Από μικρός συνήθιζε να ρωτάει για όλα. Ένα “γιατί” έβγαινε τόσο φυσικά απ’ τα χείλη του. Οι φίλοι, τον φώναζαν χαριτολογώντας, ο Λάκης ο περίεργος. Πολύ σπάνια τον αποκαλούσαν με το βαφτιστικό του όνομα, το οποίο κόντευε να το ξεχάσει ακόμη και ο ίδιος. Παντελή τον έλεγαν, Βαγγέλη ή μήπως Αποστόλη; Θα σας γελάσω κι εγώ, γιατί δεν θυμάμαι καλά. Τον γνώρισα μια νύχτα που είχα πιει και από τότε δεν τον ξαναείδα.
Πριν λίγες μέρες άκουσα πως εξαφανίστηκε και σήμερα πως τον ξέβρασε η θάλασσα σε μια ακτή. Αφού δεν υπάρχει πια για να μας επιβεβαιώσει ή να μας διαψεύσει τα γεγονότα, ας πάρουμε σαν δεδομένο πως αυτά που ακολουθούν και τα οποία έμαθα από φίλους του, είναι αληθινά.
Προσπερνούσε δίχως να σταθεί να κοιτάξει τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα στο προαύλιο του σχολείου. “Μέσιιιιιιι” φώναξε ένα απ’ αυτά και έκανε ένα σουτ τόσο δυνατό, σαν του διάσημου ποδοσφαιριστή, τον οποίο θαύμαζε όλη η παρέα. Η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα, κάνοντας την ομάδα του πιτσιρίκου να πανηγυρίζει.
Οι φίλοι του, μου είπαν ακόμη, πως όταν ήταν μικρός, φοβόταν μήπως χτυπήσει και γι’ αυτό δεν έπαιζε μαζί τους μπάλα. Ακόμη και τώρα που μεγάλωσε, συνέχισαν να μην του αρέσουν οι ποδοσφαιρικοί αγώνες. Δεν είδε ποτέ τον Μαραντόνα ή τον Πελέ στην τηλεόραση, ούτε ήξερε τον Μέσι. Προτιμούσε τα βιβλία του.
Καθώς προχωρούσε στον δρόμο, δεν κοίταζε στη μέση, αλλά στην άκρη. Εκεί στο πεζοδρόμιο, διέκρινε δυο φτερά πεσμένα κάτω, σκονισμένα. Αυτά μόνο γλίτωσαν απ’ τα δόντια κάποιας γάτας και απέμειναν για να θυμίζουν ότι ήτανε κάποτε πάνω στο σώμα ενός πουλιού. Κι αυτό το ανόητο, τί άλλο θα μπορούσε βέβαια να κάνει, παρά να τα εμπιστευτεί. Και το πήγαν ψηλά και ίσως, κάποια στιγμή, να το έσωσαν κιόλας όταν κινδύνευε. Κι αν δεν ξέφυγε τελικά απ’ την μοίρα του, δεν φταίει αυτό. Κάτι τουλάχιστον άφησε πίσω. Από εμάς όμως, που έχουμε διάφανα φτερά για να ξεφεύγουμε, τί θ’ απομείνει τελικά; Αναρωτιόταν, μη ξέροντας πού θα βρει την απάντηση και μην μπορώντας οι φίλοι του να απαντήσουν.
Καθώς ο Λάκης μεγάλωνε, κάποιος μου είπε ότι διάβαζε όλο και περισσότερο, όποιο βιβλίο κι αν έπεφτε στα χέρια του. Έπειτα άρχισε να επισκέπτεται τη βιβλιοθήκη και να περνάει εκεί πολλές ώρες ψάχνοντας νέα μονοπάτια. Του άρεσε να ταξιδεύει νοερά και να βρίσκει τους ήρωες των μυθιστορημάτων, στην πραγματική ζωή. Ή καλύτερα να βλέπει τους πρωταγωνιστές να ξεπηδούν απ’ τα βιβλία και να τριγυρνούν δίπλα του, κάνοντάς του παρέα. Να κατανοεί τις συμπεριφορές, να συγχωρεί τα λάθη τους και να δικαιολογεί τις αδυναμίες τους, αφού κι ο ίδιος απέκτησε πολλές. Έμαθε ν’ αγαπάει τη ζωή και τους ανθρώπους και να μην τους φοβάται.
Ένας συνάδελφός του, μου διηγήθηκε πως ένα πρωινό, πηγαίνοντας στη δουλειά του, ο Λάκης είδε έναν εργάτη, να τρώει λαίμαργα μια σπανακόπιτα. Πραγματικά τον ζήλεψε! Ο ίδιος ποτέ δεν είχε τέτοια όρεξη για φαγητό. Από μικρός ήταν κοκαλιάρης. Δεν θυμόταν να είχε νιώσει ποτέ το αίσθημα της πείνας ή την κοιλιά του να γουργουρίζει. Έτρωγε από ανάγκη και πάντα μικρές ποσότητες, γιατί σκεφτόταν αυτούς που πεινούσαν και ένιωθε τύψεις που ο ίδιος είχε να φάει, ενώ άλλοι ήταν νηστικοί για μέρες. Απ’ το τραπέζι σηκωνόταν σχεδόν πεινασμένος και ποτέ σκασμένος.
