

Ο νονός της την ονόμασε Ηλιάνα, αλλά όλοι την φώναζαν Λίλη. Μόνο η μητέρα της την αποκαλούσε με το βαφτιστικό της. Όταν όμως μια μέρα την έχασε, ήθελε απλά να το ξεχάσει. Έτσι λοιπόν χρησιμοποιούσε μόνο το υποκοριστικό της, Λίλη.
Έμενε με τον πατέρα της και σαν έφηβη, κοντραριζόταν μαζί του. Είχαν τον ίδιο χαρακτήρα και δεν υποχωρούσε ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο δύσκολα, όταν μια μέρα εκείνος της ανακοίνωσε πως ήθελε να ξαναπαντρευτεί. Είχε γνωρίσει μια γυναίκα, την Εύα, αλλά η κόρη του, δεν ανεχόταν καμιά άλλη στο σπίτι όπου έζησε η μητέρα της. Της είχε αδυναμία και κάτι τέτοιο θα ήταν μεγάλη προδοσία για την μνήμη της. Θα έκανε τα πάντα λοιπόν, για να μην συμβεί κάτι τέτοιο.
Η Εύα όμως δεν μπορούσε να περιμένει. Είχε μείνει έγκυος και γέννησε ένα όμορφο κοριτσάκι. Έμειναν αναγκαστικά όλοι μαζί. Πίστευαν ότι η Λίλη θα συνήθιζε το μωρό σιγά σιγά, αν το γνώριζε καλύτερα και θα το αγαπούσε. Έτσι προσπαθούσαν να την αφήσουν να περάσει λίγο χρόνο μαζί του. Ένα απόγευμα, της είπαν να το προσέχει, ενώ αυτοί θα έλειπαν. Ήταν μόλις δέκα ημερών. Όταν γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν το μωρό στην κούνια του.
– Τι έγινε με το μωρό Λίλη; την ρώτησε ο πατέρας της, αυστηρά.
– Τι να γίνει δηλαδή; Κοιμάται. απάντησε απαθέστατη.
– Μα δεν αναπνέει! τσίριξε η Εύα.
– Τι λέει αυτή; ειρωνεύτηκε η Λίλη.
– Γιατί δεν κουνιέται το παιδί; ξαναρώτησε ο πατέρας, φανερά ταραγμένος.
– Ε, αφού κοιμάται! Σας διαβεβαιώνω πως δεν έκανα τίποτα. Το έβαλα μόνο για ύπνο. συνέχισε η Λίλη.
– Και γιατί είναι μελανιασμένο; επέμενε η Εύα.
– Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό! Ήταν μια χαρά πριν λίγο. απάντησε η Λίλη δακρυσμένη.
Η Εύα ήταν απαρηγόρητη. Ο πατέρας δεν πίστεψε την Λίλη. Είχε τις αμφιβολίες του, γιατί ήξερε το παιδί του. Έτσι όπως εξελίχθηκε η κατάσταση, ήθελε τώρα, περισσότερο από ποτέ κι όσο πιο σύντομα γινόταν, ν’ απαλλαγεί απ’ την κόρη του. Ήταν πλέον μόνο βάρος γι’ αυτόν και ντροπή. Σκέφτηκε πως αν την πάντρευε και την έστελνε στο δικό της σπίτι, θα μπορούσε να κάνει κι ο ίδιος ένα νέο ξεκίνημα στην ζωή του.
Φυσικά η Λίλη δεν συμφώνησε. Δεν ήθελε με τίποτα να παντρευτεί και να φύγει απ’ το πατρικό της. Μετά από πολλές φασαρίες και τιμωρίες που της επέβαλε ο πατέρας της, έγινε τελικά το θέλημά του. Ο γάμος τελέστηκε στο χωριό. Όλοι χαίρονταν, εκτός απ’ τη νύφη, η οποία άκουγε τις ευχές που της έδιναν οι συγχωριανοί της, σιωπηλή.
