Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε το 1773 στη Δοβίστα, ένα κεφαλοχώρι είκοσι χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Σερρών, που τιμώντας τη μνήμη του σήμερα ονομάζεται «Εμμανουήλ Παπάς».
Ξεχώριζε για την επιμέλεια και τη δίψα του για μάθηση. Σπούδασε στην ανωτέρα σχολή που ίδρυσε το 1735 ο λόγιος Μητροπολίτης Σερρών Γαβριήλ, η δε επίδοσή του στα γράμματα ήταν εξαιρετική. Ήταν πάντοτε ήρεμος, πράος και μιλούσε αργά με φωνή χαμηλή και μειδίαμα στα χείλη. Πρωτοπόρος σε κάθε πατριωτική ή θρησκευτική προσπάθεια, κληρονόμησε από τον πατέρα του, τον παπα Δημήτρη, εφημέριο του χωριού του βαθύ πατριωτισμό, ευλάβεια και σεβασμό στα θεία.
Στα 1805 κατόρθωσε, με σχεδόν προσωπική εργασία, να χτίσει στο χωριό του μια ωραία εκκλησία, (τον Άγιο Αθανάσιο) που σώζεται σε καλή κατάσταση ως σήμερα. Μετά το θάνατο του πατέρα του μοιράστηκε την πατρική περιουσία με τα αδέλφια του και εγκαταστάθηκε στις Σέρρες, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο του βαμβακιού που είχε άνθηση την εποχή εκείνη. Απέκτησε μεγάλη περιουσία και ίδρυσε υποκαταστήματα εμπορικά στην Κωνσταντινούπολη και στη Βιέννη.
Παντρεύτηκε το 1793 τη Φαίδρα και απέκτησε οκτώ αγόρια (Αναστασάκη, Αθανασάκη, Γιαννάκη, Νικολάκη, Μιχαήλο, Γιώργη, Αλέξανδρο, Κωστάκη) και τρείς κόρες (Νεράντζω, Ελένη, Ευφροσύνη). Βοήθησε πολλούς Χριστιανούς και εξασφάλισε πολλά προνόμια για τους ραγιάδες έχοντας επιρροή στο μετριοπαθή Τούρκο διοικητή των Σερρών Ισμαήλ Μπέη. Μετά το θάνατο του Ισμαήλ πήρε τη θέση του ο γιος του Γιουσούφ, άσωτος και σπάταλος, ο οποίος δημιούργησε τεράστια χρέη από τις σπατάλες και καταπίεζε τους Χριστιανούς για να απομυζήσει από τις ελάχιστες οικονομίες τους ότι ήταν δυνατόν. Ο Εμμανουήλ Παπάς ήλθε σε ρήξη με τον Γιουσούφ και διαπίστωσε ότι η παραμονή του στις Σέρρες ήταν πλέον εξαιρετικά επικίνδυνη.
Ειδοποίησε το Μητροπολίτη για τη φυγή του, πήρε μαζί του τους τρεις ενήλικους γιους του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταλείποντας στις Σέρρες την περιουσία του, τη γυναίκα του και τους πέντε ανήλικους γιους του με τις τρεις θυγατέρες του.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία από τον έμπορο Κωνσταντίνο Παπαδάτο το Δεκέμβριο του 1819 και από τότε έβαλε σε δεύτερη μοίρα κάθε άλλη υπόθεσή του και δόθηκε ολόψυχα στην εκπλήρωση των σκοπών των Φιλικών.
Τον Οκτώβριο του 1820 έγινε η μεγάλη σύσκεψη στο Ισμαήλι της Ρουμανίας υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και αποφασίζεται ο αγώνας να αρχίσει από τις ηγεμονίες.
Ο Εμμανουήλ Παπάς αγόρασε όπλα και μπαρουτόβολα, τα αποθήκευσε μυστικά με τη βοήθεια του Προξένου της Ρωσσίας Μανώλη Καλιγεράκη και το Μάρτιο του 1820 τα φόρτωσε στο μπρίκι του καπετάνιου Αντώνη Χατζηβιζβίζη και μαζί με μερικούς νέους Μακεδόνες, το γιο του Γιαννάκη, το γραμματικό του Δημήτρη Οικονόμου και τον υπασπιστή του Χατζηπέτρο, σαλπάρισε νύχτα από την Πόλη και έβαλε πλώρη για το Άγιο Όρος.
Στις 23 Μαρτίου έφθασε στον όρμο του Εσφιγμένου και άρχισε με μυστικότητα τις συνεννοήσεις με τους μοναχούς και τη στρατολογία νέων της Χαλκιδικής, ο μουτεσελίμης όμως της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ μπέης πληροφορήθηκε για την άφιξη στο Άγιο Όρος του Εμμανουήλ Παπά και το Μάιο του 1920 πήρε μαζί του στρατό και έφθασε στην Ιερισσό, αποφασισμένος να μπει στο Άγιο Όρος για να δει τι ακριβώς συμβαίνει. Οι αντιπρόσωποι των μοναστηριών πρόλαβαν και συνάντησαν τον Γιουσούφ μπέη στην Ιερισσό, τον διαβεβαίωσαν για την υποταγή τους στο Σουλτάνο και με πλούσια δώρα τον έπεισαν να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη αφήνοντας φρουρά στην Ιερισσό.
