Ο Κοντοόν ήταν παιδί ακόμη. Είχε βαρεθεί όμως τα ίδια και τα ίδια συνέχεια. Κάθε Χριστούγεννα, όλοι οι καλικάντζαροι κι αυτός μαζί, ετοίμαζαν τα μπογαλάκια τους και ανέβαιναν στη γη. Ήταν σίγουροι πως όλη την προηγούμενη χρονιά, είχαν πριονίσει τόσο καλά τον κορμό του δέντρου που κρατούσε την γη όρθια και τώρα πια, ήταν έτοιμη να πέσει στα κεφάλια τους και να τους πλακώσει. Γι’ αυτό εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, μήπως και γίνει τ’ όνειρό τους πραγματικότητα, που δεν ήταν άλλο, απ’ το να μείνουν πάνω στη γη για πάντα.
Κάθε φορά όμως στα Θεοφάνεια, ένιωθαν τόση απογοήτευση! Επέστρεφαν στα έγκατα της γης, για να ξαναρχίσουν να κόβουν το δέντρο με τα τσεκούρια τους, μιας και αυτό έστεκε εκεί αλώβητο. Μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα, που θα ήταν πάλι πεπεισμένοι ότι τα είχαν καταφέρει, ο κύκλος αυτός δεν τελείωνε.
Τις πρώτες χρονιές, οι αταξίες άρεζαν πολύ στον Κοντοόν. Μαζί με τους άλλους καλικάντζαρους, τρέλαιναν μ’ ένα τους σφύριγμα τα ζώα στις φάρμες κι αυτά έτρεχαν φοβισμένα γύρω γύρω απ’ τον φράχτη, μέχρι που ζαλίζονταν και έπεφταν κάτω. Γελούσαν τότε όλοι μαζί, με την καρδιά τους.
Άλλοι πάλι, άρπαζαν κρυφά τα κοφτερά τσεκούρια απ’ τους ξυλοκόπους, που θα τους βοηθούσαν να κόψουν γρηγορότερα το δέντρο της γης. Είχε πλάκα όταν μετά οι άνθρωποι τα έψαχναν και δεν μπορούσαν να τα βρουν πουθενά, σαν να είχε ανοίξει η γη και να τα είχε καταπιεί.
Αρκετές φορές έμπαιναν στους μύλους, πασαλείβονταν με αλεύρι και έτσι κάτασπροι σαν φαντάσματα όπως ήταν, τρόμαζαν τους ανθρώπους. Ω, τί ευχάριστα που περνούσαν πραγματικά!
Όταν είχαν τα κέφια τους, έκλεβαν τη μιλιά των περαστικών, για να μην μπορούν εκείνοι να συνεννοηθούν με φίλους και γνωστούς. Έπειτα οι καλικάντζαροι τους ακολουθούσαν και διασκέδαζαν με τις απελπισμένες προσπάθειες των ανθρώπων για επικοινωνία, μέχρι να τους την επιστρέψουν και όλα να γίνουν όπως πρώτα.
Για όσες μέρες ήξεραν οι άνθρωποι ότι οι καλικάντζαροι θα έμεναν στη γη, οι άντρες κρατούσαν τη φωτιά στο τζάκι αναμμένη, για να μην μπορούν να μπουν απ’ την καμινάδα.
Οι γυναίκες δεν έπλεναν και δεν άπλωναν ρούχα, αυτό το δωδεκαήμερο, γιατί οι καλικάντζαροι θα τα λέρωναν επίτηδες και μετά θα έπρεπε να τα ξαναπλύνουν.
Οι γιαγιάδες σχημάτιζαν σταυρούς έξω απ’ τα παράθυρα με το λάδι απ’ το καντήλι που έκαιγε στο εικονοστάσι και θυμιάτιζαν τα βράδια, για να τους διώξουν μακριά.
Οι γάτες τους φοβόντουσαν και τα σκυλιά τους γάβγιζαν. Κανένας άνθρωπος δεν ξεστόμιζε τα ονόματα των καλικαντζάρων, ούτε για πλάκα. Τρικλοπόδης, Πλανήταρος, Περίδρομος, Καταχανάς και πολλά άλλα. Ήταν μεγάλη γρουσουζιά, για όποιον το επιχειρούσε.
Όλοι ήξεραν τί απέγινε ο Γιώργης, που τόλμησε να φωνάξει τον Μαντρακούκο, για να τον βοηθήσει να βρει γυναίκα για να παντρευτεί. Ο καλικάντζαρος αυτός, είχε συνέχεια στο μυαλό του, πώς να τις πειράξει. Το ίδιο λοιπόν, συμβούλεψε και τον Γιώργη να κάνει με τα κορίτσια. Αυτά όμως, σε αντίθεση με τους καλικαντζάρους, που δεν μπορούσαν να τους δουν, εκείνον τον είχαν μπροστά τους και δεν κάθονταν με σταυρωμένα χέρια. Τα χαστούκια έπεφταν σαν βροχή και ο καημένος ο Γιώργης, δεν ήξερε πού να κρυφτεί. Φυσικά και δεν παντρεύτηκε ποτέ τελικά.