Λίγο αργότερα, έμεινε έγκυος. Το παιδί ήταν αγόρι. Ο πατέρας της Λίλης εξέφρασε την επιθυμία του, το μωρό να πάρει τ’ όνομά του. Η Λίλη δεν ήθελε να του δώσει τέτοια χαρά. Έπρεπε να τον εκδικηθεί, μιας και ακόμη δεν τον είχε συγχωρήσει που την έδιωξε απ’ το σπίτι, αλλά σαν γυναίκα που ήταν, δεν της έπεφτε λόγος. Αυτά τα κανόνιζαν οι άντρες. Αν και η παράδοση ήθελε το πρώτο παιδί να παίρνει τ’ όνομα του παππού, απ’ το σόι του γαμπρού, ο άντρας της συμφώνησε να πάρει το μωρό τ’ όνομα του πεθερού του, αφού δωροδοκήθηκε με άλλες δέκα χρυσές λίρες, εκτός απ’ αυτές που είχαν συμφωνήσει σαν προίκα.
Όταν πέρασαν δέκα μέρες απ’ την γέννηση του μωρού της Λίλης κι ενώ κοιμόταν δίπλα της, αφού το θήλαζε, ένα πρωί δεν ξύπνησε. Οι γειτόνισσες που έσπευσαν στο σπίτι, είπαν πως το έσκασε την νύχτα στον ύπνο της, δίχως να το καταλάβει. Η Λίλη βρήκε πολύ βολική και πειστική, αυτήν την θεωρία και συμφώνησε συντετριμμένη.
Μεγάλη θλίψη έπεσε στην οικογένεια. Ο πατέρας της Λίλης, ανέβαλε τον δεύτερο γάμο του, που τον ετοίμαζε εδώ και μήνες. Η Εύα αγανάκτησε και τον άφησε.
Έτσι η κόρη του άρχισε να ελπίζει ξανά, πως μια μέρα θα γυρίσει πίσω στο πατρικό της. Κάτι που δεν είχε σταματήσει να επιθυμεί, γιατί εκεί που έμενε τώρα, δεν το ένιωθε σπίτι της. Το εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσει, ήταν ο άντρας της.
Δεν χρειάστηκε καν να προσπαθήσει να τον ξεφορτωθεί, γιατί πολύ σύντομα την κατηγόρησε για το θάνατο του μωρού τους και την έδιωξε απ’ το σπίτι, αφού είχε το δικαίωμα. Μετά από λίγο καιρό, αυτός παντρεύτηκε την Εύα και απέκτησαν πολλά παιδιά.
Ο πατέρας της Λίλης, την συμπόνεσε και σαν καλός και στοργικός γονιός, την δέχτηκε πάλι πίσω στο σπίτι του, κάτω απ’ τις φτερούγες του και ξανάγινε ο προστάτης του πληγωμένου παιδιού του.
Η Λίλη δεν ξαναπαντρεύτηκε. Ούτε και ο πατέρας της. Οι δυο τους έζησαν τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους μαζί. Όταν ήταν άρρωστος στο κρεβάτι, ακίνδυνος πια, λίγο πριν πεθάνει, η Λίλη του εξομολογήθηκε όλη την αλήθεια. Εκείνος που είχε καταλάβει εδώ και χρόνια τα εγκλήματα που διέπραξε η Λίλη, δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, παρά να συγχωρήσει το παιδί του που μετανόησε.
Η Λίλη έζησε μέχρι τα βαθιά της γεράματα, μόνη, γιατί έτσι το ήθελε. Ο κόσμος, ο οποίος δεν έμαθε ποτέ τί πραγματικά είχε συμβεί, την έβλεπε αρχικά σαν το ορφανό, που έπειτα έγινε μια χαροκαμένη μάνα και τελικά αξιολύπητη γριά, επειδή δεν παντρεύτηκε. Δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα. Συνειδητά δεν άφησε απογόνους πίσω της, μήπως και γεννηθούν κι άλλοι σαν κι αυτήν. Γιατί Λίλη θα πει δαίμονας.