Ο Μάρκος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σκοτεινό. Ένα ορεινό χωριό, που χρόνια τώρα είχε μεγάλη αντιπαλότητα με το διπλανό, το Φωτεινό. Από κει ήταν ο Μάριος, ο ξάδελφός του, που αν και δεν έπρεπε να μιλάνε, όπως τους συμβούλευαν οι γονείς τους, αυτοί έπαιζαν μαζί όταν συναντιόντουσαν στο ποτάμι, το οποίο τους χώριζε. Αρκεί να μην το μάθαιναν οι γονείς τους, γιατί θα ξεκινούσαν τον εξάψαλμο και δεν είχαν καμία όρεξη να καταλήξουν δαρμένοι.
Όσοι ζούσαν στο Φωτεινό, ήταν θεοσεβούμενοι και πίστευαν ότι στο διπλανό χωριό, ήταν μαζεμένοι οι αμαρτωλοί. Εκεί στα σκοτάδια, έλεγαν πως γίνονταν όλες οι ακολασίες. Γι’ αυτό και δεν είχαν πολλά πάρε δώσε μαζί τους. Στο Φωτεινό, ο δήμαρχος, ο οποίος ήταν και παπάς, είχε χτίσει μία τεράστια εκκλησία, αφιερωμένη στον προστάτη του τόπου τους. Μέσα είχαν τοποθετήσει το θαυματουργό λείψανό του και το φιλούσαν σαν τα μάτια τους.
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία τον θυμούνταν, όταν ακόμη οι ίδιοι ήταν μικρά παιδιά και αυτός ολόκληρο παλικάρι, πριν γίνει Άγιος, να οργώνει το χωράφι του με το αλέτρι και να τσιγκλάει τα βόδια με το αξιάλι για να ξεκινήσουν. Ήταν γεωργός στην αρχή της ζωής του. Αλλά και όταν εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ζούσε στο μοναστήρι, πάλι τη γη έσκαβε. Όχι με το αλέτρι πια. Είχε ένα μικρό κήπο και φύτευε λαχανικά. Ακόμη και τότε, δεν αποχωριζόταν το αξιάλι. Δε χτυπούσε κανένα ζώο, ούτε βέβαια άνθρωπο. Το είχε για να μετράει το χρόνο που προσευχόταν. Το έμπηγε στο χώμα και καθώς η σκιά μετακινούνταν ακολουθώντας την πορεία του ήλιου, υπολόγιζε την ώρα.
Όταν εκοιμήθη, όλο το χωριό πένθησε. Μετά από χρόνια, όταν έφτασε η ώρα της εκταφής του, βρέθηκε άθικτο μέσα στον τάφο το χέρι του, να κρατάει το αξιάλι, όπως ακριβώς το είχαν τοποθετήσει κατά τον ενταφιασμό του.
Βλέποντας όλοι οι κάτοικοι του Φωτεινού το θαύμα μπροστά στα μάτια τους, πίστεψαν στην αγιότητά του. Έβαλαν το λείψανο σ’ ένα χρυσό κουτί, σε περίοπτη θέση μέσα στην εκκλησία. Έτσι προστατευμένο πίσω απ’ το τζάμι, οι πιστοί μπορούσαν να το ασπαστούν, δίχως να το καταστρέψουν ή να το κλέψουν. Και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ήθελαν την ευλογία του. Η φήμη για το ιερό αξιάλι, μεγάλωνε μέρα με την ημέρα. Κάθε τόσο, κάποιος πιστός βίωνε ένα θαύμα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Μόνο οι κάτοικοι του Σκοτεινού δεν πίστευαν και χλεύαζαν όσους το προσκυνούσαν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς γίνεται ένα χέρι μετά της σαρκός κι ένα αξιάλι, να είναι θαυματουργά. Ακόμη και τα παιδιά μάλωναν μεταξύ τους γι’ αυτό το θέμα καμιά φορά, την ώρα που έπαιζαν κυνηγητό, εκτός απ’ τα δύο ξαδέρφια, τον Μάρκο και τον Μάριο. Αυτοί τα είχαν βρει. Δεν προσπαθούσε ο ένας να κάνει τον άλλον να ενστερνιστεί την γνώμη του. Πράγμα που δεν κατάφερναν ούτε οι μεγάλοι.
