχιστον ότι θα διαγράψει το όνομά μου από τη λίστα, για να μη με ξαναενοχλήσουν μεσημεριάτικα.
«Και γιατί έχετε ανοιχτό το κινητό σας τότε; Εάν θέλετε να μη σας ενοχλούν να το βάζατε στο αθόρυβο» μου πετάει με κακία και εγώ νιώθω ότι έχω μπει σε κάποιο παράλληλο σύμπαν. Δηλαδή φταίω εγώ; Εγώ που κρατάω ανοιχτό το κινητό μου είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, γιατί υπάρχουν και τα επείγοντα.
«Για τα επείγοντα κυρία μου υπάρχει το σταθερό» μου πετάει τη δηλητηριώδη ατάκα της.
Και εκεί καταλαβαίνω ότι δεν είναι μια απλή τηλεφωνήτρια, είναι η φωνή που έρχεται κατευθείαν από την κόλαση, για να σου καταστρέψει την ψυχολογία μεσημεριάτικα και να σε εξοντώσει ηθικά. Για όλα, λοιπόν, φταίω εγώ. Φταίω, καταρχήν, επειδή έχω κινητό και επομένως ο κάθε πικραμένος μπορεί να με καλεί ότι ώρα του καπνίσει για να μου κάνει τις μοναδικές του προσφορές. Φταίω που δεν κλείνω το κινητό μου το μεσημέρι γιατί ανησυχώ μήπως συμβεί κάτι σοβαρό και δεν μπορούν να με βρουν οι δικοί μου και φταίω, επίσης, επειδή δεν έχω σταθερό, αυτό το «απολίθωμα» του παρελθόντος που δεν αποχωρίζονται οι γιαγιάδες.
Συγγνώμη, αλλά ποιος θα με δικάσει εάν ξεφύγω; Αυτή που μου πετάει ξίφη στον ύπνο μου, δοκιμάζοντας τις αντοχές μου ή εγώ που δεν αντέχω και της απαντάω όπως της αξίζει; Και μην ξεχνάμε πως οι κλήσεις καταγράφονται. Γιατί άραγε; Για να φανεί πώς εγώ ήμουν η αγενής και όχι αυτή που μου κατέστρεψε τον ύπνο;
Αλήθεια, πώς θα προστατευτούμε απ’ όλο αυτό; Υπάρχει το «100» για ενοχλητικές κλήσεις ή μήπως πρέπει να μάθουμε να κοιμόμαστε με το κινητό στο «ψυγείο»;
Για ποια προσφορά μου μιλάς κυρία μου, η μοναδική προσφορά είναι ο ύπνος που μου έκλεψες και δυστυχώς δεν αναπληρώνεται, χώρια τα νεύρα και ο εκνευρισμός μου.
Και επειδή η τηλεφωνική κλήση καταγράφεται, φυσικά θα μείνω στην ιστορία ως ο αγενής πελάτης που δεν εκτίμησε την προσφορά της…