Δεν ήξερε πόσοι άντρες, σε όλον τον κόσμο, μπορεί να έμειναν για ώρες καθηλωμένοι μπροστά στην τηλεόραση εκείνο το καλοκαίρι, αλλά σίγουρα μπορούσε να φανταστεί πόσες γυναίκες βαρέθηκαν οικτρά δίπλα τους. Υπήρχαν βέβαια και εξαιρέσεις. Αυτή πάντως ανέκαθεν αδιαφορούσε γι’ αυτό το άθλημα. Θεωρούσε πως μαζί με τους υπόλοιπους τραμπούκους, παρασύρεσαι και γίνεσαι και συ ένας από δαύτους. Συνεχίζει, χωρίς καμιά ντροπή, να πιστεύει ακόμη και σήμερα, πως είναι μόνο ένας τρόπος ελεγχόμενης εκτόνωσης του λαού από τα καθημερινά του προβλήματα. Ένας τέλειος αποπροσανατολισμός από τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Μ’ αυτές τις πεποιθήσεις και με μια απορία να τριγυρίζει στο μυαλό της, αν πράγματι δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν στις διακοπές τους όλοι αυτοί οι ξένοι, μαζί με τον Λευτέρη, σερβίρανε ποτά στους διψασμένους για μπάλα και όχι μόνο, τουρίστες.
Η Ηρώ λοιπόν, που ήταν καλλιτεχνική φύση, έκανε και face painting στους Άγγλους κυρίως πελάτες, μεγάλους και μικρούς, που ζούσανε τόσο έντονα την κάθε φάση του αγώνα. Έβαφε με τα χρώματα της χώρας τους τα πρόσωπά τους ή γαλανόλευκα. Μια γενικότερη τρέλα επικρατούσε εκείνες τις μέρες που μεταφραζόταν σε θόρυβο και κατανάλωση αλκοόλ, χωρίς να ξέρουμε πού θα οδηγήσει. Καπέλα όλων των χωρών, κασκόλ, σημαιάκια και σημαίες μεγάλες ανάμεσα σε πολύχρωμα μπαλόνια στόλιζαν τα μαγαζιά. Όλοι στο ρυθμό του euro!
Ανάμεσα τους, σ’ ένα τραπέζι κάπως πιο ήσυχο, καθόταν ένας τύπος γύρω στα 55 με τη γυναίκα του, που τους είχανε ξεχωρίσει. Κάποιον τους θύμιζε το πρόσωπό του, αλλά μέσα στη φασαρία, δεν μπορούσανε να προσδιορίσουνε ποιόν. Ήταν αδύνατος, γκριζομάλλης, με γυαλιά, λίγο κοντούλης. Φορούσε ένα τζιν σορτς και από πάνω λευκό μακρυμάνικο πουκάμισο. Εκείνη ψηλή, ξανθιά Σουηδέζα με έντονα βαμμένα τα παραφουσκωμένα χείλη της. Έπινε gin tonic με καλαμάκι, προφανώς για να μην φύγει το κατακόκκινο κραγιόν της. Είχαν ξαναέρθει στο μαγαζί και προσέξανε πως εκείνος, σε αντίθεση με την γυναίκα του, δεν ενδιαφερόταν για το θέαμα, παρά μόνο για τον “άρτο”, συγκεκριμένα για το ποτό του. Δηλαδή τον Irish coffee που είχε παραγγείλει. Καθώς η ώρα περνούσε κι εκείνη παρέμενε κολλημένη στην μπάλα, εκείνος έπινε σκέτο το Ιρλανδέζικο ουίσκι του, δίχως τον καφέ. “Skål”, που θα πει “στην υγειά μας” στα Σουηδικά, έλεγε στην Ηρώ κάθε φορά που σήκωνε το ποτήρι του για να πιεί. “Skål”, του απαντούσε και εκείνη με ένα ποτήρι βότκα.
