Τους έλεγες ακόμη νεαρό ζευγάρι, όταν εκείνη έμεινε έγκυος, μετά από πολλές προσπάθειες. Δεν ήταν βέβαια είκοσι χρονών, αλλά ούτε ο Αβραάμ με τη Σάρρα κι ας είχαν ονομάσει το αγοράκι τους Ισαάκ.
Όσο ήταν μικρός, ήταν χαρούμενος και χαμογελαστός. Μεγαλώνοντας, κάπως σοβάρεψε. Όσο του έλεγαν ότι σύμφωνα με το όνομα του, που σημαίνει «παιδί του γέλιου», έπρεπε να είναι κι έτσι, τόσο εκείνος κατσούφιαζε.
Έκανε πάντα τους γονείς του υπερήφανους και χαρούμενους. Ειδικά την ημέρα του γάμου του, ήταν τρισευτυχισμένοι. Στο γλέντι που ακολούθησε, ήπιαν όλοι λίγο παραπάνω, λόγω της ημέρας. Ο Ισαάκ γελούσε όλη την ώρα. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Ήξερε ότι αυτό θα γινόταν, αλλά παρασύρθηκε απ’ τη γλυκιά γεύση της σαμπάνιας. Γνώριζε το κουσούρι του. Μ’ ένα παραπανίσιο ποτηράκι, χαλάρωνε και ξεκινούσε τα γέλια. Όλοι έρχονταν με τη σειρά στο τραπέζι των νεονύμφων για να τους ευχηθούν. Έτσι και αυτός, για να μην φανεί αγενής προς τους καλεσμένους, έπινε μετά από κάθε τσούγκρισμα. Στο τέλος μέθυσε και γελούσε δυνατά, ότι και να του έλεγαν.
Την άλλη μέρα, οι νεόνυμφοι έφυγαν για την Αθήνα, μαζί με τον ξάδερφό του και κουμπάρο τους. Από κει, το ζευγάρι θα πήγαινε στην Κρήτη, για το ταξίδι του μέλιτος. Αφού βγήκαν το βράδυ σ’ ένα μπαρ για να διασκεδάσουν, γύρισαν στο σπίτι του κουμπάρου μεθυσμένοι. Ο Ισαάκ, που πάλι είχε αφεθεί στο ποτό, δεν μπορούσε να σταματήσει το γέλιο.
Σε λίγο η σπιτονοικοκυρά με τις πιτζάμες, που έμενε στον κάτω όροφο, χτυπούσε το κουδούνι τους.
– Τί συμβαίνει; Τί φασαρία είναι αυτή; Γελάτε συνέχεια και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε! παραπονέθηκε.
– Συγχωρέστε μας, αλλά παντρευτήκαμε χτες και το γλεντάμε. Δεν θα ξανασυμβεί. είπε ο κουμπάρος, χρησιμοποιώντας πληθυντικό αριθμό, γιατί ο Ισαάκ, δεν μπορούσε να μιλήσει απ’ τα γέλια.
– Α καλά. Να ζήσετε! είπε ξερά η σπιτονοικοκυρά και έφυγε βιαστική, με την λανθασμένη εντύπωση πως είχαν παντρευτεί μεταξύ τους οι δυο άντρες, μιας και δεν είδε πουθενά τη νύφη.
Πήγαν όλοι για ύπνο, αλλά ο Ισαάκ συνέχισε να γελάει απ’ το διπλανό δωμάτιο.
– Φτάνει ρε! Κοιμήσου πια! φώναξε ο ξάδελφος, που τελικά ενοχλήθηκε και κείνος.
– Δεν μπορεί να σταματήσει! Αφού τον ξέρεις! είπε η νύφη, που ούτε και κείνη μπορούσε να κλείσει μάτι δίπλα στον Ισαάκ.
– Αμ δεν τον ξέρω! Και πολύ καλά μάλιστα!
Με τα χίλια ζόρια, ηρέμησε και αποκοιμήθηκε. Έτσι ησύχασαν όλοι.
Το πρωί, ο ξάδερφος, τους πήγε στο λιμάνι. Όταν το νιόπαντρο ζευγάρι έφτασε στο νησί, ένας φίλος, ο Φώτης, τους περίμενε για να τους πάει στο ξενοδοχείο που θα έμεναν. Το επόμενο βράδυ, ήταν καλεσμένοι στο σπίτι του. Αφού έφαγαν, βγήκαν όλοι μαζί σ’ ένα όμορφο μπαράκι. Ο Ισαάκ, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, να μην πιει ούτε σταγόνα. Έτσι κι έγινε. Μάταια προσπαθούσε ο Φώτης να τον πείσει για να πιει έστω ένα ποτό. Ήταν ανένδοτος. Την έβγαλε όλο το βράδυ με πορτοκαλάδες. Ο φίλος του όμως, του έδωσα και κατάλαβε.
