Τη θεία του την ήξεραν όλοι οι χωριανοί. Δεν ήταν τρελή, αλλά μεταξύ τους την έλεγαν αλαφροΐσκιωτη. Έβγαινε απ’ το σπίτι μόνο για να κάνει τα ψώνια της. Ούτε για καφέ πήγαινε σε φίλες ούτε καν μια βόλτα στην εξοχή για να πάρει λίγο αέρα. Μόνο τις απόκριες όλη τη μέρα γυρνούσε στους δρόμους.
Ντυνόταν το πιο πετυχημένο καρναβάλι στις εκδηλώσεις του χωριού. Ακόμη θυμούνται την στολή αρκούδας που είχε φορέσει. Σίγουρα τη βοηθούσε και η σωματική της διάπλαση. Είχε παραπανίσια κιλά και ήταν ψηλή, με μια μικρή δυσκολία στο περπάτημα. Αλλά και ντυμένη νύφη, είχε τεράστια επιτυχία. Ήταν η μοναδική φορά στην ζωή της που φόρεσε νυφικό, γιατί δεν παντρεύτηκε ποτέ. Η εμφάνιση όμως που έκανε θραύση, ήταν αυτή της μπέμπας. Ένα χαριτωμένο στρουμπουλό μωρό, με φακίδες και κοτσιδάκια. Μια μεγάλη πιπίλα κρεμόταν απ’ το λαιμό της και ένα μπιμπερό γεμάτο τσίπουρο στο χέρι, απαραίτητο αξεσουάρ για να λυθεί η γλώσσα μπροστά σε τόσο κόσμο. Ήταν πραγματικά αστείο το θέαμα, μιας ηλικιωμένης παχουλής γυναίκας που παρίστανε την μπεμπέκα. Και ακόμη περισσότερο γέλιο, ίσως και λίγο κοκκίνισμα στα μάγουλα, προκαλούσαν τα πιπεράτα λόγια της, μπροστά στο μικρόφωνο.
Ήταν ξαδέλφη της μάνας του και τον αγαπούσε πολύ, ίσως επειδή δεν είχε δικά της παιδιά, ίσως επειδή ήταν το ίδιο ευαίσθητος με κείνη. Και ο Σίμος όμως την αγαπούσε και τη βοηθούσε όπου μπορούσε, ακόμη και για να γράψει αστεία στιχάκια με ομοιοκαταληξία, που έλεγε στα καρναβάλια. Ήταν παιδί όταν έμεινε ορφανή από πατέρα, αφού έχοντας ψυχολογικά προβλήματα, έβαλε τέλος στη ζωή του. Από τότε, η Ουρανία, απέκτησε μία έντονη μελαγχολία στο βλέμμα και στην ψυχή. Ο ανιψιός της, την επισκεπτόταν συχνά, μέχρι την ημέρα που έφυγε για να ζήσει μόνιμα στην Αθήνα. Βρήκε δουλειά, αλλά έπρεπε να πάει στην πρωτεύουσα για μεγαλύτερη εξέλιξη. Πίστευε ότι έτσι θα κυνηγούσε και το μεγάλο του όνειρο. Από μικρός έγραφε ποιήματα αλλά δεν κατάφερε ποτέ να τα εκδώσει. Ίσως αυτή να ήταν η ευκαιρία που περίμενε.
Η δουλειά του πήγαινε καλά και έβγαζε αρκετά λεφτά, τα οποία όμως δεν υπολόγιζε. Ούτε ήξερε τι θα πει αποταμίευση ούτε φανταζόταν τα δύσκολα χρόνια που θα έρχονταν. Τα σκορπούσε κάνοντας δώρα στις ερωμένες του και σε φίλους, σε ακριβά εστιατόρια, ρούχα, παπούτσια και σε γλέντια. Συχνά πήγαινε στο καζίνο, απ’ όπου κανείς δεν βγαίνει κερδισμένος. Την επόμενη μέρα αναγκαζόταν να δανειστεί για να καλύψει τις υποχρεώσεις του.
Ώσπου γνώρισε την Έμμα, μία Ελληνοαυστραλή που την ερωτεύτηκε και έμειναν μαζί. Έτσι σταμάτησε να βλέπει άλλες γυναίκες όχι όμως και τον τζόγο. Τώρα πια ξόδευε τα λεφτά του σε ταξίδια μαζί της. Πήγαιναν διακοπές τα καλοκαίρια στα ακριβότερα ελληνικά νησιά και το χειμώνα απολάμβαναν την Ευρώπη. Είδαν το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Βιέννη. Επισκέφτηκαν την Ισπανία, την Κούβα και βέβαια την Αυστραλία όπου ζούσαν ακόμη εκεί οι γονείς της. Ανοίχτηκαν, παίρνοντας δάνεια που στο τέλος αδυνατούσαν να αποπληρώσουν.
Η Έμμα, που πίστευε σ’ αυτόν, τον βοήθησε με τις γνωριμίες της, να εκδώσει τα ποιήματά του. Ο κόσμος τα αγκάλιασε και οι κριτικοί μίλησαν με τα καλύτερα λόγια. Το δεύτερο βιβλίο του ήταν ακόμη καλύτερο απ’ το πρώτο. Το τρίτο τον απογείωσε. Συνέχισε να δουλεύει, να γράφει και να σπαταλάει τα λεφτά του εδώ κι εκεί. Οι τόκοι μεγάλωναν και τα δανεικά αυξάνονταν. Έφτασαν όμως στο σημείο να γίνονται αγύριστα. Μαζί με την Έμμα, που του κανόνιζε πού θα εμφανιστεί, έπαιρναν το αεροπλάνο, παρουσίαζε τα ποιήματά του μπροστά στο κοινό και γυρνούσαν πίσω το ίδιο βράδυ. Έσοδα από τα βιβλία δεν είχε δει ακόμη.