Ο Λευτέρης, τους έπιασε την κουβέντα. Ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Εκεί, που όπως τους είπε αργότερα, όταν σχόλασαν και ήθελαν να τους κεράσουν ένα ποτό σε κάποιο άλλο μαγαζί, είχε διδάξει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Εκείνη έπαιζε μπάλα σε μια τοπική ομάδα. Αυτός, κάθισε σ’ ένα ψηλό σκαμπό του μπαρ και μιλούσε συνεχώς, λες και τους έκανε μάθημα. Το σορτς του ανέβαινε επικίνδυνα και η Ηρώ το πρόσεξε. Δεν ήταν όμως αυτό το μόνο θέμα που συζητούσανε με το Λευτέρη όταν γύρισαν σπίτι και μέχρι να κοιμηθούν. Εκείνο που την άφησε άφωνη, ήταν το γεγονός ότι όταν πήγε στην τουαλέτα με την Σουηδέζα, εκείνη μπήκε στις αντρικές τουαλέτες!
Στον τελικό του euro, ήρθαν με το μηχανάκι τους. Ήπιε καφέ και μετά ουίσκι. Ευτυχώς καθόταν ευπρεπώς στην ψάθινη καρέκλα, μα κατάλαβαν πως γνώριζε καλά την τέχνη της πρόκλησης. Η γυναίκα του παρακολουθούσε τον αγώνα, μέχρι που η Ελλάδα στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης. Χειροκροτήματα και ζητωκραυγές από παντού! Έλληνες και ξένοι χόρευαν αγκαλιασμένοι, μεθυσμένοι και ευτυχισμένοι. Ο κόσμος, πάντα έτοιμος για γλέντι, ξεχύθηκε από τα μαγαζιά στους δρόμους και πανηγύριζε. Αυτοκίνητα, καλυμμένα με την ελληνική σημαία και μηχανάκια, δεν σταματούσαν να κορνάρουν. Η Σουηδέζα, πάνω στον ενθουσιασμό της, πήρε μια ελληνική σημαία, την έριξε στους ώμους της και βάλθηκε να τραβάει τον άντρα της για να τον σηκώσει από την καρέκλα. Τελικά τα κατάφερε. Ανέβηκαν στο μηχανάκι τους και ξεκίνησαν να κορνάρουν μαζί με άλλα μηχανάκια. Πήγαιναν όμως τόσο αργά κι αυτός είχε πιει αρκετά, ώστε λίγα μέτρα πιο πέρα, έχασε την ισορροπία του και πέσανε και οι δυο στην άσφαλτο. Κόσμος πολύς μαζεύτηκε γύρω τους. Από κάποιο μαγαζί τους έδωσαν πάγο. Ένας αστυνομικός που ήταν εκεί κοντά με τη μηχανή του, κάλεσε το ασθενοφόρο. Ήρθε ευτυχώς γρήγορα, τους πήρε και πήγαν στο Κέντρο Υγείας. Η Ηρώ ανησυχούσε. Υπολόγισε περίπου την ώρα που θα έκαναν μέχρι να φτάσουν και να τον δει κάποιος γιατρός. Έτσι, αφού τέλειωσαν τη δουλειά τους, πήρε τηλέφωνο για να μάθει τί είχε συμβεί. Πώς να εξηγήσει στην νοσοκόμα για ποιόν μιλούσε; “Σας φέρανε έναν ξένο άντρα που έπεσε απ’ το μηχανάκι και μοιάζει στον…” είπε καταλήγοντας σε παύση. Απ’ την άλλη πλευρά, άκουσε επιτέλους αυτό που τόσο καιρό δεν της ερχόταν στο μυαλό. “Ναι, στον Ζουράρι!” Έκλεισε το στόμα της να μην ακουστεί το γέλιο. “Έχει σπάσει το χέρι του αλλά είναι καλά” είπε η νοσοκόμα και έκλεισε το τηλέφωνο. “Βέβαια! Τον Ζουράρι!” μονολόγησε και έτρεξε ενθουσιασμένη να το πει στον Λευτέρη. Κι εκείνος συμφώνησε αμέσως, κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά σαν να έλεγε: “πώς δεν το βρήκα εγώ τόσο καιρό!;”
Την άλλη μέρα ήρθαν με το μηχανάκι, αλλά οδηγούσε η γυναίκα του αυτή την φορά. Αυτός είχε το χέρι του στον γύψο και κρεμασμένο απ’ τον λαιμό. Φαινόταν ταλαιπωρημένος. “Μικρό το κακό” σκέφτηκε και του κέρασε τον Irish coffee που παρήγγειλε.