Έπειτα από πολλά χρόνια που ζούσε στην Αφρική και αφού είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία, η μοίρα τού έγραφε να γυρίσει στην Ελλάδα. Πίσω στον τόπο που μεγάλωσε, δεν βρήκε όλους τους συγγενείς και τους γνωστούς. Δεν του έκανε όμως εντύπωση, γιατί έτσι κι αλλιώς το περίμενε κάτι τέτοιο. Όσα χρόνια βρισκόταν στο εξωτερικό, μάθαινε τα νέα του χωριού, ευχάριστα και δυσάρεστα, απ’ τον ανιψιό του.
Αυτό που τον χαροποίησε ιδιαίτερα, ήταν το γεγονός ότι συνάντησε τον κολλητό του φίλο απ’ το σχολείο.
– Καλώς τον “τίγρη”! αναφώνησε ο Παντελής μόλις τον είδε από μακριά να έρχεται κουτσαίνοντας. Καλώς όρισες στα πάτρια εδάφη! συνέχισε και άνοιξε διάπλατα τα χέρια του.
– Α ρε Παντέλω! Ίδιος έμεινες! Δεν άλλαξες καθόλου! είπε ο φίλος του και χώθηκε στην αγκαλιά του συγκινημένος.
– Τώρα, καλό είναι αυτό ή κακό; αναρωτήθηκε ο Παντελής.
– Εγώ πάντως, για καλό το είπα!
– Το ξέρω ρε “τίγρη”, το ξέρω!
Κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι του καφενείου, κάτω απ’ την παχιά σκιά του πλατάνου. Παρήγγειλαν τα τσιπουράκια τους και αναπολούσαν τα μαθητικά χρόνια και τις σκανταλιές που έκαναν σαν παιδιά.
Ένα – ένα επανήλθαν στην μνήμη τους τα ονόματα των συμμαθητών και των αγαπημένων δασκάλων, που κάποτε τους συμπάθησαν, με κάποια νοσταλγία. Θυμήθηκαν ακόμη και τους πιο αυστηρούς καθηγητές, που τους τιμωρούσαν, χτυπώντας τους στα χέρια με τη βέργα ή με τον χάρακα, με ανάμεικτα συναισθήματα. Ο χρόνος που πέρασε από πάνω τους, έκανε τις αναμνήσεις αυτές θολές και γλυκόπικρες.
– Θυμάσαι ρε “τίγρη”, τον Στελάρα το “θηρίο”; τον ρώτησε ο Παντελής.
– Ε βέβαια! Ξεχνιέται! 1.90 ύψος και 100 κιλά. Αυτός δεν ήταν που πάτησε ένα ποντίκι που είχε μπει μες στην τάξη και το ‘λιωσε; Έκλαιγαν όλα τα κορίτσια σε κάθε διάλειμμα! Είχαν κάνει, βλέπεις, τον τάφο του ποντικού στην αυλή του σχολείου και όποτε βγαίναμε έξω απ’ την αίθουσα, εμείς τ’ αγόρια παίζαμε μπάλα κι αυτές έριχναν μαύρο δάκρυ πάνω απ’ το νεκρό τρωκτικό!
– Α να γεια σου! Αυτός! Αρρώστησε ο κακομοίρης τον περασμένο μήνα. Την βγάζει δεν την βγάζει τη χρονιά. τον πληροφόρησε στεναχωρημένος ο Παντελής.
– Κρίμα τέτοιο παλικάρι! Αυτό ήταν της μοίρας του το γραφτό. είπε και κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Ο Ορέστης ο “τσοπάνος”, πού βρίσκεται; Τον βλέπεις καθόλου; ρώτησε για να ελαφρύνει την κουβέντα.
– Ααα καλά, δεν τα ‘μαθες; Κλέφτηκε με την Ελενίτσα του Βλάχου. Τώωωρα! Έχει δυο χρόνια! Χώρισε απ’ την γυναίκα του, την Μαρία την “μυλωνού”, ξέρεις εκείνη που ερχόταν στο σχολείο καβάλα στον γάιδαρο και έφυγε με την γκόμενα. Πάει να σκάσει ο πατέρας της απ’ την ντροπή! Δεν βγαίνει απ’ το σπίτι του. Μα καλά δεν στα ‘πε ο ανιψιός σου; απόρησε ο Παντελής.