Παντρεύτηκαν και απέκτησαν τρία παιδιά. Εκείνη σταμάτησε να δουλεύει γιατί δεν τα προλάβαινε όλα. Κάπως έτσι η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε. Με την οικονομική κρίση όμως να χτυπάει την Ελλάδα, ο Σίμος απολύθηκε χωρίς να πάρει καμιά αποζημίωση. Όσο και να προσπάθησε, δεν μπόρεσε να βρει άλλη δουλειά. Ο καιρός περνούσε και ένιωθε τόσο άχρηστος, γιατί εκτός από άνεργος, δεν είχε και καθόλου έμπνευση. Σταμάτησε να γράφει και ξεκίνησε να πίνει. Τα λεφτά δεν τους έφταναν και έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν απ’ το σπίτι που έμεναν στα προάστια και να πάνε σ’ ένα διαμέρισμα μικρό και φθηνό. Δεν καταδεχόταν να πάρει λεφτά από τα πεθερικά του. Εκείνη δεν παραπονέθηκε. Αλλά πάλι δεν τα έβγαζαν πέρα με τόσους λογαριασμούς και τα έξοδα να τρέχουν. Συνέχισε να κάνει κάποιες παρουσιάσεις των ποιημάτων του, αλλά κατέληγαν σε αποτυχία. Στην τελευταία, ήταν τόσο μεθυσμένος, που η Έμμα τον βρήκε στην τουαλέτα να φιλιέται παθιασμένα με μία θαυμάστρια του. Την άλλη μέρα του ζήτησε διαζύγιο. Του πήρε όσα λεφτά του είχαν απομείνει για τα εισιτήρια και έφυγε για την Αυστραλία μαζί με τα παιδιά τους. Όσο κι αν την παρακάλεσε, όσο κι αν δικαιολογήθηκε δεν μπόρεσε να της αλλάξει γνώμη. Την είχε πληγώσει βαθιά.
Μάζεψε λοιπόν κι αυτός τα πράγματα του και τα έβαλε σε μια αποθήκη που του παραχώρησε ένας φίλος. Δεν ήθελε να γίνει βάρος σε κανέναν. Έτσι κοιμόταν στους δρόμους και έτρωγε απ’ τα δωρεάν συσσίτια για τους αστέγους. Σε λίγες μέρες θα έμπαινε ο Νοέμβριος. Ευτυχώς ο καιρός ήταν ακόμη καλός και δεν κρύωνε έξω. Με τα λεφτά που του έδιναν οι φίλοι του, επειδή αναγνώριζαν το ταλέντο του, μα τώρα πια τον λυπούνταν, εκείνος έπινε. Για να τους ευχαριστήσει, τους αφιέρωνε μερικά στιχάκια. Κόντευε να ξεχάσει και ο ίδιος πως ήταν μεγάλος ποιητής. Σκέφτηκε πολλές φορές να πάει να βρει τη γυναίκα του στην Αυστραλία. Μα δεν είχε χρήματα. Τα χρέη των κυνηγούσαν. Κρυβόταν απ’ όλους τους φίλους του.
Μετά θέλησε να γυρίσει στο χωριό του, πιστεύοντας πως εκεί έπρεπε να γραφτεί το τέλος του. Οι γονείς του δεν ζούσαν πια για να δουν την κατάντια του. Το προηγούμενο βράδυ έμαθε από ένα φίλο του, πως πριν λίγες μέρες είχε πεθάνει η θεία του. Πώς να πάει όμως στην κηδεία της αφού δεν είχε καθόλου χρήματα. Και από ποιόν να ζητήσει απ’ τη στιγμή που χρωστούσε σε όλους τους γνωστούς του. Κανένας δεν του δάνειζε πια. Έτσι δεν μπόρεσε να την αποχαιρετίσει.
Καθώς γυρνούσε μεθυσμένος και απογοητευμένος απ’ όλους, πνιγμένος στα χρέη και άφραγκος στους δρόμους της πρωτεύουσας, μπήκε στο μετρό. Από μακριά είδε το τρένο να έρχεται. Τα δυνατά φώτα τον καλούσαν. Δεν το σκέφτηκε πολύ, απλά έκανε ένα βήμα. Πολύ πιο εύκολο απ’ το να παλέψει. Μπροστά στα μάτια του κόσμου, που δεν πρόλαβε να αντιδράσει, χάθηκε ο ποιητής, αφήνοντας πίσω του τρία παιδιά με σάρκα και οστά στον κόσμο και τρία χάρτινα για τον κόσμο. Η κηδεία του έγινε στο χωριό του, την ημέρα των γενεθλίων του.
Μετά το θάνατο της θείας Ουράνιας, άνοιξαν την διαθήκη της οι εναπομείναντες συγγενείς, χωρίς να περιμένουν κάτι. Ήξεραν πως δεν είχε τίποτα σπουδαίο να τους αφήσει, βλέποντας πώς ζούσε, παρά μόνο το σπίτι της. Έκπληκτοι άκουσαν απ’ τα χείλη του συμβολαιογράφου πως τελικά είχε πάρα πολλά λεφτά στην τράπεζα, που θα μπορούσε να ζήσει δύο ζωές πάμπλουτη. Όλα αυτά τα άφηνε στον ανιψιό της, τον ποιητή, που είχε χαθεί πριν προλάβει να μάθει πως ήταν πλούσιος.
