Το ζευγάρι είχε χάσει ήδη δύο βρέφη. Το ένα δέκα ημερών και το άλλο δεκατριών. Το τρίτο μωρό γεννήθηκε λίγο πριν απ’ την αλλαγή του νέου χρόνου. Ίσως αυτό να ήταν το τυχερό. Ο πρεσβύτερος, συμβούλεψε την ανιψιά του, απ’ τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής του παιδιού:
– Να το πείτε Πολύβιο. Να είναι σημαδιακό και τυχερό.
– Κι αν φύγει κι αυτό νωρίς, θείε; ρώτησε εκείνη.
– Κουνήσου απ’ τη θέση σου, κόρη μου! είπε κι έφτυσε στον κόρφο του. Θα ξορκίσουμε το κακό με τ’ όνομα αυτό. απάντησε ο ιερέας κάνοντας τρεις στροφές γύρω απ’ τον εαυτό του, ψάχνοντας για κάτι ξύλινο, που θα μπορούσε να το χτυπήσει, έτσι για μεγαλύτερη σιγουριά.
– Καλά θείε, εσύ παπάς πράμα και πιστεύεις σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες; αναρωτήθηκε η ανιψιά.
– Σσσςς! σφύριξε σχεδόν εκείνος, βάζοντας το δείκτη του δεξιού χεριού του στα χείλη, για να την κάνει να σωπάσει, πριν την ακούσει κανείς.
Η βάπτιση του Πολύβιου έγινε πέντε μήνες μετά και πρωί πρωί, για να ‘ναι ο ιερέας νηφάλιος. Όταν έβγαλε το μωρό απ’ την κολυμπήθρα, του ‘δωσε την ευχή να ζήσει πολλά χρόνια, όπως έλεγε και τ’ όνομά του.
Το σπίτι του θείου, όπου πολύ συχνά πήγαινε ο Πολύβιος μικρός, μαζί με την μητέρα του, ήταν πάνω απ’ το καφενείο. Εκεί έβρισκες τον παπά, παρέα με τους φίλους του, να παίζουν χαρτιά, όταν δεν λειτουργούσε στην εκκλησία, που ήταν κτισμένη στην απέναντι μεριά του δρόμου.
Καμιά φορά τα μεσημέρια, ξεχνιόταν πίνοντας μαζί τους τσίπουρα. Όταν ήταν στο καφενείο, φορούσε παντελόνι και όχι ράσο. Δεν προλάβαινε όμως ν’ ανέβει στον τρίτο όροφο για ν’ αλλάξει και να ξανακατέβει για να πάει στην εκκλησία. Έτσι η παπαδιά, η θεία του Πολύβιου, που τόσα χρόνια τον είχε μάθει πια τον άντρα της, έβγαινε στο μπαλκόνι, μόλις άκουγε τον νεωκόρο να χτυπάει την καμπάνα της εκκλησίας και του πετούσε τα κατάλληλα άμφια, για να προλάβει τον εσπερινό. Εκείνος περίμενε από κάτω, τα έπιανε και πήγαινε ν’ αλλάξει μέσα στο ιερό, πίνοντας ταυτόχρονα ένα σκέτο καφέ, που του είχε φτιάξει ο νεωκόρος, για να ξεμεθύσει.
Εκτός απ’ τις συνηθισμένες δουλειές λοιπόν που κάνουν όλοι οι βοηθοί στην εκκλησία, αυτός ήταν αναγκασμένος να προσέχει και τον ιερέα. Έκρυβε την μαυροδάφνη που έφερναν οι πιστοί για να φτιάξουν την Θεία Κοινωνία, γιατί ο παπάς την έπινε και μετά έλεγε άλλα αντ’ άλλων.
