Δεν θα του έκανε καμία εντύπωση αν κάποια μέρα οι ιστορικοί ανακάλυπταν πως μία γάτα είχε ξεγελάσει τους πρωτόπλαστους και όχι ο όφις που όλοι γνωρίζουμε. Ένας όμορφος, πονηρός και καταφερτζής γατούλης, θα μπορούσε πιο εύκολα απ’ ότι ένα φίδι, να πείσει την Εύα, κοιτάζοντάς την με τα αθώα του ματάκια, σχεδόν μαγνητίζοντάς την, να δαγκώσει τον απαγορευμένο καρπό.
Ο Μιχαλιός αγαπούσε και τάιζε όλα τα αδέσποτα γατιά, δίχως να κάνει διακρίσεις. Κάποιος έπρεπε να φροντίσει αυτές τις ψυχούλες. Είχε συνδυάσει την εμφάνισή τους στους δρόμους γύρω απ’ το σπίτι του, με το γεγονός ότι αρκετοί γείτονές του είχαν πεθάνει τους τελευταίους μήνες. Πίστευε ότι δεν ήταν καθόλου τυχαίο πως κάθε φορά που έφευγε από τη ζωή ένας άνθρωπος, στη θέση του εμφανιζόταν μία γάτα. Όχι πως είχε διαβάσει τις ινδικές γραφές, ούτε ήξερε τίποτα για τον Ινδουισμό, αλλά αυτό είχε παρατηρήσει.
Τα θεωρούσε πανέξυπνα ζώα, με μοναδικό ελάττωμα, το ότι δεν μιλάνε. Καταλαβαίνουν όμως τα πάντα, ακόμη και τη διάθεση των ανθρώπων. Νιώθουν ποιος τις αγαπάει και διαισθάνονται πολλά περισσότερα απ’ ότι εμείς.
Οι περισσότεροι βέβαια προτιμούν τα σκυλιά, γιατί είναι πιστά ζώα. Πόσες φορές είχε ακούσει ακόμη και απ’ τα ίδια του τα παιδιά, που ήξεραν την αδυναμία που τις είχε, ιστορίες για γάτες, που έφαγαν το νεκρό αφεντικό τους. “Ένας σκύλος δεν θα έκανε κάτι τέτοιο ποτέ”, συμπλήρωναν σαν επίλογο. Δεν μπορούσε βέβαια να το πιστέψει αυτό για τα λατρεμένα του ζώα και στο τέλος της ζωής του, απέδειξε πως αυτά είναι παραμύθια.
Στα δεκαεφτά, ο Μιχαλιός, όταν ακόμη στο χωριό του έβγαζαν τα χαλασμένα δόντια των ανθρώπων με τανάλια, έφυγε και πήγε στο εξωτερικό, για να γίνει οδοντίατρος, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί δούλευε πολλές ώρες και δεν προλάβανε να παρακολουθήσει τα μαθήματα που έπρεπε. Δεν ήταν τόσο η ανάγκη για λεφτά, που τον έκανε να πάρει την απόφαση να ξενιτευτεί, μα κάτι άλλο τον υποχρέωσε. Το κορίτσι που αγαπούσε, το πάντρεψαν με κάποιον πλουσιότερο και μεγαλύτερο και αυτό δεν το άντεξε.
Τα χρόνια πέρασαν και οι πληγές σιγά-σιγά έκλεισαν, όπως τα κύματα της θάλασσας σβήνουν τις λακκούβες που ανοίγουν τα παιδιά στην άμμο, παίζοντας. Έκαναν και οι δύο, τις δικές τους οικογένειες. Εκείνος χώρισε πολύ νωρίς, ενώ η Ροδάνθη έμεινε χήρα.
Στα εβδομήντα ένα του πλέον χρόνια και αφού ο ένας του γιος είχε γίνει οδοντίατρος, για να μην χαλάσει το χατίρι στον πατέρα του, γύρισε στο χωριό κι ας μην συμφωνούσε ο άλλος του γιος που ήταν καρδιολόγος. Η κατάσταση της υγείας του, δεν ήταν και η καλύτερη, το ταξίδι μεγάλο και οι συγκινήσεις πολλές.
