Την Άννα Διαμαντοπούλου την παρακολουθώ χρόνια. Είναι από τους ανθρώπους που όταν τυχαία πέφτω σε κάποια συνέντευξή της στην τηλεόραση ή όταν τη βλέπω σε πάνελ εκπομπής, σταματώ ό,τι και αν κάνω εκείνη τη στιγμή, για να την ακούσω.
Επίσης διαβάζω την Άννα και για την Άννα. Για τις δράσεις της όλα αυτά τα χρόνια, τις ενασχολήσεις της με όλα τα μεγάλα θέματα του αύριο, που τελικώς είναι και τα θέματα της εποχής μας και έγιναν ήδη το παρόν μας, κι ας μην το έχουμε πολυκαταλάβει. Γιατί δεν ζούμε πλέον στο μεταίχμιο εποχών, αλλά σε άλλη εποχή. Οι αλλαγές επήλθαν, τις βιώνουμε καθημερινά, απλά δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε και να τις κωδικοποιήσουμε. Πως θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά, όταν ο πολιτικός λόγος που κυριαρχεί είναι πολύ πιο περιορισμένος από όσα συμβαίνουν στην κοινωνία και στον κόσμο.
Είναι αλήθεια πως έπεσα έξω στις εκτιμήσεις μου και γι’ αυτό την παραδέχτηκα περισσότερο. Όταν κάποια στιγμή, πριν ακόμα ανακοινώσει την υποψηφιότητά της για τις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, μου τηλεφώνησαν από γραφείο ενός άλλου υποψηφίου στην Αθήνα και ζήτησαν τη στήριξή μου, τους απάντησα πως περιμένω να δω τι θα αποφασίσει η Άννα. Μάλιστα στην κουβέντα μας διατύπωσα, την εσφαλμένη εν τέλει εκτίμησή μου, πως δεν πιστεύω πως τελικά θα ανακοινώσει την υποψηφιότητά της, οπότε το συζητάμε.
Έπεσα έξω λοιπόν σκεπτόμενη πως, τι λόγο θα είχε ένας άνθρωπος, ο οποίος χρόνια τώρα ασχολείται καθημερινά, πλην όμως με διαφορετικό τρόπο, με την πολιτική και κατά την άποψή μου και πιο παραγωγικά και επίκαιρα, θα «ξεβολεύονταν» για να ασχοληθεί με ένα μοντέλο πολιτικού ή και στενότερα κομματικού συστήματος, όπου επιζητούμε εν πολλοίς τα συνθήματα και κυριαρχούν τα συναισθήματα, τα ταμπού και η ιστορία, η οποία όμως αρνείται εκκωφαντικά να συνομιλήσει με το μέλλον της.
Γιατί εν τέλει η Άννα, ως βαθιά πολιτικό ον, «ξεβολεύτηκε» μεν, πλην όμως αποφάσισε πως τον αγώνα αυτό θα τον έδινε με τους δικούς της όρους. Ως η Άννα «Από το Ντεσεβό στο Drone» (βιβλίο της Άννας). Θα ήταν ένας αγώνας ως συνέχεια του αγώνα και των προσπαθειών του ξεκινήματος των νεανικών χρόνων, ως Νομάρχη Καστοριάς, ως Υφυπουργού στη συνέχεια, Υπουργού, Επιτρόπου Απασχόλησης και Κοινωνικών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως Προέδρου της Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος για την Ευρωπαϊκή διάσταση της κοινωνικής Ευρώπης, ως Προέδρου της Επιτροπής Σοφών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Μέλλον της Κοινωνικής Προστασίας και του Κράτους Πρόνοιας στην Ε.Ε. και ως Προέδρου του Δικτύου που ίδρυσε, κυρίως όμως θα ήταν ένας αγώνας της εσωτερικής ωρίμανσης σε συνομιλία και διάδραση με τις πολύτιμες εμπειρίες και την αποκτηθείσα γνώση, με όλες τις αντιμαχίες των αποτυχιών, αστοχιών, αλλά και των μεγάλων επιτυχιών που συνεπάγεται μια μεγάλη πολιτική δράση και εν τέλει ένας αγώνας συνειδητοποίησης και αυτογνωσίας της ελληνικής πραγματικότητας με τις αναγκαίες αλλαγές προς την πορεία της ολοκλήρωσης της χώρας σε συνάρτηση πάντοτε με το ευρωπαϊκό περιβάλλον και τους μετασχηματισμούς των οικονομιών και κοινωνιών της τρέχουσας Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης σε διεθνές επίπεδο. Ένας αγώνας βασισμένος σε μια τεράστια διαδρομή.
