

Γράφει η Ντιάνα Τσερβονίδου
Διευθύντρια Σύνταξης
Δημοσιογράφος
Είναι εκείνος ο τύπος γυναίκας που μπορεί να συναντήσεις παντού και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο, στο γάμο της ξαδέλφης για παράδειγμα, στη βάφτιση του παιδιού μιας φίλης ή ακόμη και στην κηδεία που πήγες να αφήσεις σιωπηλά ένα λουλούδι.
Αυτή είναι εκεί… καραδοκεί σαν το χάρο που ψάχνει την κατάλληλη στιγμή για να κάνει την εμφάνισή της από το πουθενά, και εσύ τρέχεις μετά για να ξεφύγεις από την ενοχλητική της παρουσία.
Μιλάω φυσικά για την περίεργη, τη γυναίκα που δεν έχει ηλικία, ούτε κάποια συγκεκριμένα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που την κάνουν εύκολα αναγνωρίσιμη. Είναι εκείνη η γυναίκα που δεν χρειάζεται δεδομένα στο κινητό της για να κατεβάζει πληροφορίες από το διαδίκτυο, γιατί έχει τη δική της σύνδεση με την πραγματικότητα που την περιβάλει. Για την ακρίβεια έχει μια απευθείας σύνδεση με τις εξελίξεις του χωριού ή της πόλης στην οποία μένει. Είναι ο μυστικός πράκτορας της γειτονιάς, χωρίς να κρύβεται ή να αλλάζει την εμφάνισή της…
Εγώ την πέτυχα μια φορά στο πρόσωπο μιας, κατά τα άλλα, χαριτωμένης κυρίας γύρω στα εξήντα πέντε, στο κομμωτήριο που πηγαίνω. Απλά καθόμουν ήσυχα ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό μόδας για να περάσει πιο ευχάριστα η ώρα μέχρι να έρθει η σειρά μου. Αυτή πρέπει να με έβαλε στο μάτι από ώρα, τουλάχιστον αυτό κατάλαβα από τον τρόπο που μου απηύθυνε τον λόγο.
«Τι διαβάζεις εκεί με τόσο ενδιαφέρον και δεν σηκώνεις ούτε το κεφάλι;».
Της απάντησα κάτι γενικόλογο, εντελώς ξαφνιασμένη από το αδικαιολόγητο ενδιαφέρον μιας άγνωστης για το τι μπορεί να διαβάζω υπό τις υπάρχουσες συνθήκες. Η περίεργη, όμως, δεν είχε σκοπό να μείνει μόνο σε αυτό…
«Δώσε μου λίγο το περιοδικό θέλω να δω κάτι» μου πετάει στα ξαφνικά και εγώ εντελώς μηχανικά της το τείνω, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο.
Βλέπει κάτι στο εξώφυλλο και το ρίχνει με θόρυβο πάνω στη στοίβα με άλλα περιοδικά στο τραπεζάκι μπροστά μου, τα περισσότερα της τελευταίας δεκαετίας και καθόλου επίκαιρα, και ρίχνοντάς μου το πιο αφελές βλέμμα που μπορεί να υιοθετήσει, μου πετάει:
«Εσύ ποιανού είσαι;».
Την κοιτάζω με απορία και για μια στιγμή σκέφτομαι να της πω, «του εαυτού μου», αλλά με προλαβαίνει και συνεχίζει, «άκουσες την καμπάνα που χτυπούσε το πρωί πένθιμα, μήπως ξέρεις ποιος συγχωρέθηκε; Είδα από το μπαλκόνι μια νεκροφόρα να περνά προς την Εκκλησία του κέντρου».
Κουνάω αμίλητη το κεφάλι και η ανάκριση συνεχίζεται.
«Πρώτη φορά έρχεσαι; Δεν σε έχω πετύχει άλλη φορά, εγώ είμαι τακτική πελάτισσα εδώ και είκοσι χρόνια που η Πόπη έχει ανοίξει το κομμωτήριο».
Και όλα αυτά χωρίς να πάρει ανάσα. Πραγματικά, εάν υπήρχε διαγωνισμός αδιακρισίας σε χρόνο ρεκόρ, αυτή θα έπαιρνε πρώτη θέση και μάλιστα με διαφορά.
Κουνάω πάλι το κεφάλι περισσότερο από το σοκ παρά γιατί συμφωνώ με κάτι από αυτά που λέει. Τελικά, αποφασίζω να παίξω άμυνα. Απαντάω κοφτά και μονολεκτικά στις ερωτήσεις της, έχοντας ταυτόχρονα καρφωμένο το βλέμμα μου σε μια τυχαία σελίδα του περιοδικού που ξαναπήρα γρήγορα στα χέρια μου.