Με τη βοήθεια της ανιψιάς του, προσπάθησε να κάνει το σπίτι των γονιών του ξανά κατοικήσιμο, μετά από πολλά χρόνια που παρέμεινε κλειστό. Δεν ήθελε πολυτέλειες. Ένα κρεβάτι, μία κουζίνα και την ησυχία του. Πολύ γρήγορα άρχισαν να μαζεύονται αδέσποτες γάτες στην αυλή του, λες και είχαν καταλάβει τα αισθήματά του γι’ αυτές.
Εκείνες έγιναν η αφορμή για να ξαναδεί την άλλοτε αγαπημένη του Ροδάνθη. Τη συνάντησε μετά από πενήντα χρόνια, όταν πήγε στην κτηνίατρο μία μαύρη γάτα, την οποία είχε χτυπήσει ένα μηχανάκι. Μπορεί να μην ήταν πια το κοριτσάκι που ερωτεύτηκε, ούτε αυτός βέβαια παρέμεινε εκείνο το δεκαεφτάχρονο αγόρι, αλλά του ξύπνησε πολλές αναμνήσεις, θαμμένες εδώ και χρόνια.
Η γιατρός ήταν η μοναχοκόρη της και η Ροδάνθη την επισκεπτόταν συχνά. Και κείνη αγαπούσε τα ζώα και την βοηθούσε σε ότι μπορούσε. Μετά από ένα δύσκολο χειρουργείο, η γάτα του Μιχαλιού σώθηκε. Την φρόντισε για λίγο η Ροδάνθη, όταν ξύπνησε απ’ την νάρκωση. Ήταν ήσυχη και χαδιάρα.
Ο Μιχαλιός πήρε την γάτα μέσα στο σπίτι, για να την έχει κοντά του και να της δίνει τα φάρμακά της κι ας ζήλευαν οι άλλες, οι οποίες βρίσκονταν έξω. Ήταν αδύναμη και ηλικιωμένη, σαν κι αυτόν και τη λυπήθηκε. Τα βράδια ανέβαινε με δυσκολία στο κρεβάτι, κουλουριαζόταν στα πόδια του και γουργούριζε για να την χαϊδέψει. Εκείνος δεν της χαλούσε χατίρι.
Κάθε μέρα η Ροδάνθη περνούσε απ’ το σπίτι του Μιχαλιού:
– Καλημέρα! του φώναζε από μακριά. Πώς πάει η μαυρούλα σου; ρωτούσε ενώ πλησίαζε την αυλόπορτα.
– Καλημέρα και σε σένα! της απαντούσε χαμογελαστός. Δόξα τω Θεώ καλά! Παίρνει τα φάρμακά της σαν καλό κορίτσι. απαντούσε και της άνοιγε για να μπει.
– Ώστε σε σένα έρχονται! Γι’ αυτό δεν τις βλέπω να τριγυρνάνε! του είπε η Ροδάνθη, καθώς μόλις μπήκε στην αυλή, όλες οι γάτες άρχισαν να τρίβονται στα πόδια της.
– Είναι η ώρα να τις ταΐσω. Έλα να με βοηθήσεις αν θες.
– Εντάξει. Εγώ θα γεμίσω τα μπολ με νερό. είπε και άνοιξε την βρύση. Εσύ πώς είσαι;
– Αν βγει ο χειμώνας, ευχαριστημένος θα είμαι. είπε απαισιόδοξα, ενώ γέμιζε με τροφή τα πιατάκια.
Όταν η μαύρη γάτα έγινε τελείως καλά, είχε πια χειμωνιάσει και δεν ήθελε να βγει έξω. Ίσως την επηρέασε ένα μικρό κουσούρι που της έμεινε στα πίσω πόδια και κούτσαινε ή απλά κρύωνε, όπως και ο περισσότερος κόσμος στο χωριό, που κι αυτοί κλείστηκαν στα σπίτια τους.
