Ξύπνησε απότομα, σαν να είχε κάνει βουτιά στη θάλασσα και έβγαινε ξανά στην επιφάνεια, για να πάρει οξυγόνο. Το σουδάριο που φορούσε, δεν του επέτρεπε ν’ ανασάνει με ευκολία, γιατί του κάλυπτε το στόμα.
Ήταν τυλιγμένος με γάζες, σαν να ‘χε σπάσει όλο του το κορμί και δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια. Δεν πονούσε όμως. Εκείνη την στιγμή πανικοβλήθηκε και άρχισε να ιδρώνει. “Πότε ήπια τελευταία φορά νερό; Έφαγα;”, αναρωτήθηκε, μα δεν κατάφερε να θυμηθεί. Σαν απάντηση, η κοιλιά του γουργούρισε απ’ την πείνα.
Σιγά σιγά οι επίδεσμοι χαλάρωσαν. Έφταιγε το γεγονός ότι είχε αδυνατίσει, τις τελευταίες μέρες. Βρήκε μια οπή και έβγαλε έξω τον αριστερό δείκτη. Μετά ολόκληρο το χέρι. Έπειτα και το δεξί. Τέλος, κατάφερε να ελευθερωθεί και με δυσκολία να σηκωθεί όρθιος. Τσαλάκωσε το λευκό μαντήλι που φορούσε στο κεφάλι και το πέταξε στο χώμα.
Περπάτησε μερικά μέτρα μουδιασμένος. Κοίταξε πίσω του. Στην καμάρα πάνω απ’ την καγκελόπορτα, απ’ την οποία μόλις πέρασε, έγραφε με χρυσά γράμματα: “Κοιμητήριον, η Ανάστασις του Λαζάρου”. Του φάνηκε ειρωνικό. Επιτάχυνε το βήμα του φοβισμένος. Έφτασε μισόγυμνος στο σπίτι.
Οι αδελφές του στην αρχή τρόμαξαν, όταν άνοιξαν την πόρτα και στεκόταν εκεί αχτένιστος. Έκαναν λες και αντίκρισαν φάντασμα. Ή μήπως όντως έβλεπαν; Αφού τον άγγιξαν, για να βεβαιωθούν πως έπιαναν άνθρωπο, με σάρκα και οστά, του έφεραν καθαρά ρούχα και τον έσφιξαν στην αγκαλιά τους, γελώντας ευτυχισμένες. Ξέχασαν εντελώς πως πριν τέσσερις μέρες, τον είχαν ξεγράψει και έκλαιγαν απαρηγόρητες, την ώρα που τον σαβάνωναν. Κι ας μύριζε τώρα λιβάνι, ήταν ζωντανός και μόνο αυτό τις ένοιαζε. Ούτε το πώς, ούτε το γιατί.
Ο Λάζαρος δεν γελούσε. Ένιωθε φυσικά γαλήνη και συγκίνηση που βρισκόταν πάλι πίσω, στη θαλπωρή του σπιτιού τους, αλλά το πρόσωπό του παρέμενε σκυθρωπό.
Ενώ εκείνος έτρωγε, το νέο της επιστροφής του μαθεύτηκε αστραπιαία. Πέρασε πολύς κόσμος απ’ το φτωχικό τους, για να τον δουν ιδίοις όμμασι. Ο Λάζαρος είχε πάντα την ίδια έκφραση. Αγέλαστος και σκεφτικός.
Τον ρωτούσαν ξανά και ξανά:
– Μα πώς έγινε αυτό; Πώς γύρισες πίσω; Αφού σε είδαμε κρεμασμένο στην ελιά.
– Πράγματι, αποφάσισα να φύγω απ’ τη γη. Εκεί που πήγα, έγινα απλά ένα θύμα, χωρίς καμιά ελεύθερη βούληση. Δεν επέλεξα εγώ να γυρίσω. Εν αγνοία μου επέστρεψα απ’ τον τόπο αναψυχής όπου βρισκόμουν. έλεγε σ’ όλους. Σ’ εμένα έλαχε ο κλήρος.
