Ήρθε την κατάλληλη στιγμή στη ζωή της η μετάθεση που περίμενε τόσο καιρό. Μόλις είχε χωρίσει και ήθελε να φύγει κάπου μακριά και ήσυχα. Να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Σ’ ένα ακριτικό νησί ίσως, όπου θα έβλεπε μόνο γάτες. Ή σ’ ένα ορεινό χωριό, παρέα με κατσίκες.
Μάζεψε τα πράγματά της και μπήκε στο καράβι άρον άρον.
– Δεν περιμένω τίποτα. Θέλω να φύγω. Δεν μπορώ άλλο! είπε η Νανά στις δυο φίλες της.
– Περίμενε να σε αποχαιρετήσουμε βρε παιδί μου! απαντάει η μία.
– Πας καλά; λέει η άλλη νευριασμένη. Τί σ’ έπιασε τώρα; Μείνε εκεί που είσαι, ερχόμαστε!
– Όχι σας λέω, όχι δεν θέλω! Να ‘ρθειτε μόλις βολευτώ στο νησί, για να με δείτε. Δεν έχω χρόνο για αποχαιρετισμούς. Α! Και μην του πείτε πού πάω! είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο. Έβαλε τα κλάματα κι ας το έπαιζε δυνατή.
Το πλοίο ξεκίνησε. Ήταν νύχτα πια. Ο θαλασσινός αέρας ήλπιζε να καθαρίσει το κεφάλι της απ’ τις σκέψεις. Έκανε μια βόλτα στο κατάστρωμα. Κατέληξε σ’ ένα παγκάκι προσπαθώντας ν’ ανάψει το τσιγάρο της. Δεν τα κατάφερε, γιατί φυσούσε. Έκανε κρύο και τυλίχτηκε με το κασκόλ της. Δεν άντεξε και πολύ. Γύρισε στο σαλόνι, που ήταν ζεστά.
Χώθηκε βαθιά στον δερμάτινο καναπέ και χάζευε τον κόσμο που περνούσε από μπροστά της. Άλλος πήγαινε στο κυλικείο, άλλος στην τουαλέτα, άλλος κυνηγούσε τα παιδιά του. Κάποιος που έψαχνε μέρος για να κοιμηθεί, έκατσε δίπλα της και αμέσως τον πήρε ο ύπνος, ροχαλίζοντας.
Η ώρα πέρασε, χωρίς να προλάβει να σκεφτεί πολλά. Μόλις έφτασαν μπήκε σ’ ένα ταξί και πήγε κατευθείαν στο σπίτι που της είχαν συστήσει οι συνάδελφοί της. Εκεί, στην μικρή αυλή, την περίμενε η σπιτονοικοκυρά. Μία κοκαλιάρα γριούλα, με τα βαμμένα της μαλλιά πιασμένα κότσο και μια φλις ρόμπα, ένα νούμερο μεγαλύτερη απ’ ότι θα έπρεπε, που έσφιγγε στην μέση, έσερνε τις παντόφλες της, καθώς προχωρούσε προς την καγκελόπορτα. Μιλούσε στις γάτες που είχαν μαζευτεί γύρω της και τρίβονταν στα πόδια της, σαν να ήταν μικρά παιδιά.
– Όλες δικές μου είναι! Εγώ τις ταΐζω, γι’ αυτό μ’ αγαπάνε. της είπε.
– Και μένα μ’ αρέσουν οι γάτες! της απάντησε.
– Ωραία! Θα τα πάμε καλά τότε εμείς οι δύο!
– Είμαι η Νανά, που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. είπε, απλώνοντας το χέρι της για χειραψία. Είστε η Λιλίκα;
– Ναι. Από δω η Γκριζούλα, ο Μπάμπης, η Χιονάτη, ο Μαυρούλης, η… και άρχισε να λέει ένα σωρό ονόματα, που η Νανά τα ξέχασε κατευθείαν. Αυτή πώς τα θυμόταν, ένας Θεός ήξερε! Πάμε να σου δείξω που θα μείνεις. είπε τελικά, αφού άκουσαν όλες οι γάτες το όνομά τους.
Η Νανά χαμογέλασε, μάζεψε το χέρι της, που είχε μείνει μετέωρο τόση ώρα, μη βρίσκοντας τελικά το χέρι της Λιλίκα για να το σφίξει και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Όλα μέχρι στιγμής, έρχονταν βολικά. Περίεργα, μα βολικά. Η γριούλα έμενε στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου και θα της νοίκιαζε το στούντιο του πρώτου. Δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, αλλά για αρχή ήταν μια χαρά. Μέσα υπήρχαν τα απαραίτητα έπιπλα. Κρέμασε στην ντουλάπα τα στρατιωτικά της ρούχα. Έβγαλε απ’ τη βαλίτσα τις πυτζάμες της και τις φόρεσε. Έπλυνε τα δόντια, κοιτώντας τα κατακόκκινα μάτια της στον καθρέφτη και κοιμήθηκε αμέσως, κουρασμένη.