«Είσαι ελεύθερη;» με ρωτάει σε κάποια φάση της ανάκρισης που δεν λέει να τελειώσει.
«Εκ πεποιθήσεως» της απαντάω ειρωνικά, αν και είμαι σίγουρη πως δεν πρόκειται να καταλάβει.
«Δεν έχεις άνδρα;;» με ρωτάει με συμπόνια σχεδόν στο βλέμμα, λες και αυτές που δεν έχουν άνδρα είναι καταδικασμένες στην αιώνια δυστυχία.
Τι σε νοιάζει Χριστιανή μου θέλω να της φωνάξω, μα η καλή μου διαγωγή δεν μου το επιτρέπει.
«Παιδάκι έχεις τουλάχιστον;», έρχεται η επόμενη ερώτησή της.
«Έχω» γρυλλίζω μέσα από τα δόντια.
«Μόνο ένα;».
«Ένα».
«Γιατί δεν έκανες ένα ακόμη;» με κεραυνώνει με την ερώτησή της και νιώθω το αίμα να ανεβαίνει επικίνδυνα στο κεφάλι μου. Έχει ξεπεράσει προ πολλού τα προσωπικά μου όρια και δεν ξέρω πως θα αντιδράσω στη συνέχεια. Ρίχνω ένα βλέμμα προς την κομμώτρια που παλεύει με το πιστολάκι και συνειδητοποιώ ότι θα υποστώ το μαρτύριο για το επόμενο τουλάχιστον εικοσάλεπτο.
Τότε, η περίεργη ξεκινάει τον επικήδειο μονόλογο για τον Χρήστο της, που αν δεν έφευγε τόσο νέος θα έκανε και τρίτο και τέταρτο, μπορεί και πέμπτο παιδάκι, γιατί τα παιδιά είναι ευλογία.
Σε αυτό το σημείο σκέφτομαι τον συγχωρεμένο με συμπόνια, γιατί καταλαβαίνω πως πρέπει να του έφαγε… τα αυτιά όσο ζούσε.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά κλείνει με την αγαπημένη της ατάκα, «πάντως όσο μπορείς και προλαβαίνεις, κάνε ένα παιδάκι ακόμη, γιατί στα γεράματα μόνο αυτά θα έχεις. Ένα παιδί ίσον κανένα».
Και εκεί είναι που καταλαβαίνω ότι πρέπει να βάλω τελεία και μια παύλα δίπλα, γιατί αυτά τα δύο σε κάποιες περιπτώσεις πάνε μαζί.
Νοερά την έχω πιάσει ήδη από τον λαιμό και την ταρακουνάω όχι για την αδιακρισία της, αλλά για την βλακεία της. Γιατί δεν μπορείς να λες σε μια μάνα που έχει γεννήσει έστω και μια φορά, ότι δεν έχει κανένα παιδί, γιατί σύμφωνα με κάποια λαϊκή ηλιθιότητα «ένα ίσον κανένα».
Φοράω το πιο ψεύτικο χαμόγελο που «κουβαλάω» πάντα μαζί μου για τέτοιες περιπτώσεις και με το πιο σοβαρό ύφος του κόσμου της απαντάω όλο νόημα, «μετά από δω τρέχω να προλάβω το δεύτερο, μη χάσω και το λεωφορείο».
Αλλά εκείνη ούτε που καταλαβαίνει την επιθετικότητά μου και έχει ανοίξει ήδη νέο κεφάλαιο στη συζήτηση:
«Μήπως ξέρεις τι ώρα κλείνουν τα μάρκετ σήμερα; Ξέχασα να πάρω ψωμί από τον φούρνο».
Η περίεργη είναι όπως ένα ενοχλητικό κουνούπι που όσο περισσότερο προσπαθείς να το διώξεις μακριά σου, τόσο πιο πολύ αυτό σε καταδιώκει, ρουφώντας το αίμα σου με κάθε δηλητηριώδες του τσίμπημα.
Μπορεί να είναι γειτόνισσα, θεία, τυχαία γνωστή ή -Θεός φυλάξοι- και συμπεθέρα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα σε βρει. Κι εσύ; Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις για να την αποφύγεις είναι να πάρεις την πρώτη έξοδο που θα βρεις, χωρίς καθυστέρηση…