Οι Χριστιανοί κάτοικοι του Πολυγύρου προέβαλαν απελπισμένη αντίσταση και επιτέθηκαν κατά των Τούρκων. Η πολεμική αυτή ενέργεια άνοιξε την αυλαία του επαναστατικού δράματος της Μακεδονίας. Ο Γιουσούφ μπέης αφού έπνιξε τη Μακεδονική πρωτεύουσα στο αίμα των Ελλήνων, στρατολόγησε τους Τούρκους και τους πάντοτε πρόθυμους Εβραίους μέχρι 60 χρονών, μπήκε επικεφαλής αυτών και κινήθηκε προς τη Χαλκιδική ακολουθώντας την κοιλάδα του Λαγκαδά. Μπήκε στην Παζαρούδα, όπου έπιασε όλους τους Έλληνες που δεν πρόλαβαν να φύγουν στα βουνά και τους έπνιξε στη λίμνη Βόλβη και ακολουθώντας τα στενά της Ρεντίνας έφτασε στην Ιερισσό όπου κατακρεούργησε 400 Έλληνες.
Όλο αυτό το διάστημα ο Εμμανουήλ Παπάς έμεινε στη Μονή Εσφιγμένου, όπου προπαρασκεύαζε δραστήρια τον αγώνα, περιμένοντας την άφιξη του Υψηλάντη ή του Γιάννη Φαρμάκη. Το σώμα του Εμμανουήλ Παπά και ο φημισμένος για την παληκαριά του οπλαρχηγός Χάψας χτύπησαν στην Ιερισσό τον Τουρκικό στρατό και έφθασαν στον κάμπο του Λαγκαδά και τα Βασιλικά.
Ζήτησε ο Εμμανουήλ Παπάς βοήθεια από τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και ναυτικές ενισχύσεις από τους Υδραίους δίχως όμως να βρει ανταπόκριση, κι έτσι αναγκάσθηκε να αντιμετωπίσει με τα ελάχιστα μέσα που του απόμειναν τις στρατιές του Χατζή Μεχμέτ Μπεϋράν πασά. Έγιναν σκληρές μάχες στα Βασιλικά, στη Γαλάτιστα και στον Πολύγυρο, όπου οι Τούρκοι κατακρεούργησαν τους Χριστιανούς και έστειλαν στα σκλαβοπάζαρα της Θεσ/νίκης και της Ανατολής τα γυναικόπαιδα. Ύστερα από τις απανωτές ατυχίες, οι Μακεδόνες επαναστάτες υποχώρησαν προς τα νότια παράλια της Χαλκιδικής και στην περιοχή της Κασσάνδρας. Έσκαψαν ένα βαθύ χαντάκι μήκους οκτακοσίων μέτρων και το οχύρωσαν με πυροβόλα.
Η φρουρά της Κασσάνδρας αντιμετώπιζε ελλείψεις σε τρόφιμα και πολεμοφόδια, δεν υπήρχαν χρήματα ούτε στο ιδιαίτερο ταμείο του Εμμανουήλ Παπά, οι επιδημίες και η πείνα προκαλούσαν θανάτους στους επαναστάτες και στα γυναικόπαιδα, άρχισαν οι λιποταξίες και τα πληρώματα με τους κυβερνήτες των καραβιών δειλά – δειλά ξαναγύριζαν στις βάσεις τους.
Ο Εμμανουήλ Παπάς με πλημμυρισμένη την ψυχή του από απελπισία ζήτησε βοήθεια από τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου, τον Υψηλάντη που βρισκόταν στην Νότια Ελλάδα και τους Υδραίους χωρίς όμως ανταπόκριση και τη νύχτα τη προς 30 Οκτωβρίου ο δραστήριος νέος διοικητής Θεσ/νίκης Μεχμέτ Αβούλ Αβούτ με 14.000 πεζούς, 5.000 καβαλάρηδες και ισχυρό πυροβολικό επιτέθηκε ορμητικά κατά των 1.500 Μακεδόνων Επαναστατών της Κασσάνδρας.
Στο πεδίο της μάχης έπεσαν οι περισσότεροι άνδρες του Εμμανουήλ Παπά, επακολούθησαν άγριες σφαγές του πληθυσμού της Κασσάνδρας από τους Τούρκους και ο διασωθείς Εμμανουήλ Παπάς στις 9 Νοεμβρίου άφησε τις Καρυές και μαζί με το γιο του και τον Ηγούμενο Ευθύμιο με το μπρίκι του Φιλικού καπετάνιου Αντώνη Χατζηβισζίλη έβαλε πλώρη για Ύδρα.
Καθώς περνούσε τον Κάβο Ντόρο, εξαντλημένος από τη συγκίνηση και τις κακουχίες της τραγικής περιπέτειας έπαθε καρδιακή προσβολή και σωριάστηκε νεκρός στο κατάστρωμα.
Η κηδεία του έγινε από τους προκρίτους της Ύδρας και θάφτηκε στο κοιμητήρι της Υπαπαντής με τιμές αρχιστρατήγου.
Έτσι χάθηκε πρόωρα μία από τις σπουδαιότερες και ευγενικότερες μορφές του ιερού αγώνα και έσβησε οριστικά κάθε επαναστατική προσπάθεια στην Ανατολική Μακεδονία.