Την άλλη μέρα ξύπνησε πολύ νωρίς για να πάει στο στρατόπεδο. Ένα στρατιωτικό τζιπ πέρασε και την πήρε. Είχε βρει πολύ καλούς συναδέλφους. Όταν σχόλασε, το ίδιο αμάξι την γύρισε στο σπίτι, λες και ήταν κάποιος ανώτερος αξιωματικός! Την επόμενη μέρα, έμαθε τα δρομολόγια των λεωφορείων και τις στάσεις. Δεν χρειαζόταν να αγγαρεύει κανέναν πια, για να την πηγαινοφέρνει στο στρατόπεδο.
Οι μέρες περνούσαν ήσυχα και στη δουλειά και στο σπίτι. Κανένα τηλεφώνημα δεν την τάραξε. Κάθε απόγευμα τάιζε τις γάτες, μαζί με την σπιτονοικοκυρά της. Μετά, την καλούσε στο διαμέρισμα του δευτέρου. Από την εξώπορτα, της ερχόταν η μυρωδιά της κλεισούρας ανακατεμένη με τα γηρατειά. Της θύμιζε το σπίτι της συγχωρεμένης της γιαγιάς της. Πάντα καθαρό και τακτοποιημένο, πάντα συμπονετικό αλλά με παλιομοδίτικο αέρα. Δεν υπήρχαν περιττά πράγματα πάνω στα τραπέζια, ούτε διακοσμητικά. Όπως της εξήγησε, οι γάτες ανέβαιναν παντού και της είχαν κάνει αρκετές ζημιές. Έτσι τα έκλεισε όλα στα ντουλάπια. Τρία γατάκια κοιμόντουσαν αγκαλιασμένα στο καλάθι.
– Το ένα είναι τυφλό και τ’ άλλα δύο χτυπημένα. εξήγησε η σπιτονοικοκυρά.
– Κρίμα τα καημένα, πολύ λυπάμαι. Μα τί άνθρωποι υπάρχουν; Καλά κάνατε και τα πήρατε μέσα. απάντησε η Νανά.
– Μήπως πεινάς; Έχω φτιάξει φακές. άλλαξε την κουβέντα.
– Όχι ευχαριστώ. Είμαι αλλεργική στις φακές.
– Δηλαδή; ρώτησε η Λιλίκα. Τί παθαίνεις; Βγάζεις σπυριά;
– Όχι… τί να σας εξηγώ! Σύμφωνα με την ομάδα αίματος που έχω, δεν κάνει να τις τρώω.
– Μυστήρια πράγματα. Δεν τα καταλαβαίνω. Τέλος πάντων. Να μας βάλω από ένα λικέρ τότε; Μόνη μου το έφτιαξα! διευκρίνισε.
– Εντάξει. Γιατί όχι;
Ταυτόχρονα σχεδόν, άνοιξε την τηλεόραση.
– Μ’ αρέσει να βλέπω τους χειμερινούς ολυμπιακούς αγώνες.
– Αα! Ωραία! Και γω τους βλέπω καμιά φορά. είπε ψέματα, χωρίς να ξέρει γιατί.
Ήπιαν το λικέρ και έβαλαν κονιάκ.
– Παρακολουθώ αυτούς που κάνουν σκι. Είναι πολύ όμορφες οι χιονισμένες πλαγιές, που τις κατεβαίνουν ζιγκ ζαγκ, αποφεύγοντας τους πασσάλους. Τα βουνά, μου θυμίζουν το χωριό μου. Αχ το χωριουδάκι μου!
– Δεν είστε από εδώ;
– Όχι! Νύφη ήρθα, όταν ορφάνεψα. Και μετά χήρεψα. Αχ! Τί τράβηξα μ’ αυτόν τον κόσμο! Γι’ αυτό αγάπησα τα ζώα! Μη σου μαυρίσω την ψυχή. Έμαθα όμως να αποφεύγω κάθε εμπόδιο που εμφανίζονταν μπροστά μου. Να! Σαν τους σκιέρ εδώ! είπε και έδειξε την τηλεόραση.
Ήταν ήδη αργά όταν η Νανά κατέβηκε στο δωμάτιο της. Έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι για να κοιμηθεί, γιατί αν και δεν δούλευε την επόμενη μέρα, έπρεπε να ξυπνήσει πρωί για να προετοιμαστεί. Θα έρχονταν οι φίλες της για να την δούνε. Κλείνοντας τα μάτια, θυμήθηκε τα λόγια της Λιλίκας. Από τα λίγα που της είπε, κατάλαβε ότι πέρασε δύσκολα χρόνια.
– Τι είναι η ζωή μας τελικά; αναρωτήθηκε. Ένα συνεχές σλάλομ ανάμεσα από ηλίθιους. απάντησε στον εαυτό της. Συγχώρα τους ή… ας ζήσουν στη χώρα τους και μεις στη δική μας.
Ύστερα αποκοιμήθηκε, με το φεγγάρι αναμμένο.