Οι πιο λεπτοί απ’ τους καλικαντζάρους, έβρισκαν τον τρόπο, περνώντας μέσα απ’ τις κλειδαρότρυπες και έμπαιναν στα σπίτια. Ανακατεύανε τα κουβάρια με τα νήματα μέσα απ’ τα καλάθια, που μ’ αυτά έπλεκαν οι γιαγιάδες κάλτσες και κασκόλ για τον χειμώνα, καθισμένες δίπλα στο τζάκι. Είχε τρομερή πλάκα όταν μετά εκείνες προσπαθούσαν να τα ξεμπερδέψουν.
Άλλοι καλικάντζαροι πάλι, κατέβαιναν στα κελάρια, όπου έτρωγαν τις προμήθειες που είχε μαζέψει με κόπο ο κάθε νοικοκυραίος και μεθούσαν πίνοντας το κρασί απ’ τα βαρέλια.
Όταν όμως βρίσκονταν στις κουζίνες των ανθρώπων, γινόταν το κάτι άλλο. Εκεί ξεκινούσαν το μεγάλο πάρτυ. Έγλειφαν τα γλυκά και κατουρούσαν μέσα στα φαγητά των νοικοκυρών, τα οποία είχαν φτιάξει για την επόμενη μέρα. Έτσι έμεναν όλοι οι άνθρωποι νηστικοί, αφού αναγκάζονταν να τα πετάξουν. Οι καλικάντζαροι πάλι, έσκαζαν απ’ τα γέλια.
Αν τυχόν και οι κατσαρόλες ήταν άδειες, τα καλικαντζαράκια τις βαρούσαν με τις κουτάλες τόσο δυνατά, ώστε ξυπνούσε το χωριό. Όλοι καταλάβαιναν τότε πως κάποια νοικοκυρά, δεν είχε μαγειρέψει. Έτσι οι γυναίκες, προτιμούσαν να έχουν φαγητό στο τσουκάλι κι ας το μαγάριζαν οι καλικάντζαροι, παρά να το βρουν άδειο και να γίνουν ρεζίλι.
Τις νύχτες έχυναν τα σακιά με την ζάχαρη ή το ρύζι στο πάτωμα και άφηναν τις μυτερές πατημασιές τους επάνω, για να καταλάβουν οι άνθρωποι ότι οι καλικάντζαροι πέρασαν από κει.
Έπειτα κατάκοποι, πήγαιναν για να ξεκουραστούν. Όλη την ημέρα κοιμόντουσαν κάτω από γεφύρια, και τα βράδια άρχιζαν πάλι τις σκανδαλιές.
Ο Κοντοόν τα είχε σιχαθεί όλα και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να μείνει εκεί πάνω, στο φως και να μην ξαναγυρίσει στο κέντρο της γης και στα σκοτάδια. Αλλά πώς;
Η ευκαιρία δεν άργησε να φανεί. Το ίδιο βράδυ, η αλάνθαστη μύτη του, έπιασε τη μυρωδιά απ’ τα ξεροτήγανα, που ήταν τ’ αγαπημένα του. Παράτησε τους υπόλοιπους καλικαντζάρους και την ακολούθησε.
Βρέθηκε μπροστά σ’ ένα σπίτι. Στον πρώτο όροφο, αν και ήταν πολύ αργά το βράδυ, ένα κερί έφεγγε ακόμη. Του άρεζε του Κοντοόν να βλέπει μέσα στα σπίτια των ανθρώπων, πίσω απ’ τις κουρτίνες. Ανέβηκε λοιπόν στο δέντρο της αυλής, για να κοιτάξει καλύτερα. Ένα αγόρι άνοιξε απότομα το παράθυρο.
– Επιτέλους ήρθες φίλε μου! Σε περίμενα! είπε ο Ιορδάνης.
– Εμένα; αναρωτήθηκε ο Κοντοόν. Είσαι σίγουρος;
– Μα φυσικά. είπε το παιδί. Ξέρεις πόσες φορές, ενώ έκανα βόλτα με τον μπαμπά μου στο δάσος, σ’ έψαχνα; Ήξερε ότι ήθελα πολύ να σε δω, γι’ αυτό μου έλεγε να σε φωνάζω δυνατά. Κι εγώ το ‘κανα. Μα εσύ δεν ερχόσουν!
– Αλήθεια; Δεν σ’ άκουσα ποτέ! Καταρχάς με βλέπεις; απόρησε ο καλικάντζαρος.
– Μα φυσικά! ξανάπε ο Ιορδάνης.
– Πώς γίνεται αυτό; Δεν μου ‘χει ξανατύχει.
– Δεν ξέρω, αλλά ο μπαμπάς λέει πως αν κάτι το θέλεις πολύ, αυτό συμβαίνει. Έλα, κάτσε να φας τα ξεροτήγανα, που έκανε η μαμά για σένα. και έσπρωξε το πιάτο μπροστά στον Κοντοόν.
