Δεν είναι μόνο ότι τα παιδιά τώρα πια γεννιούνται εξυπνότερα και αυτό πίστευε ότι οφείλεται στα συμπληρώματα διατροφής που παίρνουν οι μαμάδες τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ούτε η επαφή τους με το διαδίκτυο απ’ τη στιγμή που ανοίγουν τα μάτια τους, αλλά περισσότερο το γεγονός ότι ξεκινάνε να πηγαίνουν υποχρεωτικά στο σχολείο ακόμη πιο μικρά απ’ ότι παλιότερα. Έτσι έρχονται σε επαφή με άλλα παιδιά και κοινωνικοποιούνται πολύ πιο γρήγορα. Κάνουν φίλους και αποκτούν θάρρος, καθώς μαθαίνουν να υπερασπίζονται τον εαυτό τους και τις επιλογές τους από πολύ νωρίς.
Εκείνη είχε μείνει λίγο πίσω σ’ αυτό το κομμάτι. Γεννημένη σε μία άλλη δεκαετία, ήταν ένα συνεσταλμένο παιδί, το οποίο σπάνια έβγαινε απ’ το σπίτι του και ακόμη πιο σπάνια αντιδρούσε. Εκτός απ’ τον αδερφό της, είχε αποκτήσει μία και μοναδική φίλη. Ήταν ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλιά, που το γνώρισε στην παιδική χαρά, τη μία και μοναδική φορά που πήγε με τη μαμά της. Εκείνο έκανε κούνια και μόλις την είδε σταμάτησε.
– Θες να γίνουμε φίλες; τη ρώτησε.
Το συνεσταλμένο παιδί έτρεξε στη μαμά του και την κοίταξε.
– Ρώτα την πώς την λένε. τη συμβούλεψε εκείνη χαμηλόφωνα.
Αφού πήρε λοιπόν το οk, μαζί με τη συμβουλή της, ξαναγύρισε στο ξανθό κοριτσάκι:
– Ναι θέλω. Πώς σε λένε;
– Βαγγελιώ. Θες να κάνεις κούνια;
– Ναι θέλω. απάντησε και ανέβηκε. Πώς σε λένε είπαμε; ξαναρώτησε γιατί είχε ξεχάσει απ’ τη χαρά της.
– Βαγγελιώ. Θες να σε κουνήσω;
– Ναι θέλω.
Δεν μιλούσε πολύ. Όχι πως είχε κάποιο πρόβλημα, αλλά ντρεπόταν. Άφησε την Βαγγελιώ να την κουνάει μέχρι που η μαμά, της έκανε νόημα για να φύγουν.
– Θες να ξαναπαίξουμε; τη ρώτησε η Βαγγελιώ πριν φύγει.
– Ναι θέλω. είπε μόνο χωρίς να διευκρινίζει πότε ή πού.
Ήταν Σεπτέμβριος και τα σχολεία θα ξεκινούσαν σε λίγες μέρες. Θα πήγαινε στην πρώτη δημοτικού, μιας και έγινε έξι χρονών. Δεν είχε ξαναποχωριστεί τους γονείς της τόσες πολλές ώρες και της ήταν πολύ δύσκολο να το συνηθίσει. Δεν είχε πάει ούτε παιδικό σταθμό, ούτε προνήπια ούτε νήπια. Ήξερε μόνο απ’ τον αδελφό της, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος, ότι θα μάθαινε πολλά καινούρια πράγματα εκεί και αυτό την παρηγορούσε.
Την πρώτη μέρα στο σχολείο ήταν εντελώς έξω απ’ τα νερά της. Τόσα πολλά παιδιά, δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Ένιωθε άβολα μέσα σε τόσο κόσμο. Νόμιζε πως θα χαθεί. Αυτό το συναίσθημα την ακολούθησε αργότερα και στην ενήλικη ζωή της και τη δυσκόλευε. Η μαμά της, η οποία ήτανε μαζί της στον αγιασμό, την έσπρωξε απαλά για να πάει στη σειρά, μαζί με τα άλλα κορίτσια και αγόρια της πρώτης δημοτικού και να φύγει έτσι κάτω απ’ τη φούστα της. Ο μεγαλύτερος αδελφός της ήταν πιο μακριά, με τα αγόρια της ηλικίας του. Εκείνη δεν ήθελε να πάει και άρχισε να κλαίει. Μία όμορφη κοπέλα, με καστανά ολόισια μαλλιά και φράντζα, η οποία την είδε από κει που στεκόταν, πήγε κοντά της. Αργότερα έμαθε πως ήταν η κυρία της τάξης της. Την ρώτησε στην αρχή το όνομά της και μετά τί τάξη θα πάει, αν και ήξερε, μόνο και μόνο για να ξεχαστεί λίγο με την κουβέντα.
– Με ποιο κορίτσι θέλεις να καθίσεις στο ίδιο θρανίο; τη ρώτησε η κυρία.
