Ο θείος Κώστας ήταν οδηγός ασθενοφόρου. Σε λίγα χρόνια, θα έπαιρνε τη σύνταξή του και θα ξεκουραζόταν. Είχαν δει τόσα τα μάτια του σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά παράπονο δεν είχε. Η κάθε μέρα κυλούσε διαφορετικά κι έτσι δεν βαριόταν ποτέ.
Ήταν ανύπαντρος και δεν απέκτησε δικά του παιδιά. Αγαπούσε πολύ τα τρία ανίψια που είχε απ’ την αδερφή του, την Ελένη. Πρώτη γεννήθηκε η Μαρία. Λίγο καιρό αργότερα δυστυχώς, η Ελένη έμεινε χήρα. Την στήριξε ηθικά και οικονομικά, μέχρι που ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε δυο δίδυμα αγόρια, τον Μάκη και τον Τάκη.
Η αδελφή του δεν είχε ποτέ προβλήματα όσο η Μαρία ήταν μικρή, ούτε τώρα που παντρεύτηκε και έμεινε έγκυος. Τα δίδυμα αγόρια όμως, ήταν ανέκαθεν πολύ ζωηρά. Συνέχεια έκαναν αταξίες, έσπαζαν τα παιχνίδια τους και ζητούσαν καινούρια. Μεγαλώνοντας δεν μπορούσε να τους βάλει όρια. Δεν διάβαζαν όσο έπρεπε, ήθελαν ακριβά ρούχα και τώρα τελευταία, έψαχναν λεφτά για να αγοράσουν ένα μηχανάκι. Το καλοκαίρι είχαν δουλέψει στην καφετέρια ενός φίλου τους και είχαν μαζέψει κάποια χρήματα, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά για μια τέτοια αγορά.
Οι γονείς τους συνήθως, δεν τους χαλούσαν χατίρι. Αυτό το τελευταίο καπρίτσιο τους όμως, δεν μπορούσαν να το αποδεχτούν. Φοβόντουσαν πολύ να τους αφήσουν να οδηγούν στους δρόμους της πόλης.
– Όλοι πηγαίνουν σαν τρελοί! Δεν βλέπετε εμάς, που δεν έχουμε ούτε αυτοκίνητο; Μίλα και συ! έλεγε στον άντρα της η Ελένη.
– Δίκιο έχει η μάνα σας. Να την ακούτε! τους συμβούλευε ο πατέρας. Γιατί νομίζετε εμείς δεν αγοράζουμε; Επειδή δεν μπορούμε;
– Όχι! Δεν θέλουμε να οδηγούμε στη ζούγκλα της πόλης. απαντούσε εκείνη.
– Δεν θα είμαστε απρόσεκτοι! έλεγαν τα αγόρια. Θα έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα. Τί είμαστε; Χαζοί να θέλουμε να σκοτωθούμε;
– Ε, όχι βρε παιδιά! Δεν είπαμε τέτοιο πράγμα. Άκου εκεί χαζοί! έλεγε ο πατέρας.
– Άλλο λέμε! Αν σας συμβεί κάτι; Τί θα απογίνω εγώ; ρωτούσε στο τέλος η Ελένη και κάπως έτσι, η κουβέντα τελείωνε, γιατί κανείς δεν μπορούσε να της απαντήσει.
Ο θείος Κώστας όμως, δεν συμφωνούσε με την αδελφή και τον γαμπρό του, γιατί όταν ήταν νέος, είχε και κείνος ένα “παπάκι”. Επίσης τον έπεισαν τα ανίψια του, πως θα προσέχουν πολύ. Έτσι, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, αφού βέβαια είχαν βγάλει δίπλωμα, τους έκανε δώρο ένα μεταχειρισμένο μηχανάκι, για να το μοιράζονται.
