Μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά. Ήταν 7 χρονών, όταν παρανόμησε για πρώτη φορά. Ο κολλητός του φίλος και κατά ένα χρόνο μεγαλύτερός του, ήταν ο αρχηγός της συμμορίας και τον έβαλε να φυλάει τσίλιες.
Είχαν κλέψει τόσες πολλές καραμέλες και γλειφιτζούρια από ένα μαγαζί, που δεν μπορούσαν να τα φάνε όλα μόνοι τους. Έτσι, την άλλη μέρα στο σχολείο, στην ώρα του διαλείμματος, άρχισαν να τα ρίχνουν απ’ τα παράθυρα. Οι μαθητές ενθουσιάστηκαν μ’ αυτή την βροχή ζαχαρωτών. Οι δάσκαλοι όμως θύμωσαν, μα δεν κατάφεραν ποτέ να μάθουν ποιοι το έκαναν. Ούτε και ο μαγαζάτορας βρήκε ποιος είχε γράψει το σημείωμα που έλεγε: “Οι μαθητές σας ευχαριστούν για τα γλυκά”.
Έκλεβαν απ’ τα μαγαζιά των πλουσίων τρόφιμα, ρούχα, ξύλα ή ότι άλλο χρειάζονταν μία οικογένεια για ν’ αντέξει τον χειμώνα, και τα ‘διναν σ’ όσους δεν είχαν λεφτά να τ’ αγοράσουν. Αυτό που άρεζε όμως περισσότερο στους νέους της συμμορίας, ήταν να μαζεύουν τα φρούτα απ’ τα δέντρα που ανήκαν στους μεγαλοκτηματίες, με κίνδυνο να τους πιάσει η αστυνομία και να τους τιμωρήσει. Τα μοίραζαν μετά στον κόσμο της γειτονιάς.
Έτσι έγιναν γρήγορα αγαπητοί στον λαό. Ο αρχηγός τους, έπειτα από μεγάλη πίεση που δέχτηκε, αναγκάστηκε να φύγει σ’ άλλη χώρα, κρυφά, για ν’ αποφύγει την σύλληψη και την φυλακή. Την θέση του τότε πήρε ο Γιάνος, αψηφώντας τον κίνδυνο και συνεχίζοντας το έργο του προκατόχου του.
Τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει και βλέποντας γύρω τους, όλο και περισσότερους ανθρώπους να πεινάνε κι άλλους να πλουτίζουν εις βάρος τους, ένιωθαν την ανάγκη ν’ αντιδράσουν. Πρόσεξαν πως ο κόσμος χρωστούσε στο κράτος κι έχανε τα σπίτια του. Γι’ αυτό αποφάσισαν να κάνουν κάτι πιο δραστικό: να ληστέψουν την τράπεζα.
Μια μέρα λοιπόν, έκλεψαν το μοναδικό περιπολικό της αστυνομίας κι έφτασαν έξω απ’ το υποκατάστημα της τράπεζας, χωρίς κανείς να τους υποπτευθεί. Μπήκαν μέσα τραγουδώντας. Οι πελάτες στην αρχή δεν κατάλαβαν τι συνέβαινε. Μόνο οι υπάλληλοι υποψιάστηκαν πως κάτι δεν πάει καλά. Ο διευθυντής της τράπεζας, αμέσως προσπάθησε να ενεργοποιήσει τον συναγερμό.
– Τι ψάχνεις υπαλληλάκο; Την αστυνομία; ρώτησε ο Γιάνος, που τον πήρε χαμπάρι. Ορίστε! Εδώ είναι! τον πληροφόρησε και πιάνοντάς τον απ’ το χοντρό του σβέρκο, του κόλλησε την αντιπαθητική μούρη στο τζάμι του παραθύρου. Βλέπεις το περιπολικό; Δεν έχουν άλλο για να ‘ρθουν να σε σώσουν! και γέλασε δυνατά, που αντιλάλησαν οι τοίχοι. Το είδες το κράτος σου υπαλληλάκο; τον ρώτησε δίχως να περιμένει απάντηση. Καρφί δεν του καίγεται για σένα! είπε καθώς του ίσιωνε τα γυαλιά που είχαν στραβώσει. Ο καημένος ο διευθυντής ίδρωνε σαν γουρούνι, μα δεν έβγαζε μιλιά. Έγνεφε μόνο καταφατικά, κατουρημένος απ’ τον φόβο. Τον κάθισε με το ζόρι στην πολυθρόνα και του έδεσε σφιχτά τα χέρια και τα πόδια. Έπειτα έγραψε σ’ ένα χαρτί: “Ο λαός σας ευχαριστεί για τα λεφτά” και το στερέωσε στο βρεγμένο παντελόνι του ανθρωπάκου.