Όταν έφτασε η ώρα για να γυρίσουν στο ξενοδοχείο, ο Φώτης προσφέρθηκε να τους πάει με το αυτοκίνητό του. Δεν είχε φοβηθεί άλλη φορά τόσο πολύ ο Ισαάκ, σαν συνοδηγός. Το αυτοκίνητο πήγαινε ζιγκ ζαγκ. Δύο φορές κόντεψαν να τρακάρουν. Δεν περίμενε την τρίτη. Ζήτησε απ’ το φίλο του, όχι και τόσο ευγενικά είναι αλήθεια, να σταματήσει.
– Άσε! Θα οδηγήσω εγώ. του είπε νευριασμένος.
– Πλάκα κάνεις; Δεν ξέρεις το δρόμο. του απάντησε ο Φώτης.
– Δεν πειράζει! Θα τον βρω. Προτιμώ ν’ αργήσω, παρά να μη φτάσω καθόλου. είπε ο Ισαάκ και η γυναίκα του συμφώνησε.
– Πήγαινέ με πρώτα στο σπίτι και μετά πάρε το αμάξι για να πάτε στο ξενοδοχείο σας. κατάφερε να ψελλίσει ο Φώτης πριν αρχίσει να ροχαλίζει στο πίσω κάθισμα.
Όταν έφτασαν στο σπίτι του, ο Ισαάκ τον ξαναρώτησε:
– Είσαι σίγουρος ότι δεν θα χρειαστείς το αυτοκίνητο αύριο; Δεν ξέρω τί ώρα θα ξυπνήσουμε για να στο φέρω.
– Ναι ρε! Τί να το κάνω; Αύριο δεν δουλεύω. Παρ’ το εσύ! Άντε καληνύχτα και ευχαριστώ παιδιά! απάντησε ο Φώτης και ανέβηκε τις σκάλες τρεκλίζοντας.
Το απόγευμα, ξύπνησε διψασμένος. Πήγε με το ζόρι μέχρι την κουζίνα. Καθώς γέμιζε ένα ποτήρι με νερό, κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Το αυτοκίνητο του δεν ήταν στη θέση που συνήθιζε να το παρκάρει. Πανικοβλήθηκε. “Το έκλεψαν” σκέφτηκε “και τώρα;” Έψαξε να βρει το κινητό του. Πήρε αμέσως στο τηλέφωνο ένα φίλο του αστυνομικό για να το καταγγείλει:
– Χτες το μεσημέρι το είχα παρκάρει έξω απ’ το σπίτι. Το θυμάμαι. Μετά βγήκα και όταν γύρισα, μάλλον το άφησα πάλι στο ίδιο μέρος. Δεν το αφήνω πουθενά αλλού. Τώρα είναι άφαντο!
– Πες μου αριθμό πινακίδας, μάρκα και χρώμα. απάντησε ο φίλος του.
Το έκανε. Ξαφνικά όμως θυμήθηκε κάτι.
– Κάτσε ρε συ! Έχω βάλει GPS. Περίμενε να δω πού είναι.
Πολύ γρήγορα, βρήκε το στίγμα του αμαξιού.
– Αρκετά χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη. Μπορείς να στείλεις κάποιον να το ελέγξει; ρώτησε ο Φώτης.
– Θα πάω ο ίδιος. είπε ο αστυνομικός.
Σε λίγη ώρα, ένα περιπολικό σταματούσε μπροστά στο ξενοδοχείο Princess. Εντόπισαν αμέσως το κλεμμένο, όπως πίστευαν, αυτοκίνητο στο πάρκινγκ. Ζήτησαν απ’ τον ρεσεψιονίστ πληροφορίες. Εκείνη την ώρα ο Ισαάκ έβγαινε με τη γυναίκα του απ’ το εστιατόριο γελώντας.
– Αυτός είναι ο κύριος. είπε ο ρεσεψιονίστ.
Οι αστυνομικοί πήγαν προς το μέρος του.
– Είστε ο Ισαάκ….; ρώτησαν, αλλά εκείνος είχε πιει δύο ποτηράκια παραπάνω με το φαγητό και δεν μπορούσε ν’ απαντήσει απ’ τα γέλια.
Έγνεψε καταφατικά.
– Δικό σας είναι αυτό το αυτοκίνητο; ξαναρώτησαν, δείχνοντας το αμάξι του φίλου του.
Αδύνατον να σταματήσει να γελάει. Μόνο έγνεψε αρνητικά.
– Εσείς δεν το παρκάρατε εκεί; Το ξέρετε κύριε ότι είναι κλεμμένο; είπαν και σοβάρεψαν.
Εκεί ο Ισαάκ ξεκαρδίστηκε!
– Μας κοροϊδεύετε κύριε; παρεξηγήθηκαν οι αστυνομικοί. Ακολουθήστε μας στο τμήμα σας παρακαλώ.
Η γυναίκα του, τρομοκρατημένη μέσα στο περιπολικό, μάταια προσπαθούσε να τους εξηγήσει τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ.
Την παρεξήγηση, έλυσε τελικά ο ίδιος Φώτης, που μόλις τους είδε στο τμήμα, ανέκτησε τη μνήμη που το ποτό είχε διαγράψει. Αγκάλιασε τον Ισαάκ και γελούσαν μέχρι δακρύων, με τους αστυνομικούς να τους κοιτούν απορημένοι.
