Σε δυο μέρες έπρεπε να βρίσκεται σε μια πόλη που δεν γνώριζε, αρκετά χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι του, για να δώσει εξετάσεις κι αυτό τον άγχωνε τριπλά. Το είχε πάρει απόφαση πως αυτό θα ήταν το τελευταίο πτυχίο που θα έπαιρνε. Είχε κουραστεί πια να διαβάζει.
Έκλεισε βιαστικά ένα δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο, το οποίο βρήκε στο internet, δίχως να προσέξει τα σχόλια και τις αξιολογήσεις όσων είχαν μείνει εκεί, πριν απ’ αυτόν. Απλά ήταν φθηνό και κοντά στο σχολείο που θα διεξάγονταν οι εξετάσεις και τον βόλευε. “Πόσο χάλια θα είναι πια;” σκέφτηκε. “Στο κάτω κάτω δύο βράδια θα μείνω. Θα πηγαίνω μόνο για να κοιμηθώ”.
Το απογευματάκι έφτασε με το λεωφορείο. Πήρε ένα ταξί και τον άφησε ακριβώς μπροστά στην πόρτα του ξενοδοχείου. Ένα παλιό νεοκλασικό κτίριο στεκόταν εκεί, λαβωμένο απ’ το χρόνο. Μπήκε στο ισόγειο. Σε μία αίθουσα στ’ αριστερά, είδε μία γυναίκα. Του φάνηκε πως έκοβε κάτι, ή ίσως και να μαγείρευε πίσω απ’ τον πάγκο. Δεν πρόσεξε καλά. Φαντάστηκε ότι θα έκανε τις προετοιμασίες για το αυριανό πρωινό.
– Γεια σας! Μπορείτε να μου πείτε σας παρακαλώ πού είναι η ρεσεψιόν; ρώτησε όσο πιο ευγενικά γινόταν.
– Πάνω, πάνω. απάντησε βιαστικά η γυναίκα, που απ’ την προφορά της ακούστηκε ξένη και μάλλον ήθελε να τον ξεφορτωθεί, γιατί είχε δουλειά.
Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο. Αλλά και να λειτουργούσε, φαινόταν αρχαίο και ο Βασίλης φοβήθηκε να μπει. Έτσι ανέβηκε απ’ τις σκάλες κι έφτασε στον ημιώροφο.
– Γεια σας. ξανάπε στον ρεσεψιονίστ. Έχω κάνει μία κράτηση στο όνομα Βασίλης…. και είπε το επίθετό του.
– Γεια σου κουμπάρε! τον καλωσόρισε θερμά ο νεαρός. Λένε με Πάμπο. Επεριμέναμε σας. Εν να πάτε στον πρώτον όροφον. Να το ανοιχταρούδκι σας. είπε ο ρεσεψιονίστ, σχεδόν τραγουδιστά δίνοντάς του το κλειδί και συμπλήρωσε: ότι χρειαστείτε είμαι δαμέ!
– Μπορείτε να με ξυπνήσετε αύριο στις έξι; ρώτησε ο Βασίλης, προσπαθώντας να μη γελάσει με τον αστείο αυτό τύπο.
– Ήντα λαλείς; Έπιασεν μας στο μαϊττάππι; Εν πολλά πρωί! παραπονέθηκε. Πελλός είσαι; Δαμέ ξυπνάμεν αργά!
– Δεν κατάλαβα. Μπορείτε ή όχι; είπε απορημένος.
– Καλά, καλά. Εν να σε πιάσω στο τηλέφωνο, πορνόν πορνόν. Πιστεύκω εν ακούσεις το. είπε ο Πάμπος.
– Μα φυσικά. απάντησε ο Βασίλης.
Πήρε το κλειδί και ανέβηκε απ’ τις σκάλες, για άλλη μια φορά. Μόλις άνοιξε την πόρτα, έπαθε το πρώτο σοκ. Άναψε το φως, γιατί ήταν θεοσκότεινα και είδε ότι το δωμάτιο ήταν υπερβολικά μικρό. Αφού έσυρε με το ζόρι την βαλίτσα μέσα, έψαξε να βρει το παράθυρο για να το ανοίξει και να μπει καθαρός αέρας. Είχε ακόμη λίγο ήλιο τέτοια ώρα, αλλά κι αυτός ήταν στη δύση του, σαν τον κίτρινο γλόμπο που κρεμόταν απ’ το ταβάνι.
