Στη θεσμοθέτηση νέων κανόνων στα στεγαστικά δάνεια προχώρησε η Τράπεζα της Ελλάδος, βάζοντας όρια στο ύψος του δανεισμού. Το πρώτο είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τον δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα στο 50% για όσους αγοράζουν σπίτι για πρώτη φορά και στο 40% για όλους τους άλλους δανειολήπτες.
Το δεύτερο μακροπροληπτικό μέτρο είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τον δείκτη δανείου προς την αξία του υπέγγυου ακινήτου κατά την έγκριση 90% για τους αγοραστές για πρώτη φορά και 80% για όλους τους άλλους.
Τα τελικά στοιχεία του 2022 δείχνουν ότι στο τέταρτο τρίμηνο ο δείκτης δανείου προς αξία κατά την έκδοση του δανείου ήταν στο 61,6%, αρκετά κάτω από το όριο του 80-90%, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα. Επίσης, σημειώνεται ότι στο θέμα κόστους εξυπηρέτησης των δανείων, ήταν στο 24,2% του ετήσιου εισοδήματος του δανειολήπτη, αρκετά κάτω από το 40-50% των νέων ορίων.
Παραδείγματα
Σε εργαζόμενο με το μέσο μισθό των 1.250 ευρώ, επί 14 μήνες το χρόνο, μετά τις ασφαλιστικές εισφορές, φόρους κ.τ.λ., το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα είναι 13.774 ευρώ ή 984 ευρώ το μήνα, η μηνιαία επιβάρυνση ενός δανείου που θα χορηγηθεί από την Πρωτοχρονιά του 2025 δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από 492 ευρώ. Αυτό σημαίνει ετησίως 5.904 ευρώ.
Η συντριπτική πλειονότητα των στεγαστικών δανείων για αγορά κατοικίας είναι με ορίζοντα αποπληρωμής από 20 έως 30 έτη. Αυτό σημαίνει ότι για κάποιον με ένα μέσο εισόδημα, το όριο χορήγησης δανείου μπαίνει από 118.080 έως 177.120 ευρώ.
Στο πλαίσιο του ορίου για χορήγηση ποσού έως το 80-90% της αξίας του ακινήτου, αυτό σημαίνει ότι ο αγοραστής του παραδείγματος θα μπορούσε θεωρητικά και με την ελάχιστη συμμετοχή ιδίων κεφαλαίων 10-20% να αγοράσει μία κατοικία αξίας έως 221.400 ευρώ αν δεν είναι η πρώτη του αγορά ή έως 196.800 ευρώ αν είναι η πρώτη του αγορά κατοικίας.