Ο Μιχαλιός είχε ανοίξει την αποθήκη που βρισκόταν στην αυλή και έμπαιναν και οι υπόλοιπες γάτες όταν έβρεχε ή όταν έκανε πολύ κρύο. Η Ροδάνθη δεν είχε πια δικαιολογία για να περνάει απ’ τον δρόμο του. Δεν ήθελε να την σχολιάζουν οι κουτσομπόλες του χωριού. Έμεινε λοιπόν μόνος με τις γάτες.
Τα παιδιά του, τα οποία βρίσκονταν στο εξωτερικό και είχαν φτιάξει τις ζωές τους, δεν ανησύχησαν που δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, γιατί ο πατέρας τους το συνήθιζε να χάνεται. Ούτε η ανιψιά του, η οποία πήγε για δουλειές στην πόλη, του τηλεφώνησε όσο έλειπε. Όταν γύρισε όμως, ήταν ήδη αργά. Τον βρήκε νεκρό στο κρεβάτι και την μαύρη γάτα στα πόδια του να νιαουρίζει λυπημένα. Αν δεν ήταν τόσο ταραγμένη με το θάνατο του θείου της, ίσως και να είχε προσέξει τα υγρά μάτια του ζώου.
Την ημέρα της κηδείας έμαθαν οι συγχωριανοί απ’ τα παιδιά του εκλιπόντος, πως είχε παραμείνει τέσσερις μέρες νεκρός, με τη γάτα δίπλα του. Όλοι σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα: πώς και δεν τον έφαγε. Η έκπληξή τους ήταν μεγάλη απ’ την εξέλιξη αυτή. Η γάτα, περίμενε αδίκως δίπλα του, πεινασμένη, για να ξυπνήσει ο Μιχαλιός και να την ταΐσει.
Αν και με δυσκολία περπατούσε, εκείνη την ημέρα η μαύρη γάτα ακολούθησε τον κόσμο που συνόδευε τη νεκροφόρα με το αφεντικό της απ’ το σπίτι του ως την τελευταία του κατοικία και δεν ξανάφυγε από κει. Σε αντίθεση με τις άλλες γάτες, οι οποίες έμειναν στην αποθήκη και περίμεναν την Ροδάνθη για να τις ταΐσει, εκείνη έμεινε στο νεκροταφείο, που έγινε πλέον το σπίτι της. Τριγυρνούσε σε όλους τους τάφους και έτρωγε ότι της έδιναν οι γυναίκες που έρχονταν για ν’ ανάψουν τα καντήλια των συζύγων τους. Το βράδυ κουλουριαζόταν στο μέρος όπου βρίσκονταν τα πόδια του Μιχαλιού και κοιμόταν πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.
Η Ροδάνθη προσπάθησε πολλές φορές να τη δελεάσει με κάποια λιχουδιά για να την πάρει στο σπίτι της, αλλά δεν μπόρεσε, παρόλο που έτρωγε απ’ τα χέρια της, τριβόταν στα πόδια της και καθόταν για να τη χαϊδέψει. Δεν περνούσε την πόρτα του νεκροταφείου για να βγει έξω, με τίποτα. Έτσι, πήγαινε κάθε μέρα στον τάφο του Μιχαλιού και την τάιζε. Όπως πήγαινε και στην αποθήκη του, για να φροντίσει τις υπόλοιπες γάτες που άφησε πίσω του.
Λίγους μήνες μετά και αφού όλοι είχαν συνηθίσει τη μαύρη γάτα να περιφέρεται στο νεκροταφείο, ανάμεσα στα πόδια τους, ξαφνικά την έχασαν. Την έψαξαν από δω, την ψιψίνισαν από κει, μα τίποτα. Την επόμενη μέρα την βρήκαν κουλουριασμένη μέσα σε μια τρύπα που είχε σκάψει στο χώμα, στα πόδια του Μιχαλιού. Προσπάθησαν να την ξυπνήσουν, αλλά μάταια. Δεν ξανασηκώθηκε από κει. Άφησε την τελευταία της πνοή, πιστή στο αφεντικό της.