Μα πραγματικά ήταν άξιο απορίας, πού τα έβρισκε τόσα ψέματα και τα αράδιαζε. Όσο ήταν μικρός, οι γονείς του πίστευαν ότι το παιδί τους είχε απλά υπέρμετρη φαντασία. Όσο μεγάλωνε όμως και μαζί του πλήθαιναν και τα ψέματα, κατάλαβαν πως κάτι δεν πάει καλά. Εν αγνοία τους ανέθρεψαν, έναν παθολογικό ψεύτη.
Δεν ήταν τυχαίο ότι οι συγχωριανοί τηλεφωνούσαν στο σπίτι του, την ημέρα της Πρωταπριλιάς, για να του ευχηθούν χρόνια πολλά, αφού πραγματικά πίστευαν ότι γιόρταζε. Και κείνος, το ευχαριστιόταν τόσο. Τον είχαν συνηθίσει. Τους έλεγε καλημέρα, και έτρεχαν να κοιτάξουν έξω απ’ το παράθυρο, για να βεβαιωθούν ότι δεν ήταν νύχτα. Τέτοιος μεγάλος ψεύτης υπήρξε.
Όταν πήγαινε στην πρώτη δημοτικού και η δασκάλα διάβαζε τα ονόματα των παιδιών, στην τάξη για να τα γνωρίσει, εκείνος σχεδιάζει το πρώτο του ψέμα. Φτάνοντας στο “Τ”, φώναξε το δικό του όνομα:
– Τσέχος Παύλος.
– Παρών. είπε το παιδί.
– Περίεργο επίθετο έχεις Παύλε.
– Ναι κυρία. Το ξέρω. Κανονικά είναι Τσέχωφ, γιατί ο μπαμπάς μου γεννήθηκε στην Ρωσία και είναι μακρινός συγγενής του Αντόν Τσέχωφ, του συγγραφέα, ξέρετε. Εδώ στην Ελλάδα όμως, του το άλλαξαν απ’ την αστυνομία και το έκαναν Τσέχος, γιατί δεν τους αρέσουν οι ρωσικές καταλήξεις.
– Αλήθεια Παύλε; θαύμασε η κυρία. Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. και το σημείωσε με κόκκινο στυλό, για να ρωτήσει στο διάλειμμα τους συναδέλφους της, αν ήταν αλήθεια.
Στους φίλους του ο Παύλος έλεγε απίστευτες ιστορίες, όπως ότι μια νύχτα που βρέθηκε στο δάσος, του επιτέθηκε μια αρκούδα. Είχε κάτι γρατζουνιές στο πόδι απ’ την γάτα τους και έλεγε πως προήλθαν απ’ την πάλη με το άγριο ζώο. Τα άλλα παιδιά, τον κοιτούσαν με το στόμα ανοιχτό.
Όταν πήγε στον στρατό για να υπηρετήσει την πατρίδα, συνέχισε να παραμυθιάζει τους άλλους φαντάρους αλλά και τους ανώτερούς του.
– Τσέχος Παύλος, παρουσιάσου! διέταξε ο λοχαγός στην πρωινή αναφορά και ο Παύλος έφυγε απ’ την σειρά του και στάθηκε προσοχή, μπροστά σε άλλους ογδόντα φαντάρους.
– Ευπειθώς αναφέρω Τσέχος Παύλος του Δημητρίου. Παρουσιάζομαι στην πρωινή αναφορά του λόχου, γιατί άργησα το πρωί να μπω στο στρατόπεδο.
– Και γιατί άργησες, Τσέχο παιδί μου;
– Κοιμόμουν κύριε λοχαγέ!
– Δεν έχεις ξυπνητήρι στο σπίτι σου, Τσέχο;
– Έχω κύριε λοχαγέ!
– Αλλά τι έγινε; Δεν χτύπησε ή δεν το άκουσες;
– Δεν κοιμήθηκα στο σπίτι μου, κύριε λοχαγέ. αλλά σε μία θεία μου και δεν με ξύπνησε.
– Ε, τότε δεν φταις εσύ, Τσέχο παιδί μου! Αδίκως σε κατηγορούμε! Την θεία σου πρέπει να φέρεις εδώ, για να την τιμωρήσουμε, που δεν έχει ξυπνητήρι! είπε ο διοικητής και όλη η διμοιρία ξέσπασε σε γέλια. Να βγεις και στην αναφορά τάγματος. συμπλήρωσε και του κόπηκαν τα πόδια του Παύλου. Εκεί στάθηκε τυχερός, αφού κατάφερε να συγκινήσει τον διοικητή και να γλιτώσει την “καμπάνα”.