Άνοιξε τις κουρτίνες και από πίσω τι να δει; Ένα ζωγραφισμένο παράθυρο στον τοίχο. Εκεί έπαθε το δεύτερο σοκ. Είχαν σχεδιάσει και θέα, σε μια ήρεμη γαλάζια θάλασσα. Συνειδητοποίησε πως το δωμάτιο ήταν ένα κλουβί, απ’ όπου δεν μπορούσες να φύγεις σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Γιατί υπήρχαν τα κουρτινόξυλα και οι κουρτίνες στο ζωγραφισμένο παράθυρο, δεν το καταλάβαινε ο Βασίλης, ούτε και ρώτησε τον Πάμπο. Λες και θα έμπαινε φως απ’ τον τοίχο!
Τα χειρότερα ήρθαν το βράδυ, όταν έκλεισε τα μάτια του κουρασμένος για να κοιμηθεί. Ξαφνικά ένιωσε ένα τράνταγμα, σαν σεισμό και μια δυνατή μουσική ξεκίνησε. Φορώντας μόνο το σορτς και τις σαγιονάρες, ο Βασίλης κατέβηκε στην ρεσεψιόν. Δεν ήταν κανείς εκεί. Πήγε στο ισόγειο τρομαγμένος, όπου και είδε ότι η αίθουσα δίπλα στην είσοδο είχε μετατραπεί σε νυχτερινό μπαρ. Στο βάθος, σχεδόν στα σκοτεινά, σ’ ένα μικρό τραπεζάκι, έπαιζαν ατάραχοι χαρτιά τέσσερις άντρες. Η μουσική ερχόταν απ’ έξω.
– Τί συμβαίνει; Γιατί τόση φασαρία; ρώτησε.
– Μα καλά ντεν ξέρει πού βρίσκεται; Αυτό συνήτως βράντυ Ντευτέρα. απάντησε η Ρωσίδα που σέρβιρε ποτά. Βάλει βότκα;
Δεν της απάντησε ο Βασίλης. Ξαναγύρισε στο δωμάτιό του νευριασμένος και προσπάθησε να κοιμηθεί. Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο, αν και κουρασμένος.
Μόλις ξεκίνησε να βλέπει ένα όμορφο όνειρο, ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε, χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο, το οποίο βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο, ακριβώς δίπλα του και τα χάλασε όλα. Άπλωσε το χέρι του και σήκωσε το ακουστικό, που του θύμισε εκείνη την παλιά γκρι συσκευή της γιαγιάς του στο χωριό.
– Παρακαλώ; είπε και χασμουρήθηκε.
– Ημέραν καλήν κουμπάρε! Ήρθεν η ώραν σας!
– Τί; Όρεξη έχεις πρωί πρωί φίλε; Πρόσεξε μην έρθει η δική σου! Ποιός είσαι; είπε ο Βασίλης εκνευρισμένος και μες στη θολούρα του, κοίταξε το ακουστικό, λες και θα έβλεπε αυτόν που τον καλούσε.
– Πάμπος εδώ. Λαλήσατέ με τις προάλλες, εν ξυπνήσω σας στις έξι. Ε, ήρθεν η ώραν σας!
Ο Βασίλης, καθώς σιγά σιγά συνερχόταν, συνειδητοποίησε πού βρισκόταν και γιατί. Ντράπηκε που είχε μιλήσει έτσι στον κατά τα άλλα ευγενικό τύπο στην ρεσεψιόν. Άναψε το φως και κοίταξε το ρολόι του.
– Εντάξει εντάξει. Ευχαριστώ πολύ. είπε τελικά.
– Εν κάνει πράμα! Τα λέμε. Φιλούθκια.
Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι για να ετοιμαστεί. Έπειτα κατέβηκε τις σκάλες. Στο ισόγειο, δεν περίμενε να σερβίρουν πρωινό μετά απ’ όσα είδε το προηγούμενο βράδυ. Έτσι βγήκε στο δρόμο και πήρε έναν καφέ σκέτο.
Δεν άργησε να μπει στην αίθουσα των εξετάσεων, αλλά νύσταζε ακόμη. Όταν τελείωσε μετά από αρκετή ώρα, είχε την εντύπωση πως δεν τα πήγε τόσο καλά όσο θα ήθελε, λόγω της κούρασης.
Στην επιστροφή για το κλουβί του, βρήκε ένα φαρμακείο. Μπήκε χωρίς δεύτερη σκέψη, ζητώντας να αγοράσει δυο ζευγάρια ωτοασπίδες. Έπειτα έφαγε κάτι πρόχειρο εκεί κοντά και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Περπάτησε στη γειτονιά γύρω απ’ το ξενοδοχείο. Είχε πολύ κίνηση στο δρόμο και καθόλου χώρο για να προχωρήσεις πάνω στο πεζοδρόμιο, απ’ τα παρκαρισμένα αμάξια. Οι κάδοι ξεχείλιζαν απ’ τα σκουπίδια και η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μερικές μόνο καφετέριες είχαν ανοίξει. Είδε κάποια απ’ τα νυχτερινά μαγαζιά, με τα πιο ευφάνταστα ονόματα, τα οποία ακόμη ήταν κλειστά. Όπως το περίμενε βέβαια. Θα άνοιγαν μετά τις έντεκα, βάζοντας τη μουσική στο τέρμα.
