Παρασκευή, 6 Δεκεμβρίου

 

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

«Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
Και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί…»

Κ. Παλαμάς

 

 

Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς καταγόταν από μεγάλη οικογένεια Μεσολογγιτών, που ανέδειξε διδασκάλους του Γένους, οπλαρχηγούς και κληρικούς.

Γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 στην Πάτρα στο ίδιο σπίτι που γεννήθηκε η Ιταλίδα συγγραφεύς Ματθίλδη Σεράο και σε ηλικία οκτώ ετών βρέθηκε στο Μεσολόγγι, όπου ορφανός από γονείς, μεγάλωσε υπό την προστασία ενός θείου του.

Το 1875 μετά τις Γυμνασιακές του σπουδές, ήλθε στην Αθήνα και γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, με σκοπό να γίνει νομικός όπως ο πατέρας του.

Παράλληλα με τις σπουδές του, ο Κωστής Παλαμάς εργάσθηκε σε εφημερίδες και περιοδικά για να αντιμετωπίζει τα καθημερινά του έξοδα.

Τον ενθουσίασαν η λογοτεχνία και η επαφή με τα γράμματα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τις σπουδές του στην Νομική και να αφοσιωθεί στις λογοτεχνικές μελέτες. Εγκατέλειψε την «Θέμιδα» για να υπηρετήσει τις «Μούσες».

Το 1876 δημοσίευσε το πρώτο του έργο με τίτλο: «Ερώτων έργο» που εντυπωσίασε κυρίως για την γλώσσα που χρησιμοποίησε.

Συνεργάσθηκε πολλά χρόνια με τις εφημερίδες «Ακρόπολη» και «Εμπρός».

Στις 15 Οκτωβρίου του 1897 διορίσθηκε από τον Υπουργό Παιδείας Ανδρέα Παναγιωτόπουλο Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παρέμεινε μέχρι το 1928. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1926) και το έτος 1930 εξελέγη Πρόεδρός της.

Το σπίτι του στην οδό Ασκληπιού 3, έγινε κέντρο της πνευματικής ζωής της Αθήνας για πολλά χρόνια, όπου συναντήθηκαν οι πλέον γνωστές προσωπικότητες των Ελληνικών Γραμμάτων της εποχής του…

Πέθανε στις 3:20 π.μ., ημέρα Σάββατο, στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 στην Αθήνα, στο νέο του σπίτι στην οδό Περιάνδρου 5, σε ηλικία 84 ετών, εξαντλημένος μετά το χαμό της συζύγου του (9 Φεβρουαρίου 1943).

Η κηδεία του, στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, αυθόρμητα μετατράπηκε σε ένα ξέσπασμα του Ελληνικού Λαού κατά του κατακτητού. Η παρουσία στην κηδεία του χιλιάδων Αθηναίων, υπήρξε μία μεγαλειώδης εκδήλωση Εθνικής Αντίστασης. Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Άγγελος Σικελιανός απάγγειλε το γνωστό ποίημά του: «Ηχήστε οι Σάλπιγγες… οι φοβερές στης Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε τον αέρα» και το συγκινητικό πλήθος, αγνοώντας την παρουσία των κατοχικών στρατευμάτων, έψαλλε τον Εθνικό μας Ύμνο.

Ο Κωστής Παλαμάς έκλεινε στην ψυχή του όλο το μεγαλείο της Ελληνικής ψυχής και φιλοπατρίας. Κοπίασε για να προετοιμάσει τους Έλληνες να τραβήξουν μπροστά (μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897) και να ελευθερώσουν τους αλύτρωτους αδελφούς.

Για να στήσουν το χορό τους στο Σαραντάπορο και το Κιλκίς, στο Σκρά και τον Σαγγάριο, για να εγκαταλείψει η Ρωμιοσύνη την κακομοιριά της, την ψωρίλα, την ψοφοδεή της στάση.

Και άφησε στο έργο του παρακαταθήκη αλησμόνητη για όλους τους επόμενους Έλληνες. Για να θυμίζει την υποχρέωση και το καθήκον, που πολλοί στις ημέρες μας χαριεντιζόμενοι με άλλους ή δείχνουν ότι ξεχνούν ή δεν γνωρίζουν «Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες, ότι είστε, μην ξεχνάτε, δεν είστε από τα χέρια σας μονάχα, όχι. Χρωστάτε και σε όσους ήρθαν, Πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί».

Share.
Exit mobile version