Της Ντιάνα Τσερβονίδου
Βλέμματα άψυχα διατρέχουν μηχανικά, σχεδόν, τη γαλάζια οθόνη του κινητού. Καμία υποψία συναισθήματος δεν «ζωγραφίζεται» στο σφιγμένο πρόσωπο που παραμένει κολλημένο, με θρησκευτική ευλάβεια, σε αυτό που βλέπει μπροστά του, την ίδια στιγμή που τα δάχτυλα «παίζουν» πάνω στα πλήκτρα με απίστευτη μαεστρία, την οποία θα ζήλευε και ο πιο δεξιοτέχνης ταχυδακτυλουργός.
Ερεθίσματα του έξω κόσμου δεν φτάνουν στον εγκέφαλο με την ίδια ευκολία που φτάνουν τα μηνύματα από τους διαδικτυακούς συνομιλητές από κάθε «γωνιά» του σύγχρονου κόσμου.
«Στρατιές», ολόκληρες, αποχαυνωμένων πλασμάτων επιδίδονται στο άχαρο έργο της καθημερινής επικοινωνίας, αδιαφορώντας, εντελώς, για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους και χωρίς τη δική τους ενεργή συμμετοχή.
Σαν μαγεμένοι, ακροβατούν μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Η ώρα γι’ αυτούς έχει σταματήσει σε μια εικονική αιωνιότητα που ξεγελά τις αισθήσεις, εκεί που το άγγιγμα δεν έχει καμία σημασία και η ανθρώπινη επαφή έχει περάσει σε άλλη διάσταση, σχεδόν μεταφυσική.
Δεν είναι τα γνωστά μας «ζόμπι», αυτά, δηλαδή, που βλέπουμε, τακτικά, στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας του Χόλυγουντ. Ούτε «εισβολείς» από άλλον πλανήτη που αρνούνται να προσαρμοστούν στις ανθρώπινες νόρμες.
Είναι τα… παιδιά μας σε μια συνηθισμένη γι’ αυτά «δράση», παρέα με ένα gadget που έχει αντικαταστήσει όχι μόνο τους πραγματικούς φίλους, αλλά και όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες με τις οποίες θα μπορούσαν να γεμίσουν, δημιουργικά, τον ελεύθερο χρόνο τους.
Τα παιδιά μας που δεν παίζουν, πια, στις αλάνες γιατί, πλέον, οι αλάνες υπάρχουν ως ξεθωριασμένη ανάμνηση που παραπέμπει σε μια άλλη εποχή. Τα παιδιά μας, που δεν συναντάνε τους φίλους τους έξω, αλλά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα παιδιά μας που είναι «κολλημένα» για ώρες στο διαδίκτυο, επικοινωνώντας με γνωστούς και αγνώστους σε ένα απρόσωπο «περιβάλλον», στο πλαίσιο του νέου τρόπου ανταλλαγής πληροφοριών.
Και κάπου εδώ είναι που γεννιέται, ανεπαίσθητα, το ερώτημα: «πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο και ποιος φταίει γι’ αυτή την κατάσταση;».
Η απάντηση που δίνεται, σωρηδόν, σχεδόν, ότι τα παιδιά της σύγχρονης εποχής γεννιούνται με το «μικρόβιο» της Τεχνολογίας στις «φλέβες» τους, πιστεύω δεν θα έπρεπε να ικανοποιεί κανέναν. Πρόκειται για μια δικαιολογία που έχει σκοπό να μας εφησυχάσει, για να δεχτούμε απαίδευτα και αβίαστα μια κατάσταση την οποία δεν επιλέξαμε, ούτε για εμάς, ούτε για τις επόμενες γενιές.
Δεν είναι, βέβαια, μόνο τα παιδιά που πέφτουν στην «παγίδα» που τόσο ύπουλα στήνεται από την αλόγιστη χρήση των υπηρεσιών του διαδικτύου, οι οποίες, σημειωτέον, δεν συμβάλουν στην ποιοτική βελτίωση της καθημερινότητάς τους, αλλά και πολλοί ενήλικες που έχουν παρασυρθεί, επίσης, από την «ευκολία» των καινοτόμων τεχνολογιών, για να «χτίσουν» την προσωπική τους ευτυχία σε έναν πλασματικό κόσμο, πέρα από κάθε φαντασία.
Δεν υπάρχει πιο τραγική εικόνα από αυτήν που δείχνει γονείς με τα παιδιά τους να κάθονται μαζί, για ώρες, με ένα κινητό στο χέρι ο καθένας, χωρίς να επικοινωνούν μεταξύ τους, εγκλωβισμένοι ο καθένας στο δικό του «προσωπικό μικρόκοσμο», ενώ τρώνε ή πίνουν τον καφέ τους.
Όχι μόνο μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού, αλλά και έξω από αυτό, σε οποιοδήποτε σημείο μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους, από τις καφετέριες μέχρι τα πεζοδρόμια, «μανιακοί» χρήστες του διαδικτύου -όλων των ηλικιών- «ταξιδεύουν» εκεί που δεν θα βρεθούν, ποτέ, μέσω της φυσικής τους παρουσίας, χάνοντας, παράλληλα, στιγμές από την πραγματική ζωή.
Πολλές φορές, δεν χρειάζεται, καν, να μιλάνε μεταξύ τους. Είναι πιο εύκολο να στείλουν ένα γρήγορο μήνυμα, ακόμη κι αν ο παραλήπτης βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο ή κάθεται απέναντί τους, επίσης, χαμένος στον ιστό του διαδικτύου.
Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα που μας περιβάλει, πόσο, όμως, μας αρέσει;
Ο πλανήτης γη δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Ποτέ δεν ήταν και ούτε θα γίνει, ποτέ, αυτό που λέμε επίγειος παράδεισος. Στη σημερινή του, ωστόσο, μορφή έχει φτάσει στο απόλυτο σημείο παρακμής.
Σε έναν κόσμο όπου η αξία ενός ανθρώπου κρίνεται, πολλές φορές, με βάση τα likes που συγκεντρώνει στο facebook, πώς να μην φωνάξεις, «σταματήστε τον πλανήτη να κατέβω!!!»;