Στάθηκε μπροστά σε μία μεγάλη ξύλινη πόρτα, η οποία είχε το σχήμα του ανανά. Από πάνω, είχε ζωγραφισμένο με έντονα χρώματα, έναν πολύχρωμο παπαγάλο και ένα φρούτο του δράκου ή αλλιώς dragon fruit, κομμένο στη μέση. Ο καλλιτέχνης είχε σχεδιάσει και την παραμικρή λεπτομέρεια, έτσι ώστε ο Βασίλης μπορούσε να διακρίνει μέχρι και τα σποράκια μέσα στο φρούτο. Διάβασε τα φωτεινά γράμματα: Βrazil. “Ταιριαστό όνομα”, σκέφτηκε.
Πίσω στο κλουβί του, ξεκίνησε γρήγορα το διάβασμα. Έτσι η ώρα πέρασε, δίχως να το καταλάβει. Ξάπλωσε ταλαιπωρημένος στο κρεβάτι. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και περίμενε να πάει η ώρα έντεκα ακριβώς, για ν’ αρχίσει το νταβαντούρι. “Μήπως ήταν καλύτερα την πρώτη μέρα, που δεν ήξερα τι θα συμβεί;” αναρωτήθηκε. Δεν μπορούσε ακόμη να διευκρινίσει αν η αναμονή ήταν χειρότερη απ’ τον ξαφνικό σεισμό.
Μόλις ξεκίνησε η μουσική ήταν τόσο δυνατή, που περνούσε μέσα απ’ τις ωτοασπίδες, με τις οποίες είχε βουλώσει τ’ αυτιά του. Και να κατάφερνε να κάνει πως δεν ακούει, πάλι δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί, γιατί το κρεβάτι έτρεμε απ’ τα decibel των ηχείων, που βαρούσαν κατευθείαν στο στομάχι, σαν ταμπούρλο.
Στο πρώτο μισάωρο, το είχε πάρει κιόλας απόφαση. Ούτε κι αυτό το βράδυ θα κοιμόταν, αλλά ούτε και θα περνούσε τις εξετάσεις την επόμενη μέρα. Έτσι σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, ντύθηκε και πήγε να πιεί ένα ποτό.
Από περιέργεια και μόνο για να δει την εσωτερική διακόσμηση του Βrazil, μιας και του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η είσοδος, στάθηκε για λίγο απ’ έξω. Πριν προλάβει να μπει, είδε μία κοπέλα να κάθεται στο πεζοδρόμιο και να κλαίει με λυγμούς. Πήγε κοντά και της μίλησε.
– Είσαι καλά; Χρειάζεσαι κάτι;
– Όχι, ευχαριστώ. απάντησε η κοπέλα, αλλά δεν σταμάτησε το κλάμα.
Εκείνη την ώρα, η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε και βγήκε μία παρέα αγοριών. Η μουσική που ξεχύθηκε ήταν τόσο δυνατή, που τον έκανε να μετανιώσει για την περιέργειά του και για την απόφαση που πήρε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του. Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο κλουβί του.
Καθώς έφευγε, με την άκρη του ματιού, είδε την κοπέλα να βάζει στο στόμα της μία χούφτα χάπια και μετά να πίνει την μπίρα που κρατούσε, για να τα καταπιεί. Αμέσως έτρεξε κοντά της. Προσπάθησε να την κάνει να τα φτύσει. Ταυτόχρονα, με το άλλο του χέρι, σταματούσε ένα ταξί, το οποίο για καλή του τύχη περνούσε εκείνη την ώρα απ’ το δρόμο. Την πήγε κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Πριν χάσει τις αισθήσεις της, έδωσε το κινητό της στο Βασίλη, για να πάρει ένα τηλέφωνο για λογαριασμό της. Αδυνατούσε να μιλήσει η ίδια. Εκείνος σεβάστηκε την επιθυμία της και το έκανε.