Γύρω γύρω στους τοίχους του δωματίου, υπήρχαν κρεμασμένες ζωγραφιές καλικαντζάρων. Άλλοι ψηλοί με μεγάλα αυτιά, άλλοι κοντοί με μυτερά δόντια, άλλοι χοντροί με σουβλερή μύτη. Όλοι τους πολύχρωμοι και χαριτωμένοι. Ανάμεσά τους και ο Κοντοόν, που αναρωτιόταν πώς βρέθηκαν όλοι οι φίλοι του, αποτυπωμένοι έτσι πιστά στο χαρτί.
Αν και καμιά απορία του δεν είχε λυθεί, η κοιλιά του δεν μπορούσε να περιμένει. Αφού γουργούρισε δυνατά στη θέα των ξεροτήγανων, ο Κοντοόν υπάκουσε και άρχισε να τρώει λαίμαργα.
– Και πού ήξερε η μαμά σου ότι μ’ αρέσουν; ρώτησε μασουλώντας με θόρυβο.
– Οι μεγάλοι τα ξέρουν όλα. Ήθελε να σε καλοπιάσει. Δεν καταλαβαίνεις;
– Γιατί; ρώτησε το καλικαντζαράκι, τεντώνοντας το μυτερά αυτιά του, για ν’ ακούσει καλύτερα.
– Για να μην κάνεις ζημιές στο σπίτι μας. Το ξέρει ότι σ’ αρέσουν οι ανακατωσούρες!
– Α, έτσι ε; είπε ο Κοντοόν, δίχως να κοιτάξει τον Ιορδάνη στα μάτια, γιατί ντράπηκε για όσες αταξίες είχε κάνει. Είναι πολύ νόστιμα να της πεις. έκανε τελικά.
– Γιατί δεν της το λες εσύ; απάντησε ο Ιορδάνης. Θα χαρεί πολύ!
– Μπα! Δεν νομίζω να θέλει να με δει!
– Άσε! είπε το παιδί. Θα της μιλήσω αύριο εγώ και θα δούμε.
Ο Ιορδάνης χασμουρήθηκε.
– Νύσταξα. είπε. Αλλά εσύ μην φύγεις! Έξω χιονίζει! Θες να κοιμηθείς εδώ σήμερα; ρώτησε τον Κοντοόν.
– Ναι αμέ! είπε εκείνος και ξάπλωσε στο κρεβάτι του Ιορδάνη. Μακάρι να κοιμόμουν εδώ κάθε μέρα. Είναι ζεστά και μαλακά.
– Ωραία! Και γω θέλω. Θα το ρωτήσω κι αυτό στη μαμά αύριο. Πολύ γρήγορα τους πήρε ο ύπνος.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε παραμονή Θεοφανείων. Η καμπάνα χτυπούσε απ’ τα χαράματα. “Στις πέντε του Γενάρη, φεύγουν οι καλικάντζαροι” μονολόγησε ο Ιορδάνης μόλις άνοιξε τα μάτια του.
Αλλά ο Κοντοόν δεν πήγε πουθενά. Μόνο μέχρι την εκκλησία, μαζί με τον καινούριο φίλο του, αφού πρώτα έκρυψαν τα μυτερά αυτιά του, μέσα σ’ ένα σκούφο και φυσικά άλλαξε τα παρδαλά του ρούχα και παπούτσια κι ας ήταν μικρά.
Ήπιαν απ’ τον πρώτο αγιασμό, όπως τους είχε συμβουλέψει η μητέρα του Ιορδάνη. Έτσι ήταν σαν ο Κοντοόν να είχε κοινωνήσει. Τα δάχτυλα των ποδιών του ίσιωσαν και τα παπούτσια τώρα πια δεν τον στένευαν. Την άλλη μέρα, υπολόγιζε να βαφτιστεί στα παγωμένα νερά του ποταμού και να αλλάξουν όλα.
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, μπήκαν όλοι μαζί στην κουζίνα. Όχι για σκανταλιές, αλλά για να δείξουν στον Κοντοόν, πώς γίνονται τα ξεροτήγανα, που τόσο του άρεζαν. Νήστεψαν εκείνη την ημέρα, για να πάρουν την επομένη, απ’ τον μεγάλο αγιασμό, που γίνεται σε όλα τα νερά.
Κάπως έτσι ο Κοντοόν, έπεσε στο ποτάμι και ονομάστηκε Κωνσταντίνος. Ως εκ θαύματος τ’ αυτιά του άρχισαν σιγά σιγά να μικραίνουν. Δεν χρειαζόταν πια να τα κρύβει.
Όσο κι αν ήθελαν να τον ψάξουν λίγο ακόμα οι άλλοι καλικάντζαροι, δεν το έκαναν, γιατί δεν προλάβαιναν. Έπρεπε να φύγουν γρήγορα πάνω απ’ την γη και να επιστρέψουν στα σκοτάδια της. Δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο, μετά τον αγιασμό των υδάτων, από φόβο. Γιατί “βγήκε ο τρελόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του”, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά μεταξύ τους.
Έτσι ο Κωνσταντίνος, έμεινε στη φωτεινή πλευρά της γης. Δίπλα στον Ιορδάνη, το καλικαντζαράκι μας, δεν μπορούσε παρά να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο.
