Παρασκευή, 7 Φεβρουαρίου

Κάθε βράδυ έπεφτε για ύπνο όσο πιο νωρίς μπορούσε. Όχι γιατί ήταν κουρασμένη, ή επειδή έπρεπε να ξυπνήσει νωρίς το πρωί της επομένης, αλλά γιατί ήθελε να έχει πολλές ώρες στη διάθεσή της για να κοιμηθεί και να ονειρευτεί. Έτσι θα μπορούσε να ξαναδεί, ότι έζησε κατά τη διάρκεια της ημέρας, με κάποιες μικρές διορθώσεις, όπου χρειαζόταν.

Θα σας εξηγήσω για να καταλάβετε καλύτερα. Ζούσε απ’ την αρχή, στον ύπνο της όμως, τη δική της ζωή, αλλά ελαφρώς παραλλαγμένη. Σαν να της δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία, για να κάνει διαφορετικές ή ίσως πιο σωστές επιλογές. Ή σαν να πατούσε το rewind και επενέβαινε αλλάζοντας ότι δεν της άρεζε.

Κάπως έτσι, διαπίστωνε τί θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν είχε διαλέξει το ένα ή το άλλο σενάριο. Τα όνειρα αυτά ήταν τόσο ζωντανά, που όταν ξυπνούσε, πίστευε ότι όντως τα πράγματα είχαν γίνει έτσι. Κατά κάποιο τρόπο ησύχαζε, βλέποντας πως μπορεί να ζει όπως θέλει, αφού όλα διορθώνονται στον ύπνο της.

Τα πρωινά δεν ήθελε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, γιατί μόνο όσο κοιμόταν τη νύχτα, γινόταν αυτό που πραγματικά λαχταρούσε και όλα πήγαιναν προς το καλύτερο. Αφού πλέον ήξερε ποια βήματα ν’ ακολουθήσει για να το πετύχει, αποφεύγοντας τα ίδια λάθη που έκανε κατά την διάρκεια της ημέρας, τα οποία την οδηγούσαν στο να πάνε όλα στραβά.

Όσο ήταν παιδί, αυτό που της συνέβαινε, περισσότερο την φόβιζε παρά της άρεζε, γιατί στην ουσία, δεν το καταλάβαινε. Αργότερα συνειδητοποίησε τί γινόταν στον ύπνο της και το διαχειριζόταν καλύτερα.

Αν παραδείγματος χάρη, μάλωνε με καμιά φίλη της στο σχολείο και λέγανε και μια κουβέντα παραπάνω, όπως κάνουν συνήθως τα κορίτσια, το βράδυ στ’ όνειρό της, δεν άφηνε τον καβγά τους να εξελιχθεί τόσο άσχημα κι έτσι συνέχιζαν να κάνουν παρέα.

Στο Γυμνάσιο, όταν άρχισαν τα διαγωνίσματα και αργότερα στο Λύκειο, όπου διάβαζε όλο και λιγότερο, με αποτέλεσμα να παίρνει χαμηλούς βαθμούς, ονειρευόταν ότι έγραφε άριστα. Οι καθηγητές, τής έβαζαν είκοσι και η χαρά της ήταν μεγάλη.

Έπειτα, στις πανελλαδικές εξετάσεις που έδωσε, αλλά δυστυχώς δεν πέρασε, έβλεπε ενώ κοιμόταν το βράδυ, αυτό που πραγματικά θα την έκανε ευτυχισμένη. Πως έμπαινε δηλαδή πρώτη, στην σχολή του Πανεπιστημίου που επιθυμούσε.

Την ημέρα που ο εφηβικός της έρωτας την παρακαλούσε να μείνε πέντε λεπτά ακόμη μαζί του, γιατί δεν μπορούσε να την αποχωριστεί, εκείνη δεν τον άκουσε κι έφυγε για το σπίτι της. Όχι πως είχε να κάνει κάτι σημαντικό, αλλά δεν μπορούσε να σταθεί ούτε ένα λεπτό, απ’ την στιγμή που αποφάσιζε να φύγει. Τώρα πια, που το είχε μετανιώσει, έβλεπε στον ύπνο της κάθε βράδυ, ότι δεν του χαλάει το χατίρι και του χαρίζει πέντε ακόμη λεπτά ευτυχίας.

Όταν στα είκοσί της χρόνια, δεν πάρκαρε σωστά κατά την διάρκεια της εξέτασης και γι’ αυτό το λόγο κόπηκε και δεν πήρε το δίπλωμα οδήγησης, στον ύπνο της δεν ξαναέκανε το ίδιο λάθος και περνούσε με την πρώτη.

Αργότερα, όταν ξεκίνησε να δουλεύει, το αφεντικό γκρίνιαζε, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Αυτός ο άνθρωπος δεν ευχαριστιόταν με τίποτα. Όταν εκείνη κοιμόταν όμως, στο όνειρό της, όλα άλλαζαν. Τότε μπορούσε να τον διαολοστείλει και να φύγει απ’ την δουλειά, αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού. Κάτι που κανονικά, δεν θα τολμούσε να κάνει ποτέ στον ξύπνιο της.

Καμιά φορά ονειρευόταν εκείνη την ημέρα, που ο τότε σύντροφός της γονατιστός, τής ζητούσε να τον παντρευτεί. Αν και στην πραγματικότητα απαντούσε όχι, όπως έβλεπε να κάνει και στ’ όνειρό της την νύχτα, θα είχε γλιτώσει απ’ το μετέπειτα άσχημο διαζύγιό τους.

Όλα μπορούσε να τα διορθώσει, εκτός από κείνο το τραγικό γεγονός που στοίχειωνε τη ζωή της. Αυτό βέβαια ήταν κάτι που έπρεπε να το είχε αλλάξει απ’ την αρχή, μα δεν μπορούσε. Κάθε φορά που το ονειρευόταν, ξυπνούσε τρομαγμένη. Ήταν εκείνη η νύχτα, που ο φίλος της πάρκαρε το αμάξι του έξω απ’ την κλινική και την περίμενε για να φύγουν κρυφά μαζί.

Εκείνη το είχε καταλάβει ότι ήταν μεθυσμένος, αλλά τον άφησε να οδηγήσει. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν η μόνη παρανομία που διέπρατταν. Την πρώτη στροφή την είδε. Την δεύτερη όμως όχι. Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και καρφώθηκε στα προστατευτικά κιγκλιδώματα με μεγάλη ταχύτητα. Εκείνος σκοτώθηκε ακαριαία, χωρίς να καταλάβει τίποτα. Εκείνη έχασε τα δυο της πόδια μέσα στις λαμαρίνες, βλέποντας τα πάντα, αλλά χωρίς να μπορεί να αντιδράσει.

Κάθε βράδυ, την ίδια πάντα ώρα, πετάγεται κάθιδρη απ’ τον ύπνο και βγαίνει στο μπαλκόνι. Καθισμένη στο αναπηρικό της καροτσάκι, περιμένει μάταια τον φίλο της για να τη σώσει.

Share.
Exit mobile version