Είναι όμως η Άννα θεωρητική; Κατηγορηματικά όχι. Είναι πρακτική, καταρτισμένη και ορθολογίστρια. Όλος ο λόγος της ξεκινάει πάντοτε με την περιγραφή της πραγματικότητας και του προβλήματος, την εξήγηση των αιτίων, για να καταλήξει σε προτάσεις και λύσεις ρεαλιστικές, εφαρμόσιμες, μετρήσιμες, μεταρρυθμιστικές και πάντοτε με επίκεντρο την κοινωνία και συνεπώς τον άνθρωπο.
Είναι καταγγελτική; Όχι με τον τρόπο που θα ήθελε ένα κοινό συνηθισμένο σε ανούσιες «κοκκορομαχίες» ή με τους όρους του «ταπώνω» της καθομιλουμένης ή των εύκολων συνθημάτων χωρίς αντίκρισμα και πλαίσιο.
Είναι δυναμική, διεκδικητική; Σαφώς, με επίγνωση όμως και βαθιά κατανόηση της πραγματικότητας. Του σήμερα και του αύριο και έτσι μπορεί να οδηγεί σε ρεαλιστικές προτάσεις.
Τι είναι εν τέλει η Άννα;
Κατά την άποψή μου είναι όλα αυτά και πολλά άλλα. Μία πολιτικός με τεράστιο θεωρητικό υπόβαθρο και πείρα, αλλά ταυτόχρονα σκληρά εργαζόμενη σε πρακτικό, καθημερινό επίπεδο για τη σοσιαλδημοκρατία του 21ου αιώνα. Μία πολιτικός που έχει κάνει όλες τις εσωτερικές σιωπηλές διεργασίες αυτοκριτικής, με απορρίψεις και αποδοχές, μιας ολόκληρης ιστορικής διαδρομής και περιόδου με τις απαιτήσεις και τη ρητορεία της τότε εποχής, όπως θα έπρεπε κατά διαστήματα να κάνουμε όλοι οι άνθρωποι στον ιδιωτικό ή και δημόσιο μας βίο και προχώρησε με μεγαλύτερη γνώση, αυτοπεποίθηση και δυναμική και όπως φαίνεται, απαλλαγμένη από την καθεστηκυία ρητορική της χώρας, στα προτάγματα του σήμερα και του πολύ κοντινού μας αύριο.
Έτσι λοιπόν, με την Άννα της γνώσης, της εμπειρίας, της προσπάθειας, των μεταρρυθμίσεων, για πραγματικές αλλαγές, για πραγματικές πολιτικές και για πραγματικές ζωές καθημερινών ανθρώπων.
Γιατί τελικά χρειαζόμαστε πολλές – πολλούς σαν την Άννα σε όλους τους τομείς για να προχωρήσουμε μπροστά. Και όπως πολλές φορές κλείνει τη «συνομιλία» της με τον κόσμο ρωτώντας το απλό «αυτό γίνεται;» «Ναι γίνεται» απαντά. Και είναι ό,τι πιο ελπιδοφόρο έχω ακούσει εδώ και χρόνια.
(Σημείωση: Την Άννα Διαμαντοπούλου δεν την γνωρίζω προσωπικά. Πέρα από μία φωτογραφία μας κατά την επίσκεψή της στην Ξάνθη δεν υπάρχει καμία άλλη προσωπική διασύνδεση, σε επίπεδο πραγματικής ζωής. Αποφάσισα όμως, εδώ και λίγα χρόνια πως για να αλλάξουν τα πράγματα, θα πρέπει να μάθουμε να συνομιλούμε, να παίρνουμε καθαρές θέσεις και να μη φοβόμαστε να εκτιθέμεθα. Διαφορετικά παρακολουθούμε να γράφεται η ιστορία ερήμην μας.).