Τα πιο απροκάλυπτα όμως ψέματα, τα έλεγε στις κοπέλες που είχε κατά καιρούς. Δεν άντεχαν φυσικά για μεγάλο χρονικό διάστημα να τον ακούνε. Πολύ νωρίς, καταλάβαιναν ότι τις κοροϊδεύει και τον παρατούσαν. Δεν τον ένοιαζε βέβαια καθόλου. Αμέσως έβρισκε το επόμενο θύμα.
Όταν απολύθηκε απ’ τον στρατό, αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό του. Δεν μπορούσε όμως να χωρίσει με το κορίτσι που είχε τότε κι έτσι της είπε ψέματα ότι είχε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και ότι έπρεπε να πάει στην Αθήνα, για να κάνει εξετάσεις και να χειρουργηθεί. Μετά θα ξαναγύριζε, πράγμα όμως που δεν έγινε ποτέ, προκαλώντας της μεγάλο πρόβλημα.
Εκεί, στον τόπο του, έπιασε δουλειά. Για την ακρίβεια, άλλαξε πολλές δουλειές, μέχρι να βρει την κατάλληλη. Αυτή δηλαδή, απ’ την οποία δεν θα μπορούσε να τον διώξει κανένα αφεντικό, επειδή δεν έλεγε την αλήθεια.
Ο Παύλος, παρατηρώντας τί συμβαίνει στην κοινωνία γύρω του, κατάλαβε πλέον ότι μ’ αυτό του το χάρισμα, τα ψέματα δηλαδή, θα έφτανε ψηλά. Έτσι έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος. Χρησιμοποίησε τις ικανότητές του στην προεκλογική καμπάνια. Με τα πιο ευφάνταστα ψέματα, έπεισε πολύ κόσμο για να τον ψηφίσει. Μιλούσε για δήθεν γνωριμίες που είχε στο εξωτερικό, οι οποίες θα τους χρηματοδοτούσαν και θα τους βοηθούσαν να ζήσουν καλύτερα και για μεγάλα έργα που σχεδίαζε να υλοποιήσει, για το καλό του τόπου.
Αφού εκλέχτηκε και ανέλαβε τα καθήκοντά του, σιγά-σιγά οι πολίτες άρχισαν να ζητούν αποδείξεις για τις υποσχέσεις του. Άρχισαν να τον αμφισβητούν, καθώς οι ψεύτικες ιστορίες του, κατέρρεαν μία μία.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Βρήκαν την ευκαιρία, αλλά και αποδείξεις και τον μήνυσαν για απάτη. Τον έσυραν στα δικαστήρια, για τα έργα που ποτέ δεν ολοκλήρωσε και για όλες τις ψευτιές του.
Οι γονείς του, που ήταν πια μεγάλοι σε ηλικία, στεναχωρήθηκαν πολύ για τον γιο τους. Τους φαινόταν πολύ περίεργο και ανησυχητικό το γεγονός ότι δεν ήθελε συνήγορο, για να τον εκπροσωπήσει.
– Μήπως τί περισσότερα θα κάνει ο δικηγόρος; Ξέρω κι εγώ να λέω ψέματα! τους είπε θρασύτατα ο Παύλος.
– Παιδί μου, αυτά σε φέρανε σ’ αυτή την θέση!
– Ε, και αυτά θα με σώσουν! είπε ο Τσέχος γελώντας.
– Αν είναι πάντως οικονομικό το θέμα, μπορούμε εμείς να σε βοηθήσουμε.
– Όχι πατέρα, μην ανησυχείς! Δεν χρειάζομαι χρήματα!
– Μα θα σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί και θα σε στείλουν στην φυλακή! Δεν το καταλαβαίνεις; Είσαι σε πολύ δύσκολη θέση. του απάντησε ο πατέρας αγανακτισμένος.
– Καταλαβαίνω ότι “κάτι” έχουν στα χέρια τους. Αυτό που δεν ξέρουν όμως αυτοί, είναι ότι ο καλός ο ψεύτης, στα δύσκολα φαίνεται! απάντησε ο Παύλος, γεμάτος σιγουριά και αγκάλιασε τον πατέρα του.