– Με τη Βαγγελιώ. απάντησε ρουφώντας τη μύτη της.
– Εντάξει λοιπόν. Θα πάω να σου τη φέρω. Μου υπόσχεσαι ότι θα σταματήσεις να κλαις;
– Ναι. είπε ξερά.
Η δασκάλα έφυγε και όταν γύρισε, κρατούσε απ’ το χέρι ένα μελαχρινό κορίτσι.
– Ορίστε. Σου την έφερα τη φίλη σου τη Βαγγελιώ, που θα πάει κι αυτή στην πρώτη τάξη. Σταμάτα τώρα να κλαις.
Θα ήθελε να της είχε φωνάξει με όλη της τη δύναμη “όχι δεν σταματώ! Δεν είναι αυτή. Η δικιά μου η Βαγγελιώ είναι ξανθιά! Παρ’ την από δω αυτή! Δεν την ξέρω.” όπως θα έκανε ένα παιδί σήμερα, όλο θράσος, αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα. Δεν βγήκε κουβέντα απ’ το στόμα της. Δεν μπόρεσε, γιατί δεν ήθελε να κάνει το μελαχρινό κορίτσι να νιώσει άσχημα, επειδή δεν την ήθελε. Ίσως να σκεφτόταν πολύ λάθος. Μα δεν αντέδρασε. Μόνο την κοίταξε. Εκείνη άπλωσε το χέρι της για να προχωρήσουν μαζί. Τί να έκανε το συνεσταλμένο παιδί; Το έδωσε. Και πήγαν στην ίδια σειρά, μόλις βγήκε στο προαύλιο ο κυρ Γιάννης και άρχισε να χτυπάει την κουδούνα για να μαζευτούν τα παιδιά που ακόμη έπαιζαν στην τραμπάλα. Και κάθισαν στο ίδιο θρανίο αργότερα που μπήκαν στην τάξη. Και θα πήγαιναν έτσι μέχρι το Λύκειο, με τον επιστάτη να χτυπάει την κουδούνα σε κάθε διάλειμμα, αλλά ακόμη δεν το ήξεραν.
Η κυρία είχε χαρεί, νομίζοντας πως έκανε το σωστό. Το συνεσταλμένο παιδί όμως κοιτούσε τριγύρω για να βρει την μοναδική φίλη που είχε κάνει στην παιδική χαρά, αλλά δεν ήταν αυτή που είχε τώρα δίπλα της. Και την βρήκε. Ένα άλλο κορίτσι την κρατούσε απ’ το χέρι και ήταν στην ίδια σειρά μαζί της, χαμογελώντας.
Όταν μπήκαν στην τάξη, μετά τον αγιασμό, κάθισαν στα θρανία όπως στέκονταν στο προαύλιο χώρο του σχολείου και πάλι δεν είπε τίποτα όταν ρώτησε η κυρία αν όλα είναι εντάξει. Ούτε καν στη μαμά της είπε τίποτα.
Την άλλη μέρα, προσπάθησε να εξηγήσει στον μπαμπά της τι είχε συμβεί.
– Για ποια λες; ρώτησε εκείνος, αφού είχε ακούσει υπομονετικά όλη την ιστορία.
– Δεν κατάλαβες; απάντησε το συνεσταλμένο παιδί.
– Όχι, για ποια;
– Ε, μα ακόμη δεν κατάλαβες ποια εννοώ; Τί σου εξηγώ τόση ώρα!
– Όχι, σου λέω, ποια;
Ουφ! Ξεφύσηξε αγανακτισμένη. Αλλά και κείνος είχε βαρεθεί και ήθελε να ξεμπερδεύει.
– Κατάλαβες μήπως τώρα; ξανάπε το κορίτσι αφού είχε προσθέσει μια λεπτομέρεια στην περιγραφή.
– Ε, ναι. απάντησε ο μπαμπάς βιαστικά.
– Ποια λέω;
– Αυτήν που εννοείς.
– Και ποια εννοώ;
– Αυτήν που λες.
– Και ποια λέω;
– Αυτή που εννοείς.
– Και ποια εννοώ;
…………………
Και τράβηξε ώρα αυτή η κουβέντα, χωρίς να ξέρεις ποιος κοροϊδεύει ποιον.
Την άλλη μέρα ο μπαμπάς πήγε στο σχολείο να μιλήσει με τη δασκάλα της. Ούτε κι εκείνη όμως κατάλαβε το πρόβλημα, για να μπορέσει να βοηθήσει. Τελικά τη λύση βρήκαν τα κορίτσια μεταξύ τους. Έγιναν μια παρέα και τα τέσσερα και έπαιζαν στα διαλείμματα όλες μαζί. Όταν χτυπούσε το κουδούνι, κάθε μία έπαιρνε τη φίλη της και παρακολουθούσαν το μάθημα.