Καθόταν συχνά με τον φίλο του τον Πάνο στην ταβέρνα της γειτονιάς, για να φάει τ’ αγαπημένα του, ξεροψημένα παϊδάκια. Από ‘κει έβλεπε στον τρίτο όροφο της απέναντι οικοδομής, την ταμπέλα της κόρης του ταβερνιάρη, της διαιτολόγου-διατροφολόγου Ζαχαρούλας Πάχου και αναστέναζε.
“Σάββα, θα πας τη Δευτέρα, πρωί πρωί!”, του έλεγε ο Πάνος αυστηρά. Αλλά εκείνος δεν πήγαινε. Πού ν’ ανεβαίνει τόσες σκάλες! Δεν είχε ασανσέρ η οικοδομή κι αυτό τον δυσκόλευε ακόμα περισσότερο.
Όχι πως ήταν τεμπέλης. Ίσα ίσα έκανε πολλές δουλειές για να τα βγάλουν πέρα αυτός και η οικογένειά του. Πρώτα πρώτα, σαν παπάς, είχε ένα σταθερό μισθό. Αλλά δεν τους έφτανε. Για να βγάζει επιπλέον χρήματα, έβαφε σπίτια. Είχε μάθει την τέχνη δίπλα στον πατέρα του, από παιδί.
Έπειτα, αγόρασε ένα μεταχειρισμένο χλοοκοπτικό μηχάνημα, για να κόβει, επί πληρωμή φυσικά, τα χόρτα απ’ τα κτήματα, που συνόρευαν με το δικό του. Γιατί ο παπά-Σάββας ήταν και αγρότης, αφού έσπερνε σιτάρι στο χωράφι, το οποίο ήταν προίκα της πρεσβυτέρας.
Τέλος οι νοικοκυρές του χωριού, γνωρίζοντας ότι “πιάνουν” τα χέρια του και ότι έχει ανάγκη από λεφτά, μιας και ήταν πολύτεκνος, όταν έπρεπε να κάνουν υδραυλικά ή ηλεκτρολογικά μερεμέτια στα σπίτια τους, που δεν αναλάμβαναν οι άντρες, έψαχναν να βρουν πού είν’ ο παπάς. Αν δεν όργωνε με το τρακτέρ, δεν τελούσε κάποιο ιερό μυστήριο, ή δεν έβαφε, πήγαινε αμέσως όπου τον φώναζαν.
Κατάκοπος τα βράδια, έμπαινε στην ταβέρνα σαν υπνωτισμένος, γιατί η μυρωδιά απ’ τα αρνίσια παϊδάκια, τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Η γυναίκα του ανησυχούσε επειδή αργούσε να γυρίσει. Έβγαινε τότε στους δρόμους, ρωτώντας τους γνωστούς πού είν’ ο παπάς. Η πεθερά του, πιο ψύχραιμη, τον περίμενε στο σπίτι. Όταν επέστρεφε απ’ την ταβέρνα χορτάτος, αναγκαστικά έτρωγε και το δικό τους φαΐ, για να μην τις κακοκαρδίσει.
Ο ταβερνιάρης ήξερε πως αφού ο παπά-Σάββας φάει και καθαρίσει τα δόντια του με μία οδοντογλυφίδα, χωρίς ίχνος διακριτικότητας, θα ζητήσει μία μπίρα για να δροσιστεί. Εκείνη την ώρα, διάλεγε για να τον πειράξει:
– Μα πάτερ, ο Ιησούς δεν είπε “μακάριοι οι διψώντες και οι πεινώντες”; Εσύ είσαι χορτάτος και πίνεις κιόλας! είπε αφήνοντας στο τραπέζι την παγωμένη μπίρα.
– Την δικαιοσύνην, τέκνον μου, εννοούσε ο Ύψιστος. έπεφτε στην παγίδα του ταβερνιάρη ο παπά-Σάββας και συνέχιζε να εξηγεί: Ότι αυτοί χορτασθήσονται. Εκείνοι δηλαδή που διψούν και πεινούν για την επικράτηση του θελήματος του Θεού. έκλεινε το κήρυγμα μ’ ένα “μεγάλη η χάρη του”, και συνέχιζε να γλείφει ότι είχε απομείνει απ’ τα παϊδάκια κι έπειτα τα δάχτυλά του, για να μπορέσει να κάνει τον σταυρό του και να βάλει την μπίρα στο ποτήρι.
