Άνοιξαν τα μάτια της διάπλατα απ’ τον τρόμο. Έκλεισε το στόμα της με το χέρι για να μην φωνάξει. Μια στάλα αίμα πέρασε απ’ την χαραμάδα του ξύλινου πατώματος και κατέληξε στο μέτωπό της. Την σκούπισε με το δάχτυλο και ασυναίσθητα το γεύτηκε. “Μάνα” σκέφτηκε. Το σώμα του πατέρα σωριάστηκε με θόρυβο. Το κεφάλι του κατρακύλησε. Σταμάτησε σε μια γωνιά, που ευτυχώς δεν μπορούσε να το κοιτάξει στα μάτια.
Είχαν μπει οι Τούρκοι στο χωριό και τους έσφαζαν όλους ανεξαιρέτως μέσα στα σπίτια τους. Η μοναχοκόρη, είχε κρυφτεί κάτω από το ξύλινο πάτωμα και παρακολουθούσε ανήμπορη. Οι Τούρκοι, μανιασμένοι, δεν ρωτούσαν τίποτα, δεν έλεγαν τίποτα. Σκότωναν και έφευγαν, γεμίζοντας ένα βρωμερό τσουβάλι με τ’ αυτιά των νεκρών.
Βγήκε απ’ την κρυψώνα της, μόλις σταμάτησε ν’ ακούει τα βήματα τους και το έβαλε στα πόδια απ’ την αντίθετη κατεύθυνση. Η γη ανάβλυζε αίμα, σε κάθε βήμα. Γύρισε πίσω και κοίταξε το σπίτι της που καιγόταν. Όλα είχαν χαθεί πια. Ένας ιππέας, μάλλον Γάλλος, δεν μπορούσε να διακρίνει καλά, γιατί τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα, ανέβασε έναν άντρα βιαστικά στο άλογο του, σώζοντάς τον και κάλπασαν προς το δάσος.
– Γιατί να μην είμαι άντρας; μονολόγησε το κορίτσι. Κάποιος θα μ’ έσωζε!
Και πριν ολοκληρώσει την σκέψη της, ένα δυνατό χέρι την άρπαξε.
– Πώς σε λένε αντράκι μου; φώναξε ο καβαλάρης.
– Νικόλαος. απάντησε χωρίς πολύ σκέψη το κορίτσι, που δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι και να αποκαλύψει πώς είναι κόρη.
– Ίδιος ο Υψηλάντης! αναφώνησε και χάθηκαν στο δάσος.
– Μόνος σου είσαι; την ρώτησε όταν βρέθηκαν σε ασφαλές μέρος, μαζί με άλλους καβαλάρηδες.
– Ναι. Τους δικούς μου τους έσφαξαν οι Τούρκοι και το σπίτι μου κάηκε. είπε το κορίτσι και συμπλήρωσε, με όση δύναμη της είχε απομείνει. Πώς θα εκδικηθώ;
– Μην ανησυχείς. Θα σε πάω εκεί που πρέπει, για να πάρεις το αίμα σου πίσω.
Αυτή η φράση στριφογυρνούσε στο μυαλό της, κάθε βράδυ. “Να πάρω το αίμα μου πίσω. Θα πάρω το αίμα τους πίσω κι έτσι θα ησυχάσω.” σκεφτόταν το παιδικό μυαλουδάκι της.
Ταξίδεψαν μέρες πολλές. Ήταν νηστικοί και κρύωναν. Ώσπου τελικά, έφτασαν.
– Είναι ο Νικόλαος και είναι άξιο παλικάρι. Θέλει να εκδικηθεί το θάνατο των γονιών του. Είμαι σίγουρος πώς θα σας φανεί χρήσιμος. είπε στους κλέφτες που τον υποδέχτηκαν.
Εκείνοι τον κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν ένα παιδαρέλι αδύνατο, που δεν τους γέμιζε το μάτι.
– Καλά. είπε ο αρχηγός τους κοφτά. Θα τον δοκιμάσουμε και βλέπουμε. Πάνε εκεί με το γιό μου τον Διαμαντή. στράφηκε κάπως άγρια στην κόρη.
Αυτή τρόμαξε για μια στιγμή. Δεν αποκάλυψε όμως το μυστικό της, μόνο στραβοκατάπιε. Ο καβαλάρης έφυγε. Έμεινε μόνη με το Διαμαντή. Εκείνος δεν μίλησε. Οι κλέφτες, την φρόντιζαν σαν να ‘ταν παιδί τους. Της έδωσαν χοντρά ρούχα να φορέσει, γιατί αν και καλοκαίρι, στα βουνά είχε κρύο. Όλοι την περνούσαν για αγόρι. Είχε κοντά μαλλιά και ήταν ντυμένη σαν άντρας. Της έδωσαν να φάει, για να δυναμώσει.
Ο καπετάν Λάμπρος, της έμαθε πώς να κρατάει το γιαταγάνι και τις σπάθες, πώς να γεμίζει το καριοφίλι και τις πιστόλες και να πυροβολεί. Σιγά-σιγά θα πολεμούσε σαν άντρας. Οι κλέφτες ετοιμάζονταν για γιουρούσι και θα την έπαιρναν μαζί τους, για πρώτη φορά.