Ο Πολύβιος λοιπόν, δεν απέκτησε απ’ τον θείο ξαδέρφια. Ούτε απ’ τους γονείς του αδέλφια. Αφοσιώθηκαν στο θαύμα αυτό, δηλαδή στο μοναδικό τους παιδί, που έζησε. Πρόλαβαν να τον δουν αρραβωνιασμένο με μια όμορφη και καλή κοπέλα απ’ το κατηχητικό. Το προξενιό το είχε κάνει φυσικά ο θείος. Μετά έφυγαν ήσυχοι απ’ τη ζωή, πρώτα η μητέρα του Πολύβιου και έπειτα ο πατέρας, με διαφορά τριών μηνών.
Αφού τελείωσε τις σπουδές του ο Πολύβιος, έπιασε δουλειά. Εκεί γνώρισε την Ασπασία. Δεν ήξερε πολλά πράγματα γι’ αυτήν, μιας και ήταν καινούριος στο γραφείο, παρά μόνο ότι δεν την συμπαθούσε κανείς. Ούτε και αυτή γνώριζε πως ο Πολύβιος ήταν αρραβωνιασμένος.
Την έβλεπαν όλοι σαν την αυστηρή και αντιπαθητική διευθύντρια, την οποία απ’ τη ζήλεια τους και μόνο, ήθελαν να την ρεζιλέψουν.
– Κοίτα την ξινή! Ούτε το χέρι της δεν σου ‘δωσε η χαζή, για να σε καλωσορίσει! είπε ένας συνάδελφος, καθώς κοιτούσε από μακριά, χωρίς να φανταστεί ότι υπήρχε κάποιος λόγος που το έκανε αυτό η Ασπασία.
– Έλα μωρέ, δεν πειράζει! Μην ασχολείσαι με μικροπράγματα! απάντησε ο Πολύβιος.
– Όχι ρε συ, είναι αγένεια. Μην την δικαιολογείς. Κοίτα την, μας σνομπάρει! Πάλι μόνη της θα καθίσει! Δεν μας χωνεύει, σου λέω, γι’ αυτό τα κάνει όλα αυτά! Είσαι να της βάλουμε λίγο μυαλό;
– Πώς; Τί να κάνουμε δηλαδή; ρώτησε ο Πολύβιος.
– Πες εσύ το ναι και όλα θα γίνουν στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή! Μέσα; και άπλωσε το χέρι του, για να βρει το δικό του.
Ο Πολύβιος ήθελε να γίνει αποδεκτός απ’ όλους στην δουλειά κι έτσι με μια θερμή χειραψία, δέχτηκε να συμμετέχει στην πλάκα που της ετοίμαζαν οι συνάδελφοί της, με πρωταγωνιστή τον ίδιον.
Η Ασπασία ήταν πιο μεγάλη απ’ αυτόν. Δεν ήταν χαζή όπως νόμιζαν, ούτε σνομπ, απλά λίγο περίεργη και μερικές φορές προτιμούσε τη σιωπή και την μοναξιά.
Τα χέρια της, ήταν πάντα ιδρωμένα απ’ το άγχος, γι’ αυτό απέφευγε τις χειραψίες. Όταν έγραφε, το στυλό γλιστρούσε απ’ τα δάχτυλά της. Έτσι είχε πάντα δίπλα της ένα χαρτομάντιλο, για να καλύπτει την υπερβολική εφίδρωση των χεριών. Καμιά φορά, αυτό το ελάττωμα της δημιουργούσε προβλήματα, αλλά έμαθε μεγαλώνοντας να το αντιμετωπίζει, συνήθως κρύβοντάς το.
Είχαν προσέξει οι συνάδελφοι πώς κοιτούσε τον Πολύβιο. Αυτή την αδυναμία της, είπαν να εκμεταλλευτούν και να τον βάλουν να παίξει τον ερωτευμένο, στο πρωτοχρονιάτικο πάρτυ του γραφείου, που θα γινόταν σε λίγες μέρες. Εκείνος δεν ενημέρωσε την αρραβωνιαστικιά του για την γιορτή, επειδή έπρεπε να πάει μόνος, όπως δεν της είπε τίποτα και για την διευθύντρια. Εκείνη του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα της έκρυβε κάτι.