– Δεν θα τον σκοτώσεις; ρώτησε τον Γιάνο ένας υπάλληλος, ελπίζοντας ότι η απάντηση θα ήταν θετική.
– Μπααα! Αγαπάω τα ζώα. αποκρίθηκε εκείνος ειρωνικά και ξαναγέλασε ακόμη πιο δυνατά.
– Οι τσάντες γέμισαν. ξανάπε ο τραπεζικός.
– Δεν έχουμε άλλες. απολογήθηκε ένας απ’ την συμμορία. Τί κάνουμε τώρα;
– Να φέρω μαύρες σακούλες; ρώτησε ο υπάλληλος, λες και τον βάραιναν τα λεφτά της τράπεζας και ήθελε να ξεφορτωθεί.
– Και γρήγορα μάλιστα! απάντησε ο Γιάνος.
Ο υπάλληλος έτρεξε πρόθυμος. Μόλις σταμάτησε να τις παραγεμίζει με χαρτονομίσματα, σαν κοτόπουλα που τα γέμιζε με ρύζι, τις πήραν οι ληστές και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. Ο Γιάνος γύρισε και φώναξε: “Το βράδυ θα γίνει η μοιρασιά! Ελάτε όλοι!” Οι άνθρωποι, που κατάλαβαν πλέον πως ήταν η γνωστή συμμορία, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.
Όταν νύχτωσε, ο κόσμος συγκεντρώθηκε λίγο έξω απ’ την πόλη, στον μεσαιωνικό πύργο, όπου γίνονταν εργασίες αναπαλαίωσης. Η ώρα περνούσε κι άρχισαν ν’ ανησυχούν. Πίστεψαν ότι τους κορόιδεψαν, αφού κανείς απ’ τη συμμορία δεν φαινόταν πουθενά. Την απογοήτευση διαδέχτηκε πολύ γρήγορα η έκπληξη, όταν ξαφνικά άρχισε να “βρέχει” λεφτά. Κοίταξαν προς τον ουρανό και είδαν τον Γιάνο και τους συντρόφους του, να αδειάζουν τις μαύρες σακούλες που είχαν κλέψει απ’ την τράπεζα. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύει τα χρήματα και να τα βάζει στις τσέπες του, στα καπέλα και όπου αλλού μπορούσε.
Δυστυχώς όμως κάποιος τους πρόδωσε στην αστυνομία και πολύ γρήγορα εμφανίστηκε το περιπολικό. Κυνήγησαν τον Γιάνο για να τον συλλάβουν. Εκείνος μόλις τους αντιλήφθηκε, άρχισε να τρέχει. Όταν έφτασε σε αδιέξοδο, πήδηξε για να σωθεί, ελπίζοντας πως κάποιο δέντρο θα ανακόψει την πτώση και θα προσγειωθεί στα μαλακά. Για κακή του τύχη όμως, σκάλωσε στο γερανό που βρισκόταν στον χώρο και ο γάντζος του τρύπησε το αριστερό πλευρό, με αποτέλεσμα να βρει τραγικό θάνατο.
Άφησαν το σώμα του εκεί κρεμασμένο για δύο μέρες, επίτηδες, για να τον βλέπει ο κόσμος, αλλά και τα άλλα μέλη της συμμορίας. Η μάνα του έκλαιγε από κάτω απαρηγόρητη για τον αγαπημένο της Γιάνοσικ, όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά. Κάποιοι φίλοι προσπάθησαν να τον κατεβάσουν, αλλά τους έδιωξαν κακήν κακώς οι αστυνομικοί που φυλούσαν το άψυχο κουφάρι του. Φοβόντουσαν μήπως ο κόσμος ξεσηκωθεί και γίνουν ταραχές. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελαν να βρεθεί ο συνεχιστής του. Δεν είχαν καταλάβει όμως πως ο Γιάνος είχε περάσει πλέον στην ιστορία, σαν ο ήρωας των φτωχών.
