Κάθισε στο τραπέζι που παλιά συνήθιζαν να πίνουν τον καφέ τους μαζί. Παρήγγειλε ένα cappuccino. Έβγαλε απ’ την τσάντα τα τσιγάρα και το ημερολόγιό της. Σημείωσε κάποια πράγματα για ν’ αγοράσει αργότερα απ’ το σούπερ μάρκετ. Η καθημερινότητα, δυστυχώς, δεν είχε σταματήσει. Έπειτα έγραψε μια σκέψη, που της είχε καρφωθεί εδώ και λίγη ώρα στο μυαλό και που αν δεν το ‘κανε τώρα, στο τέλος θα την ξεχνούσε, όπως τόσες άλλες.

Με το στυλό ξεκίνησε να ζωγραφίζει δύο καραβάκια με φουσκωμένα πανιά. Αφηρημένη, έγραψε πάνω στο ένα “θέλω” και στο άλλο “μπορώ”. Από κάτω σχεδίασε τα κύματα της θάλασσας αφρισμένα.
“Αν ήταν δύο τραίνα θα μπορούσαν να ‘χαν συγκρουστεί, αν έτρεχαν πάνω στην ίδια ράγα. Ίσως να είχαν μπερδευτεί τα εύφλεκτα φορτία τους και να ‘χαν πάρει φωτιά, γιατί τα “θέλω” μας, καίνε.” σκέφτηκε, επηρεασμένη απ’ το έγκλημα στα Τέμπη. “Αλλά δεν είναι.” συνέχισε το συλλογισμό της “Είναι καραβάκια που δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ στον απέραντο ωκεανό, ούτε σε κλειστές και προστατευμένες θάλασσες.”
Γιατί άραγε δεν είχε σχεδιάσει δύο αεροπλάνα, να επιχειρούν επικίνδυνους ελιγμούς ή δύο αυτοκίνητα, να κάνουν αγώνες δρόμου; Ποιός ξέρει! Ίσως επειδή το στυλό ήταν μπλε, και θύμιζε περισσότερο την θάλασσα και λιγότερο τον ουρανό. Ίσως γιατί δεν είχε τόσο κόπο. Οι περισσότεροι εξάλλου διαλέγουν τα εύκολα. Γιατί όχι κι αυτή! Το καράβι με τα “θέλω” ήταν μεγαλύτερο και γερό, ενώ αυτό με τα “μπορώ” μικρότερο, έτοιμο να τσακιστεί. Δεν ταξίδευαν πλάι πλάι, αλλά μακριά το ένα απ’ τ’ άλλο.
Κοίταξε την ώρα στο κινητό της. Ήταν 11:30. Κατά λάθος είδε και την ημερομηνία. Τρίτη 11 Μαρτίου. Όχι. Δεν ήταν μία χαρούμενη μέρα, γιατί δεν περίμενε κανέναν πια και πονούσε. Έτσι πρέπει άλλωστε να φεύγουν οι άνθρωποι. Την ημέρα των γενεθλίων τους, για να τους θυμούνται. Πέρασαν δυο χρόνια από τότε, μα της φαινόταν σαν να ήταν ένας αιώνας. Τέτοια ώρα, κολυμπούσε στον ωκεανό της απελπισίας, δίχως σωσίβιο, με πυξίδα τον καημό, δίπλα στα καραβάκια της.
Άναψε ένα τσιγάρο και χάθηκε στις αναμνήσεις αυτής της ώρας, αυτής της μέρας, κοιτάζοντας την ζωγραφιά. Δεν αντιλήφθηκε την κοπέλα που έφερε τον καφέ. Είχε σταθεί από πάνω της και κοιτούσε το χαρτί.
– Ωραία ζωγραφίζεις!
– Θα μπορούσαν άραγε ποτέ να συναντηθούν, μέσα στην θάλασσα; ρώτησε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της. Τα μάτια της, είχαν αρχίσει να υγραίνονται. Δεν ήθελε να την δει κανείς να κλαίει, πίσω απ’ τα μαύρα της γυαλιά.
– Μα φυσικά! είπε η νεαρή γκαρσόνα ενθουσιασμένη, λες και βρήκε την απάντηση στο ερώτημα της Σφίγγας ή στον τετραγωνισμό του κύκλου. Στο λιμάνι. είπε δύο απλές λέξεις κι έφυγε για να πάρει παραγγελία απ’ τους πελάτες που την φώναξαν.