Κάθε καλοκαίρι λοιπόν, έλεγε πως ήθελε ν’ αδυνατίσει, για να βγαίνει άνετα με το μαγιό του στην παραλία. Είχε προσέξει πώς τους κοιτούσαν οι λουόμενοι, αυτόν και την παπαδιά, όταν πήγαιναν στην θάλασσα, επειδή ήταν και οι δύο παχύσαρκοι. Πίσω απ’ την πλάτη τους, σχολίαζαν το γεγονός ότι η γυναίκα του, η Θεοφανία, ήταν μεγαλύτερή του. Αναρωτιόντουσαν δε, πώς γέννησε σε τέτοια ηλικία. Ο παπά-Σάββας καταλάβαινε ότι την στεναχωρούσαν αυτά τα λόγια, μα περισσότερο το βάρος της. Έτσι έβρισκε σαν δικαιολογία, πως ήθελε να της συμπαρασταθεί, για να μην νιώθει άβολα, που της είχαν μείνει τα περιττά κιλά της εγκυμοσύνης. Κατά βάθος μάλλον δεν ήθελε να ξεκινήσει διατροφή.
Κόντευε το Πάσχα. Αρκετοί είναι οι πιστοί που νηστεύουν για 40 μέρες. Οι περισσότεροι όμως, τηρούν το έθιμο μόνο κατά την διάρκεια της Μ. Εβδομάδας. Ο παπά-Σάββας δεν μπορούσε ούτε αυτό να κάνει. Έκοβε βόλτες γύρω απ’ την ταβέρνα, προσπαθώντας να βρει ένα λόγο για να καθίσει. Ο Πάνος που τον είδε, τον φώναξε στο τραπέζι του. Άρπαξε λοιπόν την ευκαιρία και παρήγγειλε τα παϊδάκια του, με περισσή λαχτάρα.
Κάτι παράξενο συνέβαινε όμως. Αντί να ευωδιάζει ο αέρας ψητό κρέας, μύριζε πολύ άσχημα. Εκτός αυτού, ακούγονταν βελάσματα από μακριά, που η μουσική απ’ τα ηχεία του μαγαζιού, δεν μπορούσε να τα καλύψει.
– Τί βρωμάει έτσι τέκνο μου και από πού έρχονται τα βελάσματα; Μεταφέρθηκε καμιά στάνη κοντά μας; αναρωτήθηκε ο πάτερ.
– Να, από ‘κείνη την νταλίκα. του απάντησε ο ταβερνιάρης, δείχνοντας με τα μάτια, αφού κρατούσε έναν γεμάτο δίσκο στα χέρια του.
Γύρισε το κεφάλι και είδε ένα τεράστιο φορτηγό, με τέσσερα πατώματα, που είχε κολλήσει στην κίνηση. Ήταν φορτωμένο με αρνάκια και κατσικάκια. Φαίνονταν μόνο τα λεπτά ποδαράκια τους που έτρεμαν.
Ο παπά-Σάββας σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και όσο πλησίαζε προς το φορτηγό, η μυρωδιά γινόταν ανυπόφορη. Ακαθαρσίες έπεφταν στον δρόμο. Τα ζωντανά δεν είχαν χώρο για να κάνουν ούτε ένα βήμα. Σφίχτηκε η καρδιά του. Σκέφτηκε πως πριν λίγο έτρεχαν ανυποψίαστα στο γρασίδι, δίπλα στην μαμά τους και τώρα ήταν φυλακισμένα. Και το χειρότερο, καταδικασμένα. Θα τα κρεμούσαν σ’ ένα τσιγκέλι σφαγμένα και μετά θα τα σέρβιραν μαγειρεμένα σε κάποιο τραπέζι.
Εκείνη την στιγμή, ένα μικρό άσπρο αρνάκι, χώρεσε κάτω απ’ το κάγκελο και πήδηξε στην αγκαλιά του. Το κοίταξε στα μάτια και του φάνηκαν δακρυσμένα. “Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείραντος αυτόν άφωνος”. είπε ο παπά-Σάββας και ένιωσε την καρδούλα του ζώου να χτυπάει σαν τρελή, καθώς το έσφιξε πάνω του.
Το φορτηγό ξεκίνησε, δίχως ο οδηγός να καταλάβει ότι κάτι έλειπε απ’ το φορτίο. Πίσω στην ταβέρνα, ο Πάνος αναρωτιόταν πού είν’ ο παπάς. Τα παϊδάκια του ήταν έτοιμα κι αυτός είχε εξαφανιστεί. Ο παπά-Σάββας, χαρούμενος που κατάφερε να σώσει έστω και ένα ζώο απ’ την σφαγή, είχε ήδη φτάσει στο σπίτι του και φρόντιζε το αρνάκι.
Την επομένη, πέρασε απ’ την ταβέρνα και πλήρωσε τα παϊδάκια που είχε παραγγείλει το προηγούμενο βράδυ, αλλά τελικά δεν έφαγε ποτέ και δεν ξαναπήγε. Ο ταβερνιάρης παραξενεύτηκε, αλλά εκείνη που εξεπλάγην ακόμη περισσότερο, ήταν η κόρη του, όταν είδε τον παπά-Σάββα λαχανιασμένο στο γραφείο της, στον τρίτο όροφο. Από κείνη την ημέρα, έβγαλε το κρέας απ’ τη διατροφή του και σιγά σιγά, με τη βοήθεια της Ζαχαρούλας, κατάφερε να χάσει τα κιλά που επιθυμούσε.
