Κόντευε τα 40, όταν επιτέλους διορίστηκε σ’ ένα σχολείο στον τόπο που γεννήθηκε. Απ’ τα 18 του έλειπε για σπουδές και είχε σχεδόν ξεχάσει την ομορφιά του νησιού.
Όταν επέστρεψε, είχαν αλλάξει πολλά. Χτίστηκαν κι άλλα καταλύματα, μαγαζιά έκλεισαν και άνοιξαν καινούρια. Δυο πράγματα παρέμειναν ίδια. Η θάλασσα και η τρέλα του κολλητού του. Θυμήθηκε τότε που ήταν νέοι και μαζί καμπαρντίζανε σαν γύφτικα σκεπάρνια, όταν κυκλοφορούσαν με κάποια όμορφη τουρίστρια.

Με τον Αλέκο δεν έμοιαζαν σαν χαρακτήρες. Ταίριαζαν όμως σ’ ένα πράγμα. Είχαν καταφέρει να κάνουν και οι δύο το χόμπι τους, επάγγελμα. Ο Όμηρος, που ανέκαθεν του άρεζε να διαβάζει βιβλία, έγινε φιλόλογος. Ο κολλητός του τον αποκαλούσε ποιητή, αφού είχε εκδώσει και μερικές συλλογές ποιημάτων. Ο Αλέκος απ’ την άλλη, ο οποίος από μικρός αγαπούσε την θάλασσα και δεν έφυγε ποτέ από κοντά της, έγινε ψαράς για να βγάζει τα προς το ζην.
Έτσι λοιπόν οι δυο τους, αφού η μοίρα το θέλησε και ξαναβρέθηκαν, άρχισαν να περνάνε περισσότερο χρόνο μαζί. Ένα βράδυ, βγήκαν σ’ ένα μπαρ, γεμάτο από κόσμο. Εκεί γνώρισαν δυο κορίτσια απ’ την Τσεχία, που έκαναν τις διακοπές τους στην Ελλάδα. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και έκαναν τον ίδιο συλλογισμό: “πού πάμε έτσι;” Μελαχρινοί, κοινοί, μεσογειακοί τύποι. Έπειτα γύρισαν προς τις κοπέλες: Ψηλές, ξανθές, με όμορφα μάτια. Δεν είχαν καμία ελπίδα μαζί τους. Έπρεπε λοιπόν κάπως να τις εντυπωσιάσουν. Τις κέρασαν άλλη μια βότκα και ξεκίνησαν την κουβέντα, μιλώντας λίγο και ακούγοντας περισσότερο, όπως αρέσει στις γυναίκες.
Στο τέλος της βραδιάς, ο Αλέκος πήρε την πρωτοβουλία και τις προσκάλεσε για ψάρεμα με την βάρκα του, την επόμενη μέρα. Δέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Εκείνος που δεν ήθελε καθόλου, ήταν ο Όμηρος. Βαριόταν να περιμένει με τις ώρες πάνω στην βάρκα, για να τσιμπήσουν τα ψάρια. Όταν όμως άκουσε την Eliska, έτσι έλεγαν την μία Τσέχα καλλονή, να τον παρακαλάει: “prosím Homér, please!”, λύγισε και είπε το μεγάλο ναι.
Ξεκίνησαν πρωί πρωί και δεν θα επέστρεφαν πριν βραδιάσει. Είχε φέρει ο Αλέκος σάντουιτς, αναψυκτικά και καφέδες για όλους και τους απολάμβαναν, καθώς η βάρκα έπλεε πάνω στην ήρεμη θάλασσα. Έφτασαν στο σημείο που θα έριχναν τα δίχτυα. Μαζί τους είχαν πετονιές και καλάμια. Ο καθένας θα διάλεγε ότι του άρεζε για να ψαρέψει.
Στην αρχή δεν τσιμπούσε κανένα ψάρι και τα κορίτσια απογοητεύτηκαν. Οι φόβοι του Ομήρου πως θα ήταν βαρετά, επιβεβαιώθηκαν. Ξαφνικά η πετονιά κουνήθηκε. Ο Αλέκος άρχισε γρήγορα να την μαζεύει. Μόλις εμφανίστηκε το ψάρι, βάλανε τα γέλια. Ήταν τόσο μικρό, που το λυπήθηκαν και το ξανάριξαν πίσω στο νερό.
Τότε η Eliska θυμήθηκε μία αστεία ιστορία απ’ τα παιδικά της χρόνια σχετική με το ψάρεμα και την διηγήθηκε.
– Ήταν λίγες μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα και ο μπαμπάς είχε ψαρέψει έναν τεράστιο κυπρίνο για το γιορτινό τραπέζι.
– Καλά ψάρι τρώτε τα Χριστούγεννα; Όχι γαλοπούλα; την διέκοψε ο Αλέκος.
– Όχι! Τρώμε παραδοσιακά κυπρίνο. Πώς το λέτε εσείς;
– Νομίζω γριβάδι. Το ίδιο είναι. είπε ο Όμηρος.
– Το σερβίρουμε συνήθως με πατατοσαλάτα. Το ψαρεύουμε μόνοι μας και οι κανόνες είναι πολύ αυστηροί. Όχι όπως εδώ στην Ελλάδα, που ψαρεύετε όποτε θέλετε! Η άδεια εκδίδεται για μία μόνο περιοχή και έχει συγκεκριμένη διάρκεια. Αν σε πιάσουν μετά, πληρώνεις πρόστιμο ή μπορεί και να μπεις φυλακή!