– Δηλαδή; απορούσαν. Τί σου συνέβη εκεί που πήγες; Δεν σου άρεσε και προτίμησες να γυρίσεις πίσω;
– Δεν με ρώτησε κανείς τί θέλω. Κοιμόμουν κουρασμένος σ’ ένα υπέροχο αρχοντικό, που το είχε ένας γέρος. Ξαφνικά άκουσα κάποιον να με φωνάζει με τ’ όνομά μου: “Λάζαρε, δεύρο έξω!”. Άνοιξα τα μάτια μου και θαμπώθηκα απ’ τον τόπο αυτόν τον φωτεινό. Σηκώθηκα και κρυφοκοίταξα απ’ το παραθυράκι, που ήταν δίπλα απ’ τη μία εξώπορτα. Είδα καταπράσινα λιβάδια, μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά μου. Κανείς άλλος δεν υπήρχε. Έπειτα έσκυψα, όλο περιέργεια, στο άλλο παραθυράκι, της δεύτερης εξώπορτας, ακριβώς απέναντι απ’ την πρώτη, μήπως και δω επιτέλους αυτόν που με φώναζε, αλλά εκεί αντίκρισα μόνο θάλασσα, μέχρι τον ορίζοντα. Κόντευα να πιστέψω πώς ήταν της φαντασίας μου η φωνή, όταν την ξανάκουσα να με καλεί για δεύτερη φορά: “Λάζαρε, δεύρο έξω!” Ο γέρος – οικοδεσπότης, έλυσε το μυστήριο, λέγοντάς μου πως ήταν ο γιός του και ήθελε την βοήθειά μου. Με παρακίνησε να πάω. Για να λέμε και την αλήθεια όμως, με άφησε να επιλέξω από ποια απ’ τις δυο πόρτες ήθελα να βγω. Διάλεξα εκείνη που οδηγούσε στην θάλασσα. Έτσι ξύπνησα ξέπνοος, πριν προλάβω να δω τον γιο του, γιατί ένιωσα ότι πνιγόμουν. Αφού λευτερώθηκα απ’ τα φασκιά, πήρα το δρόμο και περπάτησα ως εδώ.
– Τι άλλο είδες εκεί που ήσουν;
– Αλήθεια, δεν θυμάμαι και πολλά. Μέχρι να φτάσω πάντως στο αρχοντικό, είχε μόνο σκοτάδι. Πίσσα. Όχι σαν τη νύχτα εδώ στη γη, χωρίς αστέρια. Μαύρο ήταν κι αυτό, αλλά διαφορετικό απ’ το χρώμα τ’ ουρανού το βράδυ, που περιμένει υπομονετικά για να ξημερώσει. Ήταν τόσο πηχτό, ίσως γιατί δεν είχε την ελπίδα ότι θ’ ανατείλει ο ήλιος την επόμενη μέρα για να το ζεστάνει, σκέφτηκα με το φτωχό μου το μυαλό. Μετά, όλα ωραία ήταν και ήσυχα. Ο ύπνος γαλήνιος και τα φαγητά πάντα νόστιμα. Ανέμελοι όλοι οι άνθρωποι, λιγάκι σαν χαμένοι, έκαναν τα ίδια πράγματα κάθε μέρα απ’ το ξημέρωμα, δίχως να βραδιάζει. Τις ίδιες δουλειές, ντυμένοι με τα ίδια ρούχα. Λύπη δεν υπήρχε, ούτε στεναγμός. Μόνο γέλια. Όλος ο πόνος κι οι καημοί είναι εδώ, στη γη. Να το ξέρετε και να θυμάστε ότι σας το ‘πε ο Λάζαρος.
– Ε, τότε γιατί γύρισες; Γιατί δεν έμενες για πάντα στον άλλον κόσμο; ρωτούσαν οι αφελείς, σχεδόν κοροϊδεύοντάς τον.
– Γι’ αυτά ακριβώς που σας είπα! Κατ’ αρχάς γιατί κάποιοι άλλοι σχεδίασαν τον γυρισμό μου κι έπειτα γι’ αυτά τα ίδια συνεχώς, που καταλήγουν ανιαρά. Γι’ αυτήν την ατέλειωτη μέρα, δίχως νύχτα, την στασιμότητα που τελικά την συνηθίζεις. Γι’ αυτούς τους αξιολύπητους ανθρώπους, χωρίς αναμνήσεις. Τι ωφελεί μια τέτοια ζωή επίπεδη, όσο πλούσια κι αν είναι; Ενώ στη γη, όλα αλλάζουν. Τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Το δάκρυ, γίνεται μια μέρα γέλιο και αντίστροφα. Το μεροκάματο που ‘ναι βγαλμένο με τον ιδρώτα σου, δεν συγκρίνεται με το πιο πλούσιο φαΐ του άλλου κόσμου.
Έφευγαν απ’ το φτωχικό του οι άνθρωποι και έρχονταν άλλοι. Τα ίδια ρωτούσαν, τα ίδια απαντούσε, μα ο καθένας έβγαζε διαφορετικό συμπέρασμα. Ποιος όμως καταλάβαινε την αλήθεια; Ίσως τελικά και ο Λάζαρος να είχε κάνει λάθος. Ίσως και να μην άξιζε, αυτή την δεύτερη ευκαιρία που του δόθηκε.
Από κείνη την ημέρα και για τα υπόλοιπα τριάντα χρόνια που έζησε ακόμη, δεν ξαναγέλασε ποτέ, γιατί δεν κατάφερε να πείσει τους γύρω του ότι ο παράδεισος και η κόλαση, βρίσκονταν στη γη και πως αυτά που τους σκότωναν, ήταν η συνήθεια και η ανία.
