Η λέξη πατέρας είναι κάτι παραπάνω από έναν απλό συνδυασμό γραμμάτων που δημιουργεί ηχητικό αποτέλεσμα, στο πλαίσιο της καθημερινής συνδιαλλαγής μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Είναι μια έννοια με βαθύτερη σημασία που παίρνει συγκεκριμένη μορφή, τη μορφή ενός αγαπημένου προσώπου, κάθε φορά που προφέρεται από τα παιδιά, ειδικά πιο μικρής ηλικίας που έχουν άμεση εξάρτηση από τους γονείς τους.
Μια λέξη συναισθηματικά φορτισμένη που εκπέμπει τρυφερότητα και συνάμα σηματοδοτεί έναν ισχυρό δεσμό -κάποιος θα μπορούσε, κάλλιστα, να τον χαρακτηρίσει και ως ιερό, λόγω της αδιάρρηκτης σχέσης που δημιουργεί μεταξύ γονιού και τέκνου.
Όταν, όμως, ο πατέρας είναι ένα τέρας, όπως το συγκεκριμένο που έχει σοκάρει το πανελλήνιο με την εγκληματική του δράση, πώς να τη προφέρεις χωρίς να φτύσεις, μετά να αηδιάσεις και τελικά να απορήσεις σε τι κόσμο μεγαλώνουν τα παιδιά μας;
Ο ρόλος του πατέρα από τη φύση είναι να προστατεύει την οικογένεια και πολύ περισσότερο τα παιδιά του, λειτουργώντας, πάντοτε, με αίσθημα αγάπης και ευθύνης προς αυτά.
Υπάρχουν, όμως, κάτι τέρατα που, μόνον, εμφανισιακά θυμίζουν ανθρώπινο είδος και τα οποία δεν έπρεπε ΠΟΤΕ, αλλά για κάποιο άγνωστο λόγο, έγιναν, τελικά, γονείς. Σε αυτή την κατηγορία τεράτων ανήκει και ο συγκεκριμένος –άνθρωπο αρνούμαι να τον χαρακτηρίσω, αλλά ούτε και ζώο, για να μην προσβάλλω τους τετράποδους φίλους του ανθρώπου.
Πραγματικά, δεν το χωράει ανθρώπινος νους, ούτε όμως και η πιο αρρωστημένη φαντασία, το έγκλημα που διέπραττε, όλα αυτά τα χρόνια, εις βάρος των ίδιων του των παιδιών, όχι βέβαια ότι επιτρέπεται να κακοποιείς τα παιδιά κάποιου άλλου, αλλά πρόκειται για εκείνες τις περιπτώσεις που, απλά, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν το μέγεθος της φρίκης μπροστά στο αίσχος των πράξεων ενός τέτοιου εγκλήματος.
Για εμένα, βέβαια, το μεγάλο ερώτημα, όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, παραμένει η εύλογη απορία πολλών ακόμη συνανθρώπων και συμπολιτών μας που αδυνατούν να πιστέψουν τα όσα απίστευτα έζησαν τα ανήλικα τέκνα του τέρατος, με ποιανού τις πλάτες αυτός έφτασε στη θέση που κατείχε για χρόνια, μιας και ανέκαθεν είχε βίαιη συμπεριφορά, όχι μόνον απέναντι στα μέλη της οικογένειάς του, αλλά και απέναντι σε συναδέλφους του, όπως μαρτυρούν επίσημες αναφορές που υπάρχουν για το θέμα;
Πολλοί έβλεπαν και γνώριζαν ότι πρόκειται για μια διαταραγμένη προσωπικότητα, επικίνδυνη και διεστραμμένη, αυτό όμως δεν εμπόδισε κάποιους άλλους να τον προωθήσουν επαγγελματικά σε μια θέση ισχύος, την οποία κατείχε μέχρι και πρότινος.
Μήπως, τελικά, δεν φταίει μόνον ο θύτης αλλά και όλοι όσοι τον βοήθησαν να νιώσει πανίσχυρος και να δρα με ενισχυμένο το αίσθημα της ατιμωρησίας του επί σειρά ετών, αφού δεν τον άγγιζε ο «πέλεκυς» του νόμου;
Η κοινωνική υποκρισία του τύπου «κάτι ακούγαμε αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα», «κάτι βλέπαμε αλλά είχαμε δεμένα τα χέρια», «κάτι υποψιαζόμασταν αλλά…» είναι απλά κούφια λόγια, να ‘χαμε να λέγαμε δηλαδή, όπως γίνεται συνήθως σε εξόφθαλμες υποθέσεις όταν όλοι γνωρίζουν αλλά κανείς δεν κάνει τίποτα.
Ενδείξεις και στοιχεία υπήρχαν πάντα, για κάποιο λόγο, όμως, τα αγνοούσαν αυτοί που έπρεπε να χτυπήσουν πρώτοι το «καμπανάκι» του κινδύνου και να σπεύσουν προς βοήθεια των ψυχών που «κομματιάζονταν» καθημερινά από ένα «όργανο» εξουσίας που για κακή τους τύχη ήταν και παΤέρας τους.
Ενώ, δηλαδή, αυτός τραμπούκιζε και απειλούσε, σύμφωνα με μαρτυρίες, συναδέλφους και απλούς πολίτες, συνέχιζε να έχει άδεια οπλοφορίας.
Πώς είναι δυνατόν, όμως, άτομο με πλούσιο ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς να υπηρετούσε σε θέση εξουσίας της δημόσιας τάξης και μάλιστα του ανατέθηκε ο ρόλος της προστασίας υψηλά ιστάμενων προσώπων; Επιτρέπεται, άραγε, αστυνομικός με πειθαρχικά παραπτώματα να αναλαμβάνει υπηρεσία στη βουλή;
Τελικά, δεν είναι στραβός ο γιαλός, απλά εμείς στραβά αρμενίζουμε…
![](https://www.fonitisxanthis.gr/wp-content/uploads/2023/09/ΚΟΣΥΝΘΟΣ-ΑΕ.jpg)