– Α, τόσο καλά! σχολίασε ο Όμηρος.
– Ήταν όμως μεγάλο το ψάρι και δεν ήξερε ο πατέρας πού να το αφήσει. Έτσι άκουσε τη συμβουλή της μαμάς μου και το έβαλε στην μπανιέρα. Η μικρότερη αδελφή μου, δεν τον είχε δει, γιατί κοιμόταν. Όταν ξύπνησε και πήγε στο μπάνιο, τρόμαξε έτσι όπως σπαρταρούσε. Είχε φύγει όλο το νερό. Άνοιξε αμέσως την βρύση, για να ξαναγεμίσει την μπανιέρα και να το σώσει από βέβαιο θάνατο. Εκείνο όμως ήταν καυτό και το γριβάδι σχεδόν έβρασε! Η καημένη στεναχωρέθηκε τόσο, που έκλαιγε μέχρι την Πρωτοχρονιά! Έτσι κι ο μπαμπάς δεν την μάλωσε!
Γέλασαν με την ιστορία της. Σαν από θαύμα τότε, τα ψάρια άρχισαν να τραβάνε την πετονιά. Επιτέλους απέκτησε το ψάρεμα λίγο ενδιαφέρον. Ακόμη και στα δίχτυα είχαν εγκλωβιστεί αρκετά. Πρώτη φορά ο Αλέκος έβλεπε τον Όμηρο να ψαρεύει με τόση ευχαρίστηση.
Η ώρα είχε περάσει και έφτασε μεσημέρι. Τα κορίτσια μετά από τον καφέ, το νερό και την Coca Cola που ήπιαν, μιας και η μέρα ήταν πολύ ζεστή, ήθελαν να πάνε στην τουαλέτα. Ο Αλέκος όμως δεν μπορούσε να βγάλει τη βάρκα στην στεριά και μετά να ξαναπάνε μέχρι εκεί που ήταν τα δίχτυα.
– Κατά το βραδάκι μόνο θα βγούμε στην παραλία, για να φάμε. είπε στα κορίτσια.
– Νe, ne! είπε η Eliska, εννοώντας όχι, όχι, αλλά δεν την κατάλαβαν. Νόμιζαν ότι συμφώνησε μαζί του.
Έτσι, αφού δεν κρατιόντουσαν άλλο, τα κορίτσια έβγαλαν τα ρούχα τους και ολόγυμνες, βούτηξαν στη θάλασσα. Οι δύο άντρες έμειναν με το στόμα ανοιχτό, στην θέα των καλλίγραμμων κορμιών. Καμώνονταν πως κοιτάνε αλλού, μήπως και τα κορίτσια ντραπούν. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Έπειτα η Eliska ζήτησε βοήθεια για ν’ ανέβουν στην βάρκα. Σκουπίστηκαν και έβαλαν ξανά τα ρούχα τους. Τα ψάρια συνέχισαν να τσιμπάνε, μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει. Τότε ξεκίνησαν για να βγουν σιγά σιγά στην παραλία.
Εκεί άναψαν φωτιά και έψησαν τα ψάρια που είχαν πιάσει. Ο Αλέκος μάζεψε ξύλα και ο Όμηρος έβαλε τσίπουρο στα ποτήρια. Πού και πού πήγαινε με τον φακό, γιατί ένα σύννεφο είχε καλύψει την πανσέληνο και είχε σκοτάδι, για να κοιτάξει αν είχε πιαστεί τίποτα στο καλάμι του. Είχε αρχίσει να του αρέσει η διαδικασία του δολώματος και της αναμονής. Δεν μπορούσε πια να το αποχωριστεί. Το είχε στήσει λίγο πιο πέρα μέσα στην άμμο και το είχε στερεώσει με πέτρες.
Από ένα μικρό τρανζιστοράκι ακούγονταν ερωτικά τραγούδια. Το τελευταίο κομμάτι ήταν “Nights in white saten”. Έπειτα οι μπαταρίες τελείωσαν και το κύμα κάλυψε τη σιωπή.
Ο Αλέκος ξαφνικά άρχισε να ψαχουλεύει τις τσέπες του. Έπειτα πήγε στην βάρκα για να ψάξει. Δεν βρήκε αυτό που ήθελε. Τα κορίτσια, ζαλισμένα απ’ το τσίπουρο, είχαν ξαπλώσει. Δεν κοιμόντουσαν. Κάτι έλεγε η μία ψιθυριστά στην άλλη και γελούσαν σιγά. Τις κοίταξε για λίγο και πήγε κοντά στον Όμηρο, που στεκόταν δίπλα στο καλάμι του.
– Έχεις χαρτί και στυλό; τον αιφνιδίασε.
– Τί τα θες τέτοια ώρα μες στο σκοτάδι;
– Άσε τις ερωτήσεις. Έχεις;
Ο Όμηρος έβαλε το χέρι του στην τσάντα, έπιασε το μπλοκάκι που είχε πάντα μαζί του, με το στυλό σκαλωμένο πάνω στο σπιράλ και του τα ‘δωσε.
Ο Αλέκος πήγε ξανά στην βάρκα και άρχισε να σημειώνει με μανία. Στα σόνια της βραδιάς, η συννεφιά διαλύθηκε. Το ολόγιομο φεγγάρι επιτέλους φώτισε την παραλία. Τότε μόνο φάνηκε ο ποιητής να ψαρεύει και ο ψαράς να γράφει ποιήματα.