– Ναι, κάτι μου είπε, αλλά αυτός είναι μικρός σε ηλικία και δεν τους ξέρει με τα παρατσούκλια, όπως εσύ, για να μου δώσει να καταλάβω για ποιους λέει! Μου αραδιάζει επίθετα, μα εγώ δεν τους γνωρίζω έτσι.
– Σωστά! είπε ο Παντελής. Οι νέοι δεν τα κρατάνε αυτά!
– Η Κικίτσα η “φωνάρα” τί κάνει; ξαναρώτησε ο “τίγρης”.
– Ασ’ την αυτή! Ψωνίστηκε! Πήγε στην πρωτεύουσα κι έγινε τραγουδιάρα! Ούτε πατάει το ποδάρι της εδώ! παραπονέθηκε ο Παντελής, που κάποτε την αγαπούσε, μα δεν της το ‘χε πει ποτέ.
– Καλά δεν παντρεύτηκε τον Σωτήρη τον “όμορφο”; Απ’ το σχολείο τραβιόντουσαν. του θύμισε ο “τίγρης”.
– Μπα! Περσινά ξινά σταφύλια! Μεγάλωσε η Κικίτσα, ξύπνησε, είδε πώς ήταν και τον χώρισε! έκανε χαιρέκακα ο Παντελής.
– Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω γιατί τον λέγαμε “όμορφο”, αφού ποτέ δεν ήταν. συμπλήρωσε ο “τίγρης”, δείχνοντας έτσι την στήριξή του στον φίλο του.
– Όντως! Δίκιο έχεις. συμφώνησε. Ούτε και σένα όμως θυμάμαι γιατί σε βγάλαμε “τίγρη”. απάντησε ο Παντελής.
Εκείνος έμεινε για λίγο σκεπτικός. Μετά σήκωσε σιγά σιγά το μπατζάκι του παντελονιού του και φάνηκε το τεχνητό του μέλος, το οποίο ξεκινούσε απ’ το γόνατο.
– Ναι ρε φίλε, σε είδα που κούτσαινες πιο πριν και ήθελα να σε ρωτήσω τί έπαθες, μα δεν πρόκαμα. συμπλήρωσε ο Παντελής.
– Θα σου πω. Έχει σχέση με το παρατσούκλι.
– Τί; Το πόδι σου, με το “τίγρη”; Έλα Χριστέ και Παναγιά! απόρησε κι έκανε τον σταυρό του.
– Αμέ! Άκου! Ήμασταν για ψάρεμα, στον ποταμό Κονγκό. Με είχαν προειδοποιήσει οι άνθρωποι εκεί, ότι έπρεπε να προσέχω τους κροκόδειλους. Καθόμουν μέσα στην βάρκα, με άλλους δυο ντόπιους. Μετά από ώρα και αφού δεν είχαμε πιάσει και τίποτα σπουδαίο, βαρέθηκα και σηκώθηκα όρθιος για να τεντωθώ και να ξεμουδιάσω. Μ’ ένα ξαφνικό τράνταγμα της βάρκας, που μετά κατάλαβα ότι προήλθε από ένα ψάρι 50 κιλών, βρέθηκα στο νερό. Δίπλα μου είδα μια σκιά να κολυμπάει. Κοίταξα τους φίλους μου και στα πρόσωπά τους είδα ζωγραφισμένο τον τρόμο. Μέχρι να με ανεβάσουν ξανά πάνω στην βάρκα, το ψάρι τίγρης, όπως μου είπαν αργότερα ότι λέγεται αυτό το τέρας, με είχε αρπάξει απ’ το πόδι. Με κρατούσαν αυτοί απ’ τα χέρια, τραβούσε κι αυτό προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μέχρι που μου το ‘κοψε και εξαφανίστηκε. Εγώ λιποθύμησα. Ξύπνησα στο νοσοκομείο μετά από τρεις μέρες που ήμουν σε κώμα.
– Έλα ρε συ! Τί λες τώρα; Τί ζημιά έπαθες! Καλά υπάρχει τέτοιο ψάρι; Πρώτη φορά το ακούω!
– Και βέβαια. Ιδού η τρανή απόδειξη της ύπαρξής του. και έδειξε άλλη μια φορά το τεχνητό του μέλος. Βλέπεις τί παιχνίδια παίζει η μοίρα; Αυτή ήξερε από νωρίς το γραμμένο μου, γι’ αυτό με βγάλατε “τίγρη”. Τώρα το ‘μαθα κι εγώ! είπε γελώντας ειρωνικά, ενώ ο Παντελής τον κοιτούσε ακόμη έκπληκτος.