Η σπανακόπιτα λοιπόν αυτή, σκέφτηκε ο Λάκης και έπειτα μοιράστηκε την σκέψη με τον συνάδελφό του, πως ήταν ότι και η βενζίνη για ένα αμάξι. Θα γινόταν ενέργεια γι’ αυτόν τον εργάτη, που θα έσκαβε τον δρόμο, σαν να έψαχνε για χρυσάφι, ενώ δεν ήξερε πως ο πραγματικός θησαυρός είναι μέσα σ’ αυτόν, στον καθένα μας και στο καθετί πάνω στη γη.
Αν είχε χρόνο θα μπορούσε να καθίσει εκεί όλη μέρα και να παρατηρεί έναν έναν όλους τους εργάτες. Και μετά να πηγαίνει στα σπίτια τους και να συνεχίζει να παρακολουθεί κρυφά πώς διασκεδάζουν. Ο Λάκης θα ήθελε να μπορεί να ζει έτσι, σαν κι αυτούς και να ξαλαφρώνει απ’ τις στεναχώριες χορεύοντας ή τραγουδώντας δυνατά, παίζοντας κιθάρα, τάβλι ή βρίζοντας βλέποντας μπάλα, χωρίς να πολυσκοτίζεται για το αύριο. Μα ακόμη δεν τα είχε καταφέρει. Του άρεσε να συλλογίζεται έτσι. Σκεφτόταν όμως ορθά; Πορευόταν μ’ αυτήν την απορία, προσπαθώντας να τη λύσει.
Μου τόνισαν, πως συμπαθούσε και κρυφοζήλευε τους απλούς ανθρώπους, που ζούσαν λίγο ανέμελα και μποέμικα. Εκείνους που πήγαιναν όπου τους παρέσερνε ο άνεμος, υποκύπτοντας στις επιθυμίες του κορμιού. Στο κάτω κάτω, όλοι οι άνθρωποι αυτό θέλουν, άσχετα αν δεν το λένε. Η ψυχή τους λαχταράει, αλλά κάπου χάνονται είτε στη διαδρομή κυνηγώντας το χρήμα, είτε βαθιά στον καναπέ τους. Γιατί πρέπει να ρισκάρεις, για κάτι που πραγματικά θες. Και δεν το καταφέρνουν όλοι. Αν δεν το κάνεις δεν πετυχαίνεις. Γι’ αυτό οι περισσότεροι βολεύονται και χαλαρώνουν. Αυτά δεν τα λέω εγώ, μου τα μετέφεραν σαν δικά του λόγια.
Αυτοί, έλεγε, που δεν κάνουν τίποτα, δεν προσπαθούν καθόλου, είναι οι ίδιοι που θέλουν τα πάντα. Αν κάποιος τους τα χαρίσει, δεν θα τ’ αρνηθούν. Και τα χρήματα και τη δόξα και μια καλύτερη ζωή. Αλλά τα θέλουν έτοιμα.
Έπειτα από πολύ σκέψη και διάβασμα, κατέληξε στο συμπέρασμα, πως πρέπει να ενδιαφέρεσαι για όλα και να επενδύεις τελικά, μόνο στον εαυτό σου. Όλα αυτά με μια λέξη: να ζορμπεύεις. Ένας όρος που δημιούργησε ο ίδιος και τον οποίο βρήκαν σημειωμένο στο ημερολόγιό του μετά το θάνατό του. Βγαλμένο απ’ το ομώνυμο πρόσωπο του βιβλίου το οποίο τον επηρέασε βαθιά και τα περιλαμβάνει νομίζω όλα, τόσο εύστοχα.
Γιατί υπάρχουν λογιών λογιών βιβλία, όπως έλεγε κι ο ίδιος ο Λάκης. Αυτά που σε αφήνουν αδιάφορο και τα ξεχνάς σε λίγες ώρες και κείνα που σε εμπνέουν και σου αλλάζουν τον τρόπο που ενεργείς και σιγά σιγά όλη σου τη ζωή. Αυτά είναι τα βιβλία που κουβαλάς στην τσάντα σου και κυρίως μέσα σου. Δεν έχουν γραφτεί για να τα βάλεις στο ράφι και να σκονίζονται. Αναπνέουν, ζουν και ταξιδεύουν μαζί σου και μπορείς να τα ανοίγεις κάθε τόσο και να τα ερμηνεύεις, ανάλογα με την κάθε φάση που βρίσκεσαι. Σαν να είναι ζωντανά, να τα ρωτάς και να σου απαντάνε, πάντα όμως με τα ίδια λόγια. Γιατί εσύ είσαι αυτός ο οποίος αλλάζει και τα διαβάζει διαφορετικά.
