Ποιος από μας δεν έχει πει ή δεν έχει ακούσει την παροιμία: “όποιος βιάζεται, σκοντάφτει”. Πολλές φορές την ακολουθούμε πιστά και πηγαίνουμε σιγά μα σταθερά προς τον στόχο μας, έχοντας υπομονή.
Ο μπάρμπα Στέλιος όμως, το είχε παρακάνει. Πιο αργά δεν γινόταν. Δεν βιαζόταν καθόλου να παντρευτεί, μιας και όλο το χρόνο, είχε άλλες ασχολίες. Έπρεπε να βρίσκεται στα χωράφια και δίπλα στα ζώα του.
Όταν ήταν νέος και λεβέντης, μ’ ένα χοντρό, μαύρο μουστάκι, τον ερωτεύτηκε ένα όμορφο κορίτσι και ήθελε να κάνουν οικογένεια. Κι εκείνος την αγάπησε, δεν λέω, μα έβρισκε πάντα σαν δικαιολογία και δεν έλεγε καθόλου ψέματα σ’ αυτό, ότι δεν προλάβαινε απ’ τις πολλές δουλειές που είχε, θυμίζοντάς της, την γνωστή παροιμία, την οποία είχε διανθίσει, προσθέτοντας και δικά του λόγια:
– Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει κι όποιος περιμένει, ανάφτει. Της εξηγούσε φυσικά τι εννοεί. Όσο περισσότερο περιμένεις, τόσο πιο πολύ ανάβει ο πόθος σου γι’ αυτό που προσδοκάς. Επέμενε εσύ, της έλεγε και θα κερδίσεις μια μέρα. Όμως μην προσπαθείς να τα κάνεις όλα γρήγορα, γιατί θα χάσεις. Θες να γίνουν τα πράγματα σωστά ή όχι; την ρωτούσε στο τέλος.
– Θέλω Στέλιο μου! Πώς δεν θέλω! Δεν το ξέρεις αυτό; Αλλά να… Τα χρόνια περνάνε κι ο πατέρας μου ανησυχεί κι όλο ρωτάει.
– Οι δουλειές δεν μπορούν να περιμένουν, πες του. Εσύ όμως μπορείς. Και να ελπίζεις μπορείς!
– Τί να περιμένω, Στέλιο μου; Πόσο ακόμη;
– Μα τί άλλο, παρά να ‘ρθει η κατάλληλη εποχή φυσικά. Ο μήνας εκείνος, που δεν θα ‘χω καμιά δουλειά στα χωράφια και θα βρω επιτέλους ελεύθερο χρόνο για να κάνω τις προετοιμασίες του γάμου μας.
Μ’ ένα φιλί, σφράγιζε την υπόσχεσή του αυτή και μαζί το στόμα του κοριτσιού, με αποτέλεσμα να μην συνεχίζεται άλλο η κουβέντα.
Ο Ιανουάριος ήταν ο πρώτος μήνας της νέας χρονιάς και ο Στέλιος έπρεπε αφού ραντίσει τις κληματαριές με αγιασμό, να τις κλαδέψει. Έτσι θα μεγάλωναν τα δέντρα με την ευλογία του Θεού και θα έβγαζε απ’ τα σταφύλια τους το τσίπουρο και το κρασί του υπόλοιπου χρόνου.
Τον πιο σκληρό μήνα του χειμώνα, τον Φλεβάρη, μάζευε τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια απ’ το χωράφι του αδελφού του, γιατί εκείνος όλο αρρώσταινε και δεν μπορούσε. Την ίδια περίοδο, έβαζε στον μπαχτσέ μπρόκολα και κουνουπίδια, που άρεσαν στη μάνα τους.
Όταν έφτανε ο Μάρτης, ξεκινούσε τις βαριές δουλειές. Όργωνε το χωράφι με το αλέτρι, το οποίο έσερναν δύο βόδια, για να το σπείρει έπειτα με σιτάρι και κριθάρι, απ’ όπου θα έτρωγαν οι ίδιοι αλλά και τα ζώα τους. Και το κορίτσι περίμενε υπομονετικά, αφού ήταν πολύ κουρασμένος και όντως η κάψα της μεγάλωνε μες στον χειμώνα, όπως είχε προβλέψει ο Στέλιος.
Τον Απρίλιο ασχολιόταν με τα ελαιόδεντρα. Τα καθάριζε σχολαστικά από τις παραφυάδες, οι οποίες έβγαιναν στις ρίζες των δέντρων κι έκαναν ζημιά. Όταν θα έστρωνε τα λιόπανα, για να μαζέψει τους καρπούς, θα τον ενοχλούσαν.
Τον Μάιο, τον τελευταίο μήνα της άνοιξης, μετέφερε τις κυψέλες με τις μέλισσες, τις οποίες είχε μαζί με τον ξάδελφό του, στις περιοχές όπου άνθιζε το θυμάρι, για να βγάλουν το μέλι τους. Έσκαβε έπειτα τ’ αμπέλια, για να πάρει το φυτό αέρα απ’ τις ρίζες και να αναπτυχθεί γρηγορότερα και καλύτερα.
Έτσι, ερχόταν το καλοκαίρι, με πρώτο μήνα τον θεριστή, δίχως να το καταλάβει. Τον Ιούνη λοιπόν, το στάρι και το κριθάρι που είχε σπείρει, ήταν έτοιμα και ξεκινούσε το θέρισμα. Τον βοηθούσε βέβαια και ο αδελφός του, αλλά πάλι δεν προλάβαινε να προετοιμάσει τον γάμο του και το κορίτσι ανυπομονούσε και ο καημός την έκαιγε.