Ήταν καλός ηθοποιός και η Ασπασία τον πίστεψε αμέσως. Ο Πολύβιος όμως, πριν καλά καλά ξεκινήσουν, το είχε ήδη μετανιώσει. Αλλά τώρα ήταν αργά για να κάνει πίσω. Μιλούσαν για αρκετή ώρα οι δυο τους. Ταίριαζαν πολύ. Έπειτα χόρευαν αγκαλιασμένοι και οι συνάδελφοι τους κατέγραφαν με τα κινητά. Εκείνος είχε αρχίσει να την βλέπει διαφορετικά. Λίγο ερωτικά, γιατί κατά κοινή ομολογία, ήταν μία ελκυστική γυναίκα, ίσως και με λίγη περισσότερη συμπόνια.
Αφού ήπιαν και οι δύο πολύ σαμπάνια και χαλάρωσαν, απομονώθηκαν στην τουαλέτα, νομίζοντας ότι δεν τους βλέπει κανείς, όπου άρχισαν να φιλιούνται παθιασμένα, δίχως να σταματήσουν εκεί. Ένας συνάδελφος, συνέχιζε να τους καταγράφει, μέχρι την στιγμή που βγήκαν, φτιάχνοντας τα ρούχα τους. Είναι αλήθεια πως αυτό, δεν ήταν μέσα στην συμφωνία. Αλλά προέκυψε.
Τις επόμενες μέρες στη δουλειά, το βίντεο κυκλοφορούσε σ’ όλα τα κινητά. Η Ασπασία ντράπηκε τόσο πολύ, αλλά δεν μίλησε. Άκουγε μόνο τα γέλια πίσω απ’ την πλάτη της. Έφτασε τελικά στ’ αυτιά της, πως ο Πολύβιος ήταν αρραβωνιασμένος και κατάλαβε ότι όλα ήταν ένα αστείο εις βάρος της. Δεν σήκωνε όμως τέτοια κοροϊδία.
Το ίδιο κιόλας απόγευμα, μετά την δουλειά, πήρε διακριτικά τον Πολύβιο, χωρίς να τους δει κανείς, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε και πήγαν μια βόλτα με το αυτοκίνητο για να μιλήσουν. Ήθελε και κείνος να είναι πια ξεκάθαρος μαζί της, αν και μέσα του ήταν πολύ μπερδεμένος.
Είχε μπει ο Ιανουάριος και τα σπαράγγια, κάτω απ’ το λιγοστό φως, έτσι όπως ήταν σπαρμένα και σκεπασμένα με νάυλον, απ’ την μια και την άλλη πλευρά του δρόμου, θυμίζανε λιμνοθάλασσα, έτοιμη να ξεχειλίσει.
Εκεί βρήκαν τον Πολύβιο την άλλη μέρα οι αστυνομικοί, γυμνό και πεσμένο μπρούμυτα, σαν να ‘χε κάνει βουτιά στο νερό. Όταν τον γύρισαν ανάσκελα, είδαν ότι είχε σφηνωμένη μια σφαίρα στην καρδιά. Όπλο δεν βρέθηκε δίπλα του, παρά μόνο ένα άδειο πακέτο χαρτομάντιλα.
Ο θείος του Πολύβιου, ήπιε τόσο πολύ απ’ την στεναχώρια του, που τον έσυραν μεθυσμένο απ’ το καφενείο, για να τελέσει την νεκρώσιμη ακολουθία. Δεν μπόρεσε όμως να την ολοκληρώσει. Έτσι τον αγαπημένο του ανιψιό οδήγησε τελικά στην τελευταία του κατοικία, δίπλα στους γονείς του, ο νεωκόρος.
Η αρραβωνιαστικιά του έμοιαζε να τα ‘χει χαμένα. Υποβασταζόμενη έφτασε στο νεκροταφείο. Απ’ τα δεξιά την κρατούσε η πρεσβυτέρα κι απ’ τ’ αριστερά, τα ιδρωμένα και βαμμένα με αίμα χέρια της Ασπασίας.