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, μου περιέγραψε ένας φίλος του, καθώς ο Λάκης περπατούσε στην άδεια πόλη, περνώντας μπροστά από ένα pet shop, ένας πολύχρωμος παπαγάλος του σφύριξε και τον χαιρέτησε. “Γεια σου, γεια σου!” του είπε. Στην αρχή νόμιζε πως κάποιος άνθρωπος του μίλησε. Μετά κατάλαβε ότι ήταν ο παπαγάλος. Χωρίς δεύτερη σκέψη, τον αγόρασε. Βάλθηκε να του μάθει να λέει κι άλλες λέξεις, όπως τ’ όνομά του.
Όταν μετά από καιρό, μπήκε ένας αστυνομικός στο σπίτι του Λάκη στο νησί, τον οποίο είχαν στείλει οι φίλοι του από την πόλη επειδή τον έψαχναν, μα δεν μπορούσαν να τον βρουν για μέρες, λίγο πριν το τέλος του, ο παπαγάλος φώναζε μέσα απ’ το κλουβί: “Γεια σου Αλέξη, γεια σου Αλέξη!”
Ο Λάκης ταξίδεψε πολύ, λόγω της δουλειάς του και γνώρισε διάφορους ανθρώπους. Είδε πολλούς να προσποιούνται πως είναι κάποιοι άλλοι. Ξεγελάστηκε και πίστεψε σε ψέματα. Μα και από αυτό έμαθε: πως μόνο οι ισορροπημένοι άνθρωποι δείχνουν αυτό που πραγματικά είναι. Γιατί τα έχουν βρει με τον εαυτό τους και δεν τους ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων. Οι υπόλοιποι, δείχνουν αυτό που θα ήθελαν να είναι, γιατί στην πραγματικότητα, δεν έχουν καταφέρει να συμφιλιωθούν με τον εσωτερικό τους κόσμου. Δεν προσπάθησε όμως ποτέ να πείσει κανέναν, ούτε να τον αλλάξει. Έδινε χώρο και χρόνο, αν και ποτέ δεν είχε για τον εαυτό του.
Πολύ αργότερα ο Λάκης, κατάλαβε πως κανένας δεν παίρνει όλες τις απαντήσεις σ’ αυτά που ρωτάει, γιατί απλά δεν υπάρχουν. Όπως δεν υπάρχει ο σωστός δρόμος για την λύτρωση. Ούτε ο σωτήρας. Είναι και μερικά πράγματα, που δεν θα σου τα πει κανείς. Πρέπει να ψάξεις για να τα βρεις μόνος σου, αν είσαι βέβαια τυχερός. Γιατί είναι και ερωτήσεις που δεν θα απαντηθούν σ’ αυτή τη ζωή. Όπως αυτές που τον βασάνιζαν χρόνια: Γιατί χάνονται οι άνθρωποι; Δεν είναι όλα στο χέρι μας τελικά; Δεν είναι τα πράγματα απλά;
Μια νύχτα του Δεκέμβρη, ο Λάκης τα παράτησε όλα. Σπίτι, δουλειά, φίλους και αυτοεξορίστηκε σ’ ένα νησί. Μόνο τον παπαγάλο πήρε μαζί του, για συντροφιά.
Το πρωί, καθώς ανέβαινε τα πέτρινα σκαλιά του τείχους, δυο νεαροί κατέβαιναν τρέχοντας. Είχαν τέτοια φόρα, που κόντεψαν να πέσουν πάνω του. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι κακό συνέβη. Είχαν προλάβει να σπάσουν τον ξύλινο σταυρό του μνημείου λίγο πιο πέρα, δίχως να τους δει κανείς. Δεν τους βρήκαν ποτέ, μα ευτυχώς η ζημιά αποκαταστάθηκε μέσα σε λίγες μέρες.
Εκεί, πάνω στην μαρμάρινη πλάκα, τα λόγια ανέπαφα στον χρόνο, περίμεναν. Καθώς θυμήθηκε τον αρχαίο φιλόσοφο Δημώνακτο, ο οποίος αναγνώρισε πως ο αληθινά ευτυχισμένος είναι ο ελεύθερος, εκείνος που μήτε ελπίζει μήτε φοβάται τίποτα, ο Λάκης άρχισε να ψιθυρίζει: “Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λέφτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελεφτερία”.
Στεγνός από απαντήσεις, μούσκεμα απ’ τις ερωτήσεις που έπεφταν σαν τη βροχή, φυλακισμένος στο κομμάτι αυτό της ξηράς, περιτριγυρισμένος από νερό, ένιωσε εγκλωβισμένος. Ίσως, αν είχε βρει τον ανήφορο, να είχε κάνει το χρέος του και να μην χρειαζόταν να βουτήξει στη θάλασσα για να σωθεί.