Η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη, που δεν ζήτησαν άλλο δώρο για τις γιορτές, παρά μόνο ευχαριστούσαν τον θείο τους ξανά και ξανά. Οι γονείς τους από την άλλη, του κρατούσαν μούτρα και δεν τον κάλεσαν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, όπως έκαναν κάθε χρόνο. Παρόλα αυτά, αγόρασαν κράνη για τα δίδυμα και τους υπενθύμιζαν κάθε μέρα, ότι έπρεπε να προσέχουν.
Όταν πήγαιναν για καφέ οδηγούσε ο Μάκης και όταν γυρνούσαν, ο Τάκης. Η Ελένη τους περίμενε να επιστρέψουν με αγωνία, κάθε φορά. Σήμερα μοιραζόταν το ίδιο συναίσθημα με την αδελφή τους, η οποία είχε έρθει στο σπίτι τους για να φτιάξουν κουραμπιέδες. Εκεί την έπιασαν οι πόνοι ξαφνικά. Ο άντρας της Μαρίας δούλευε και βρισκόταν μακριά. Και να τον έπαιρνε τηλέφωνο για να τις πάει στο νοσοκομείο, θα αργούσε πολύ μέχρι να φτάσει. Έτσι η Ελένη κάλεσε ασθενοφόρο. Ο θείος Κώστας ήρθε σε λίγα λεπτά και με τη βοήθεια του τραυματιοφορέα, την έβαλαν στο φορείο.
Άναψε το φάρο και η σειρήνα άρχισε να ουρλιάζει. Είχε πολύ κίνηση στο δρόμο. Το ασθενοφόρο ξεκίνησε με προορισμό το νοσοκομείο και τα αυτοκίνητα έκαναν στην άκρη για να περάσει.
Ο θείος Κώστας, άκουγε την ανιψιά του να σφαδάζει από τους πόνους και ταράχτηκε. Ο τραυματιοφορέας που το κατάλαβε, προθυμοποιήθηκε να οδηγήσει αυτός, μα ο θείος Κώστας δεν ήθελε. Έκατσαν λοιπόν όλοι στις θέσεις τους και ξεκίνησαν.
Στην δεύτερη διασταύρωση τους έπιασε το κόκκινο φανάρι. Το ασθενοφόρο πέρασε με μεγάλη ταχύτητα, έχοντας την σιγουριά ότι η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Ο Τάκης, που ερχόταν απ’ τ’ αριστερά, δεν πρόλαβε να πατήσει φρένο και το μηχανάκι που οδηγούσε, έπεσε πάνω στην πόρτα του οδηγού, σκοτώνοντας ακαριαία τον θείο Κώστα. Ο Μάκης που καθόταν πίσω απ’ τον αδελφό του, εκσφενδονίστηκε πάνω απ’ το όχημα και κατέληξε σε μια στολισμένη κολόνα με το κεφάλι.
Με το τράνταγμα απ’ την σύγκρουση, η πίσω πόρτα του ασθενοφόρου άνοιξε και το φορείο κύλησε στο δρόμο, με αποτέλεσμα η Μαρία να πέσει στην άσφαλτο. Η γιατρός, η οποία βρισκόταν δίπλα της όλη αυτή την ώρα, δεν πρόλαβε να την συγκρατήσει.
Ο τραυματιοφορέας βγήκε χτυπημένος απ’ το τρακαρισμένο αμάξι και προσπάθησε να βοηθήσει τον Μάκη, ο οποίος είχε πάθει σοκ και έμεινε γαντζωμένος στο μηχανάκι κι έτρεμε. Βλέποντας την όλη κατάσταση, πήρε τηλέφωνο στο νοσοκομείο για να στείλουν άλλο ασθενοφόρο.
Απ’ τα μεγάφωνα της πλατείας ακούγονταν χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Η Ελένη, με δάκρυα στα μάτια και αμίλητη, πηγαινοερχόταν από δω κι από κει, μη μπορώντας να βοηθήσει κανέναν.
Η κυκλοφορία σταμάτησε. Ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω τους, όλο περιέργεια. Εκείνη την στιγμή, ακούστηκε και το πρώτο κλάμα του μωρού, που μόλις γεννήθηκε.