Δεν εξέπληξε κανέναν η επιστροφή του στην Ελλάδα. Ήξεραν ότι δεν στέριωνε πουθενά, από τότε που ‘φυγε απ’ το χωριό, όμως πίσω δεν γύριζε. Με κάποιον τρόπο, μάθαιναν οι συγχωριανοί τα νέα του.
Οι συμμαθητές του, τον θυμόντουσαν σαν το πιο ζωηρό παιδί του σχολείου, που έκανε συνεχώς σκανταλιές. Είχε μια χαριτωμένη τρέλα, που όμως ξέφευγε απ’ τα όρια, όταν έπαιζε μπάλα, θέλοντας πάντα να κερδίζει. Τότε γινόταν νευρικός, αγενής και βίαιος.
Αυτό που τους έκανε όλους να πέσουν απ’ τα σύννεφα, ήταν όταν έμαθαν πως χειροτονήθηκε ιερέας! Εκτός του ότι πίστευαν πως μια μέρα θα γινόταν ποδοσφαιριστής, γιατί ήταν μεγάλο ταλέντο, γνώριζαν τον χαρακτήρα του από παλιά. Δεν είχε καμία σχέση με την πραότητα και την καλοσύνη που πρεσβεύει ο χριστιανισμός. Οι βρισιές του την ώρα των ποδοσφαιρικών αγώνων, είτε έπαιζε είτε βρισκόταν στις κερκίδες και παρακολουθούσε, είχαν μείνει στην ιστορία.
Ο Παναγιώτης παντρεύτηκε δυο φορές. Την πρώτη στην Γερμανία, επειδή η κοπέλα του είχε μείνει έγκυος. Εκεί έζησαν μέχρι που ο γιός τους έγινε 5 ετών. Έκανε πολλές δουλειές. Η τελευταία ήταν να μαζεύουν απ’ το ποτάμι σκουλήκια, που τα χρησιμοποιούσαν ως δολώματα, τα οποία μετά πουλούσαν στα μαγαζιά με είδη αλιείας και αυτοί με την σειρά τους στους ψαράδες. Ήταν δύσκολη δουλειά, αλλά την έκαναν διασκεδαστική, παίρνοντας τον γιο τους μαζί και απολαμβάνοντας έτσι την βόλτα στο ποτάμι.
Μια μέρα τα παράτησε όλα και γύρισε μόνος στην Ελλάδα, αλλά όχι στο χωριό του. Η ανάγκη για να επιβιώσει χωρίς να τον βρει κανείς, τον έκανε να φορέσει ράσα. Απαρνήθηκε την προηγούμενη ζωή του και τ’ όνομά του. Τον αποκαλούσαν πλέον, στην πόλη που διάλεξε να μείνει, Θεολόγο.
Ήταν τυχερός όμως, γιατί η δεύτερη γυναίκα του, η Ιωάννα, τον αγάπησε τρελά και δεν έψαξε το παρελθόν του. Είχε μεγάλη περιουσία απ’ τον συγχωρεμένο τον πατέρα της κι έτσι την παντρεύτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αμέσως απέκτησε με την παπαδιά τρίδυμα αγόρια και στην δεύτερη γέννα της, δίδυμα. Έπαιζαν όλα από μικρά ποδόσφαιρο, στην τοπική ομάδα. Σε κάθε αγώνα, ο Θεολόγος ήταν εκεί και έδινε την ευλογία του σ’ όλους. Παιδιά, προπονητές και διαιτητές. Τι κι αν ανάμεσά τους υπήρχαν μουσουλμάνοι ή άθεοι. Δεν τον ένοιαζε. Ήθελε μόνο να κερδίσουν, με κάθε τρόπο. Ο ίδιος δεν έπαιζε πλέον, κρατιόταν όμως πάντα σε φόρμα.
Μέσα στο γήπεδο θυμόταν τον παλιό εαυτό του, εκείνον που παθιαζόταν για τη νίκη. Έτσι έκανε τα βλέμματα του κόσμου να στρέφονταν προς το μέρος του, καθώς παρακολουθούσε τα παιδιά απ’ τις κερκίδες. Όχι μόνο λόγω της ιδιότητας και της ενδυμασίας του, αλλά και επειδή πανηγύριζε έξαλλα σε κάθε νίκη της ομάδας. Πεταγόταν απ’ τη θέση του, με μεγάλο ενθουσιασμό, όταν έβαζαν γκολ και επιδεικτικά χτυπούσε για πολύ ώρα παλαμάκια, ζητωκραυγάζοντας, για να εκνευρίσει τους οπαδούς της άλλης ομάδας! Όταν αγχωνόταν μήπως χάσουν, κατέβαινε βρίζοντας τα σκαλιά και στεκόταν μπροστά στο σύρμα, στα όρια του γηπέδου. Οι γονείς που τον ήξεραν και τον είχαν συνηθίσει, διασκέδαζαν μαζί του.