Η κοπέλα μπήκε κατευθείαν στο χειρουργείο. Ο Βασίλης, μέχρι να τον βεβαιώσουν πως είχε διαφύγει τον κίνδυνο, περίμενε απ’ έξω. Εν τω μεταξύ, γνωρίστηκε με τον πατέρα της, τον κ. Παπαδόπουλο, που είχε φτάσει αλαφιασμένος στο νοσοκομείο, μετά το τηλεφώνημά του, απ’ το κινητό της κόρης του. Δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, όπως τα διηγήθηκε και στον αστυνομικό λίγο πιο πριν, πως τυχαία δηλαδή βρήκε την κοπέλα και την έφερε στο νοσοκομείο.
Το κλίμα ήταν βαρύ. Ο Βασίλης προσπάθησε να το ελαφρύνει, όσο πιο διακριτικά μπορούσε, λέγοντας στον κ. Παπαδόπουλο, για την περιπέτειά του με το ξενοδοχείο και για τις εξετάσεις που θα έδινε την επόμενη μέρα, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν θα περνούσε, μετά απ’ αυτήν την περιπετειώδη νύχτα. Πράγματι εκείνος γέλασε λιγάκι, ίσως από ευγένεια και μόνο. Ανησυχούσε πολύ για την κόρη του και δεν μπορούσε να το κρύψει. Ευτυχώς όμως, στο τέλος όλα πήγαν καλά.
Αφού το άκουσε αυτό ο Βασίλης, γύρισε στο ξενοδοχείο, όπου οι θαμώνες ακόμη έπαιζαν χαρτιά, δίχως να αλλάξουν θέση. Προλάβαινε να κοιμηθεί κάνα δυο ωρίτσες, αν τα κατάφερνε. Θα έδινε το παρόν στις εξετάσεις χωρίς να ελπίζει και πολλά. Ότι ήταν να γίνει ας γινόταν.
Την άλλη μέρα ξύπνησε πάλι με το τηλέφωνο αντίκα.
– Ήρθεν η ώραν σας! ακούστηκε απ’ την άλλη μεριά.
– Τώρα κάτι μας είπες, πανάθεμά σε! είπε καλύπτοντας το ακουστικό με το χέρι του και έφτυσε τρεις φορές τον κόρφο του. Εντάξει ευχαριστώ! είπε πιο δυνατά αυτή τη φορά, για να τον ακούσει ο Πάμπος ο ρεσεψιονίστ.
Ήταν τόσο σκοτεινά μέσα στο δωμάτιο, που δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Χρειαζόταν κι άλλο ύπνο. Τα βλέφαρα του αρνιόντουσαν ν’ ανοίξουν. Τελικά τα κατάφερε. Ντύθηκε, πλύθηκε και χτενίστηκε στα σκοτεινά. Είχε πια συνηθίσει. Όταν βγήκε απ’ το ξενοδοχείο, τυφλώθηκε με το φως της ημέρας. Αγόρασε απ’ το ίδιο μαγαζί έναν καφέ και πήγε στο σχολείο.
Μία κυρία ψηλή, καλοντυμένη, ξεπρόβαλλε στην πόρτα και φώναξε τ’ όνομά του. Ο Βασίλης, πρώτα χασμουρήθηκε και μετά μπήκε σε μία αίθουσα, όπου κάθισε και περίμενε τον καθηγητή, για την προφορική του εξέταση.
Σε λίγο εκείνους εμφανίστηκε και στάθηκε απέναντί του. Του κόπηκε η μιλιά μόλις τον είδε. Ήταν ο κ. Παπαδόπουλος και τον καλημέρισε χαμογελαστός, αλλά όχι και τόσο φρέσκος κι αυτός. Ενημέρωσε τον Βασίλη πανευτυχής, πως η κόρη του θα έπαιρνε εξιτήριο σε λίγο και ο αυτός το πτυχίο του με άριστα.
Δεν χρειαζόταν να ρωτήσει κάτι άλλο, ούτε να του συμβούν περισσότερα, για να δει αυτά που έζησε, με άλλο μάτι! Μόλις γύρισε στο σπίτι του, μπήκε στη σελίδα του ξενοδοχείου. Τα σχόλια μιλούσαν για ένα απαίσιο, μικρό και σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς παράθυρα και με βρώμικο μπάνιο. Οι φωτογραφίες ήταν άκρως αποκαλυπτικές.
Ο ίδιος έγραψε στο μήνυμά του: “Αν υποφέρετε από αϋπνίες ή δεν έχετε καλή ακοή, αν σας αρέσει η βότκα ή απλά θέλετε να ζήσετε μία μοναδική εμπειρία, αυτό το ξενοδοχείο είναι για σας…
Υ.Γ.: Μην ξεχάσετε να ζητήστε την υπηρεσία αφύπνισης στην ρεσεψιόν!”.