Πολύ γρήγορα όμως, ήρθε η ώρα οι κάτοικοι του Σκοτεινού να μετανιώσουν για την συμπεριφορά τους απέναντι στο λείψανο. Μετά από ένα απίστευτα ζεστό καλοκαίρι, ο καιρός άρχισε να χαλάει. Οι κάτοικοι του Σκοτεινού ένας ένας αρρώσταιναν. Ανέβαζαν πυρετό, είχαν τρομερό βήχα και στο τέλος πέθαιναν. Τα γιατροσόφια και οι εντριβές με τσίπουρο δεν είχαν αποτελέσματα. Μέχρι να καταλάβουν ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε και να ειδοποιήσουν το γιατρό, είχαν χαθεί πολλοί.
Η επιδημία επεκτάθηκε και στην γύρω περιοχή. Ο κόσμος έπεφτε κάτω σαν τις μύγες. Μόνο οι κάτοικοι του Φωτεινού δεν νόσησαν. Το απέδωσαν όλοι στο Άγιο Αξιάλι και στις θαυματουργές ιδιότητές του. Πλήθος κόσμου άρχισε να συρρέει για να το προσκυνήσουν από τα όμορα χωριά. Κανένας απ’ το Σκοτεινό. Από κει η αρρώστια δεν έλεγε να φύγει.
Τότε ανέλαβαν δράση τα δύο παιδιά, για να λύσουν το πρόβλημα. Συνεννοήθηκαν να κλέψουν το θαυματουργό αξιάλι και να το πάνε στο Σκοτεινό, για το καλό του χωριού. Έτσι μια νύχτα ο Μάριος πήγε κρυφά στην εκκλησία του Φωτεινού, άνοιξε την χρυσή κασετίνα, γιατί ήταν βαριά και δεν μπορούσε να την κουβαλήσει ολόκληρη, έκλεψε το χέρι μετά της σαρκός και το αξιάλι και έτρεξε γρήγορα, χωρίς να τον δει κανείς στην γέφυρα, όπου τον περίμενε ο ξάδερφός του ο Μάρκος και παρέδωσε τα κλοπιμαία. Εκείνος με τη σειρά του, εκμεταλλευόμενος το σκοτάδι και την ησυχία της νύχτας και μη ξέροντας πού να το τοποθετήσει, αφού στο χωριό δεν υπήρχε εκκλησία, το άφησε ανενόχλητος στην πλατεία και συγκεκριμένα στην κουφάλα του γέρικου πλατάνου.
Την άλλη μέρα στο Φωτεινό, μόλις αντιλήφθηκαν ότι έλειπε το Άγιο Λείψανο, άρχισαν να ψάχνουν πανικόβλητοι να το βρούνε. Ένιωθαν εντελώς απροστάτευτοι χωρίς αυτό. Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα στο Σκοτεινό, γιατί τους κατηγορούσαν ότι εκείνοι το έκλεψαν, επειδή τους ζήλευαν.
Κατά το μεσημεράκι, και ενώ περνούσε μπροστά απ’ τον πλάτανο, κάνοντας την συνηθισμένη του διαδρομή για να μπει στο καφενείο και να πιεί το τσιπουράκι του ο χωροφύλακας, είδε μαζεμένες πολλές γάτες στην κουφάλα. Πήγε κοντά από περιέργεια και αυτό που αντίκρισε τον άφησε με ανοιχτό το στόμα. Οι γάτες έτρωγαν την σάρκα από ένα χέρι. Έκανε το σταυρό του και αφού πρώτα έδιωξε τα ζώα, εντόπισε το αξιάλι. Τότε κατάλαβε ποιανού ήταν αυτό το χέρι και άρχισε να φωνάζει:
– Θαύμα, χωριανοί, έγινε θαύμα!
Συγχρόνως φυσούσε την σφυρίχτρα του, με όση πνοή του είχε απομείνει απ’ το σοκ.
Δυο θαμώνες βγήκαν απ’ το καφενείο.
– Τί έπαθες χωροφύλακα; Μύγα σε τσίμπησε; τον ρώτησε ο ένας.
– Ακόμη δεν ήπιες και μέθυσες; συμπλήρωσε ο άλλος.
– Τρέχατε μωρέ να δείτε το θαύμα, με τους ίδιους σας τους οφθαλμούς!
– Τί θαύμα μας τσαμπουνάς κυρ χωροφύλακα;
– Το χέρι του Αγίου απ’ το Φωτεινό, μαζί με το αξιάλι, ήρθε ουρανοκατέβατο! Θαύμα σας λέω! και γονάτισε μπροστά στην κουφάλα, ενώ οι γάτες έγλειφαν τη γούνα τους.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…