Αυτοί που θύμωναν με τα καμώματά του, ήταν οι γονείς των παιδιών της αντίπαλης ομάδας. Σε κάθε αγώνα κόντευαν να ρίξουν την περίφραξη, που τους εμπόδιζε να μπουν στον αγωνιστικό χώρο, διαμαρτυρόμενοι στον διαιτητή για την συμπεριφορά του παπά, αλλά και για το σκορ. Αυτός ο φανατισμός, η βία και το μίσος, ήταν το χειρότερο παράδειγμα που θα μπορούσαν να δώσουν στα παιδιά τους και δυστυχώς δεν το καταλάβαιναν.
Κι έξω απ’ τα γήπεδα ο Θεολόγος, δεν καθόταν ήσυχος. Είχε κερδίσει βέβαια την συμπάθεια των περισσοτέρων στην πόλη που ζούσε, γιατί γνώριζαν ότι είχε καλή καρδιά και ήταν πρόθυμος να τους βοηθήσει, όταν τον χρειάζονταν. Το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι ήξεραν πού θα τον έβρισκαν, αν ήθελαν να του μιλήσουν: στο καφενείο όπου συνήθιζε κάθε βράδυ να πίνει το ουίσκι του. Εκεί σιγοτραγουδούσαν όλοι μαζί, “Μια ζωή την έχουμε…”, που ακουγόταν απ’ τα ηχεία ξανά και ξανά, αφού έπαιζε το ίδιο CD όλη νύχτα.
Όταν είχε τα κέφια του τ’ αφεντικό, έβαζε το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Τότε σήκωνε τα ράσα του ο Θεολόγος για να μην τα πατήσει και πέσει, τα στερέωνε στην ζώνη του παντελονιού του και χόρευε, ενώ οι θαμώνες γύρω του χτυπούσαν παλαμάκια.
Όλα αυτά τα μάθαινε η πεθερά του, η οποία δεν τον είχε εμπιστευθεί και διατηρούσε τις επιφυλάξεις της για τον γάμο με την Ιωάννα. Κάτι δεν της άρεζε στο βλέμμα του, απ’ την αρχή, αλλά δεν πρόλαβε να ανακαλύψει τί έκρυβε, γιατί πολύ σύντομα αρρώστησε βαριά.
Χρειάστηκε να βρουν μια νοσοκόμα για να μένει μαζί της και να την προσέχει, αφού η παπαδιά δεν προλάβαινε να την βοηθάει, έχοντας να μεγαλώσει πέντε παιδιά. Τι να κάνουν αφού ήταν θέλημα Θεού να τα φέρουν όλα στον κόσμο και να γίνουν πολύτεκνοι! Ευτυχώς βέβαια για τον Θεολόγο, γιατί την κρατούσε συνεχώς απασχολημένη και έτσι η Ιωάννα δεν κατάλαβε ότι τον έψαχνε η πρώην γυναίκα του απ’ την Γερμανία. Είχε προσέξει βέβαια τώρα τελευταία πως ο άντρας ήταν ταραγμένος, αλλά νόμιζε ότι στενοχωριόταν που έβλεπε την πεθερά του στο κρεβάτι, ανήμπορη.
Η νοσοκόμα λοιπόν που προσέλαβαν, η Ελένα, ήταν απ’ την Βουλγαρία και στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Με τον καιρό όμως η πρεσβυτέρα διαπίστωσε πως έλειπαν πράγματα αξίας απ’ το σπίτι της μαμάς της. Κατάλαβαν ότι κάτι γίνεται με την Ελένα, όμως ήταν καλή στην δουλειά της και δεν ήθελαν να την διώξουν.
Αποφάσισαν λοιπόν να της δώσουν μία ευκαιρία, αφού πρώτα της μιλούσε ο Θεολόγος. Εκείνος προσπάθησε να την πείσει ότι αυτό που κάνει ενώπιον του Θεού δεν ήταν σωστό και ότι έπρεπε να σταματήσει και να επιστρέψει τα κλεμμένα. Η Ελένα όμως δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει κάτι τέτοιο. Έχοντας παρατηρήσει το πονηρό του βλέμμα την ώρα που την κοιτούσε, αντί να μετανοήσει, έκανε εκείνον να παραστρατήσει.
Την στιγμή που τα χείλη τους ενώθηκαν, η πεθερά του άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. Τους κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα τα σφάλισε για πάντα. Πήραν γρήγορα τα χρυσαφικά που είχαν απομείνει στο σπίτι, τις κρυμμένες λίρες και εξαφανίστηκαν. Ο Θεολόγος έκανε ανάληψη απ’ την τράπεζα όσα μετρητά μπορούσε και την ίδια νύχτα περνούσαν τα σύνορα. Έφτασαν στην Βουλγαρία, όπου “ξαναβαφτίστηκε” κι έγινε ο Βλάντκο ο ποδοσφαιριστής.