Ήτανε σκοτεινά πολύ. Το φεγγάρι σαν να μην ήθελε να βγει, για να μην ξυπνήσει τους οχτρούς. Μπήκαν ξαφνικά μες στις σκηνές των Τούρκων τα πιο γενναία παλικάρια και έσφαξαν όσους μπόρεσαν. Οι υπόλοιποι αρματολοί, περίμεναν απ’ έξω. Μόλις άκουσαν το σήμα, έκαναν έφοδο και πυροβολούσαν όποιον έτρεχε για να σωθεί. Το ίδιο έκανε και η κόρη. Όσοι άπιστοι έφυγαν, ήταν σίγουρα βαριά τραυματισμένοι. Οι αντάρτες πήραν τα άλογα τους, τα όπλα τους, τρόφιμα και ότι άλλο τους χρειάζονταν και γύρισαν στις σπηλιές τους.
– Καλά τα πήγες Νικόλαε! της είπε ο καπετάν Λάμπρος και την χτύπησε στον ώμο. Μη φοβάσαι! συμπλήρωσε. Είναι πολλοί μα δεν έχουνε ψυχή σαν τη δική μας.
Το κορίτσι, κούνησε το κεφάλι, για να δείξει ότι συμφωνεί και συνέχισε να τρώει.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα και η κόρη μεγάλωσε. Τα φαρδιά ρούχα που φορούσε, έκρυβαν το στήθος της, που άρχισε να φουσκώνει και να την ανησυχεί. Δεν μπορούσε όμως τίποτα να την σταματήσει. Την έπιανε αμόκ, όταν έβλεπε εχθρούς. Κάρφωνε το σπαθί της βαθιά και έσφαζε με θάρρος, μιας και δεν υπήρχε αύριο. Απ’ το επόμενο γιουρούσι, γύρισε πλημμυρισμένη στο αίμα. Οι κλέφτες που την καμάρωναν, το πέρασαν για εχθρικό. Δεν φαντάστηκαν ότι ήταν δικό της και έτρεχε ανάμεσα απ’ τα πόδια της. Ούτε η ίδια το κατάλαβε στην αρχή. Μετά, θυμήθηκε τα λόγια της μάνας της και προσπαθούσε κάθε μήνα να το κρύβει. Εκείνες τις μέρες, η δίψα της για εκδίκηση, γινότανε ακόμη μεγαλύτερη. Αν προλάβαινε, θα έγλειφε το αίμα απ’ το γιαταγάνι, μέχρι να γυαλίσει και πάλι και να δει τα μάτια της να καθρεφτίζονται. Όσους και να σκότωνε όμως, δεν ησύχαζε η ψυχή της.
Είχε εκμυστηρευτεί μερικές σκέψεις της στον Διαμαντή. Ήταν δυνατό και όμορφο παλικάρι. Μια νύχτα, κοιμόταν με το ένα μάτι ανοιχτό και κείνη δεν τον πήρε χαμπάρι πως την ακολούθησε. Έμεινε άφωνος με την αποκάλυψη. Την άλλη μέρα της μίλησε στα ίσια.
– Σε είδα Νικόλαε. Μην κρύβεσαι άλλο. Ξέρω. Είσαι γυναίκα.
– Ορκίσου, σε τούτο το σταυρό, που με βαφτίσαν Νίκη, πως δεν θα με προδώσεις. είπε καθώς το έβγαζε απ’ το λαιμό της και του το έδινε για να το φιλήσει.
– Δεν μπορώ να ορκιστώ σε κάτι που δεν πιστεύω. της απάντησε. Δε θέλω σταυρούς και παπάδες! Μακριά! Οι θρήσκοι, είναι σαν τις γυναίκες, λέει ο καπετάν Λάμπρος. Θέλουν να σ’ αλλάξουν, να σε φέρουν στα μέτρα τους. Εμένα δεν μπορούν να μου βάλουν όρια, μήτε η πίστη μήτε οι γυναίκες. Καλύτερα σκότωσε με.
– Ευχαρίστως να σου κόψω το λαιμό! είπε η Νίκη.
Εκείνος γέλασε.
– Για να κρατήσω το μυστικό σου, θέλω τα χείλη σου. έκανε με σκυμμένο κεφάλι, σαν να ντράπηκε ξαφνικά με τα ίδια του τα λόγια. Δεν βαστώ να πεθάνω χωρίς να ‘χω γευτεί γυναικεία χείλη. εξομολογήθηκε ο Διαμαντής. Δεν θέλω να με φιλήσει πρώτα ο Χάρος, με την παγωμένη του ανάσα. Μοναχά της μάνας μου θυμάμαι το γλυκό φιλί, σαν μέλι. Θέλω και το δικό σου, να το ‘χω για μαξιλάρι.
Εκείνη δίστασε για λίγο και μετά του απάντησε:
– Τα μεσάνυχτα να ‘ρθεις, δίχως να σε καταλάβουν. Εδώ, στο ίδιο μέρος.
Έτσι κι έγινε. Μα τα φιλιά, ήταν πιο γλυκά απ’ το μέλι και ακολούθησαν κι άλλα. Πιο ζεστά και ιδρωμένα. Με το φεγγάρι να τους σκεπάζει με το χλωμό του φως, πίσω απ’ τα σύννεφα.
Όμως οι συμπλοκές συνεχίζονταν, αντάμα με τον έρωτα. Γιατί μόνος του, δεν μπορεί να σταματήσει τον πόλεμο. Είναι γλυκό το αίμα της εκδίκησης. Σ’ ένα γιουρούσι, ο Διαμαντής σκοτώθηκε. Την ίδια κιόλας νύχτα, η Νίκη έφυγε σαν κυνηγημένη απ’ τη σπηλιά. Η κοιλιά της είχε αρχίσει να φουσκώνει. Το φεγγάρι την οδήγησε σ’ ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα, όπου έμεινε και περίμενε την έβδομη πανσέληνο, για ν’ αναστήσει τον Διαμαντή.