Ο Ιούλης ο αλωνάρης, δεν είχε ούτε μια μέρα χωρίς δουλειά. Απ’ το πρωί μέχρι τις πέντε το απόγευμα, όλες τις ζεστές μέρες του μήνα, τότε που ήταν πιο στεγνά τα δεμάτια του σιταριού, με τη βοήθεια δύο αλόγων, έσπαζαν τον καρπό του. Μετά τις πέντε, που έρχονταν και οι γυναίκες στο αλώνι, άρχιζε να φυσάει. Μέχρι να βραδιάσει, ο Στέλιος έβλεπε το κορίτσι του και αντάλλασαν μία γλυκιά κουβέντα, όση ώρα γινόταν το λίχνισμα, δηλαδή ο διαχωρισμός των κόκκων των δημητριακών απ’ τα στάχυα. Το σιτάρι το πήγαιναν για άλεσμα, ενώ τα υπόλοιπα χρησίμευαν για τις ζωοτροφές.
Και έφτανε ο Αύγουστος, με τις μεγάλες ζέστες και την τρανή γιορτή του καλοκαιριού. Ο πρώτος τρύγος των σταφυλιών ήταν γεγονός και το κορίτσι θα ξανάβλεπε τον Στέλιο, έστω και για λίγο, για να του θυμίσει πώς πρέπει να προετοιμαστεί για τον γάμο τους. Εκείνος της απαντούσε με την ίδια πάντα παροιμία: “Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει κι όποιος περιμένει, ανάφτει”.
Απ’ το χάραμα, άντρες και γυναίκες, έκοβαν τα τσαμπιά και τα τοποθετούσαν στα τρυγοκόφινα. Τα πιο δυνατά παλικάρια, μαζί και Στέλιος, τα φορτώνονταν και τα πήγαιναν στο πατητήρι. Τον ίδιο μήνα, ωρίμαζαν τα σύκα και τα αποξήραιναν, για να έχουν και τον χειμώνα.
Ο Σεπτέμβρης, ο Τρυγητής, ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου, έφερνε τα πρωτοβρόχια στα μάτια του κοριτσιού, που έβλεπε πως πέρασε άλλο ένα καλοκαίρι, δίχως να παντρευτούν, αλλά και κυριολεκτικά. Έβρεχε ασταμάτητα. Έτσι έπρεπε να επισπεύσουν τον τρύγο. Έλεγαν πως τα σταφύλια που πρωτοτρυγούσαν, έκαναν περισσότερο κρασί, τα δεύτερα καλύτερο και τα τρίτα ακόμη πιο καλό και γλυκό, ώστε να μην μπορείς να σταματήσεις να πίνεις.
Τον Οκτώβρη, αφού είχε ολοκληρωθεί το πάτημα των σταφυλιών και είχε “καθίσει” ο μούστος, γινόταν η πρώτη δοκιμή του κρασιού και του τσίπουρου με γιορτινή διάθεση. Μαζεύονταν οι άντρες του χωριού, φώναζαν και δυο οργανοπαίχτες και όλη νύχτα έπιναν και τραγουδούσαν.
Ήταν η εποχή που ο Στέλιος έφτιαχνε το αγουρέλαιο, μαζεύοντας τις αγίνωτες ελιές. Πάλι οι προετοιμασίες του γάμου έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα. Πάλι το κορίτσι περίμενε δακρυσμένο. Οι ελπίδες μία μία εξανεμίζονταν και η φωτιά της σιγά σιγά έσβηνε.
Το Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη, ο μελλοντικός γαμπρός χανόταν εντελώς, αφού τίναζε τις ώριμες πια ελιές. Όταν τελείωνε τα δικά του δέντρα, πήγαινε να βοηθήσει και τον ξάδερφό του. Ο Νοέμβρης όμως είναι συνήθως άστατος. Μετά από κάθε βροχή, έπρεπε να περιμένουν μερικές μέρες να στεγνώσει η γη και μετά να συνεχίσουν την ελαιοσυλλογή. Εκείνες τις μέρες λοιπόν, διάλεγαν κάθε φορά και ένα διαφορετικό σπίτι και δοκίμαζαν ποιος έκανε το καλύτερο τσίπουρο.
Παράλληλα με τις εργασίες στα κτήματα, είχε βέβαια και τα γεννητούρια των ζώων, στα οποία έπρεπε να παρευρίσκεται. Έτσι τελείωνε όμορφα η χρονιά και ξεκινούσε η νέα, πιο κοπιαστική.
Το κορίτσι του όμως, δεν μπορούσε να τον περιμένει μια ζωή για να βγει κερδισμένη, όπως της έλεγε ο ίδιος. Ήθελε και η ίδια να αρχίσει να γεννά απογόνους. Μερικά χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε κάποιον άλλον και έκανε οικογένεια. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και οι υπόλοιπες μετέπειτα αγαπημένες του. Η ιστορία επαναλαμβανόταν, μέχρι που το μουστάκι του μπάρμπα Στέλιου άρχισε να ασπρίζει.
Με τόσες δουλειές που είχε να κάνει κάθε μήνα στα χωράφια, όλο το χρόνο, χωρίς σταματημό, δεν πρόλαβε ποτέ να ετοιμαστεί για τον γάμο του και στο τέλος έμεινε γεροντοπαλίκαρο.
