Έμεινε χήρα πολύ νέα και εντελώς ξαφνικά. Το δέχτηκε σαν της μοίρας το γραφτό, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να πηγαίνει δίπλα στο παράθυρο, όπως τότε που ζούσε ακόμη ο άντρας της, και ενώ εκείνος κοιμόταν κουρασμένος απ’ τη δουλειά, αυτή άκουγε τη μουσική που ερχόταν απ’ το καφενείο, αναστέναζε και σιγοτραγουδούσε: “το γελεκάκι που φορείς”, γιατί της άρεσαν πολύ τα γλέντια και είχε καλή φωνή, όπως της έλεγαν, αλλά τα στερήθηκε όλα. Έμεινε μόνη, δίχως στήριγμα, ούτε τριάντα χρονών. Το πένθος έπρεπε να είναι βαρύ. Διαφορετικά θα την κακολογούσαν. Της φόρεσαν μαύρα ρούχα και τσεμπέρι. Της έβγαλαν τα σκουλαρίκια που φορούσε. Έχοντας ένα παιδί να μεγαλώσει, δεν είχε το μυαλό της στους έρωτες και στους γάμους. Ήρθαν πολλά προξενιά, αλλά τα απέρριψε όλα. Τί κι αν οι συγγενείς τη συμβούλευαν να ξαναπαντρευτεί, εκείνη αρνιόταν πεισματικά.
Τα χρόνια πέρασαν και έβγαλε το μαντήλι. Κοσμήματα όμως δεν ξαναφόρεσε, ούτε άλλα ρούχα εκτός από μαύρα. Νοίκιαζε τα δύο δωμάτια του σπιτιού της τα καλοκαίρια. Ένα ισόγειο με περιποιημένη αυλή, γεμάτη πήλινες γλάστρες με λουλούδια και βασιλικούς και το σημαντικότερο: θέα στη θάλασσα. Και αυτό για να επιβιώσει, όπως έκαναν όλοι εκείνη την εποχή, μιας και δεν υπήρχαν τόσα ξενοδοχεία, ακόμη, αλλά οι τουρίστες που έρχονταν στο νησί – και ήταν πολλοί- για να χαρούν τη θάλασσα και τον ήλιο, έπρεπε κάπου να μείνουν. Το χειμώνα μάζευε τις ελιές από το κτήμα της και πουλούσε το λάδι που έβγαζε. Βοηθούσαν φυσικά και οι συγγενείς όσο μπορούσαν.
Με χίλια βάσανα, το παιδί της μεγάλωσε και το πάντρεψε. Έκανε το δικό του σπιτικό και δυο όμορφα αγόρια. Γιαγιά πια, δεν αρκέστηκε στη μικρή σύνταξη που έπαιρνε. Μη θέλοντας να επιβαρύνει οικονομικά την κόρη της, συνέχιζε να νοικιάζει τα δύο υπνοδωμάτια του σπιτιού της, γιατί αυτό είχε μάθει να κάνει για να ζει. Όσο για το τραγούδι, που ήταν το μεράκι της, ανοίγοντας την τηλεόραση, έβλεπε όλες τις μουσικές εκπομπές, και σιγοτραγουδούσε μαζί τους, παλιά και νέα άσματα. Της άρεσαν οι “ψίθυροι καρδιάς” του Δημήτρη Μπάση, που άκουγε στο σίριαλ που παρακολουθούσε και πολλά άλλα ρεμπέτικα και λαϊκά.
Τα εγγόνια της, τα καλοκαίρια έμεναν σ’ ένα εξοχικό σπιτάκι στην άλλη μεριά του χωριού. Ένα υπνοδωμάτιο για όλους, μία κουζίνα και το μπάνιο. Αυτό ήταν όλο κι όλο το αρχοντικό τους. Μα η ευτυχία, ποτέ δεν έμεινε σε πολλά τετραγωνικά. Γύρω απ’ το σπίτι, απλωνόταν ένα μεγάλο κτήμα με διάφορα δέντρα, που σκαρφάλωναν τα παιδιά για να ψάξουν για το δέρμα των τζιτζικιών, που άφηναν πίσω τους όταν το άλλαζαν με νέο. Μια βυσσινιά, για να φτιάχνει η μαμά λικέρ βύσσινο, μια κερασιά, μια φλαμουριά, που μοσχοβολούσε την γειτονιά όταν άνθιζε, και μια μηλιά. Σ’ ένα γερό ελαιόδεντρο, δίπλα στο στρογγυλό τραπέζι που έτρωγαν τα μεσημέρια, είχαν κρεμάσει μια κούνια, όπου καθόταν με τον αδελφό του. Ευτυχώς χωρούσαν και οι δύο και έτσι δεν μάλωναν για το ποιος θα κουνηθεί πρώτος.
Τα πρωινά που επισκέπτονταν τη γιαγιά τους, για να κάνουν και οι γονείς τις δουλειές που είχαν, τους έλεγε να είναι ήσυχοι, για να μην ενοχλούν τους νοικάρηδες. Έμεναν κυρίως γκαρσόνια, ζωγράφοι του δρόμου, μουσικοί που έρχονταν για να δουλέψουν σε ταβέρνες και νυχτερινά κέντρα.
Τα απογεύματα, η γιαγιά έβγαινε στην αυλή για να δει το ηλιοβασίλεμα και να ποτίσει τα λουλούδια της. Τότε οι νοικάρηδες επέστρεφαν στο δωμάτιο για να ετοιμαστούν για τη βραδινή τους δουλειά. Καθόταν στην ξύλινη πολυθρόνα της και περίμενε να τους χαιρετήσει καθώς έμπαιναν και μετά βγαίνοντας. Είχε πάντα έναν καλό λόγο να πει για τον καθένα και αυτό τους άρεζε. Ήταν σαν τη μάνα τους που ήταν μακριά.
Κάποιες φορές που την έβλεπαν μόνη, έχοντας λίγο χρόνο στη διάθεσή τους, κάθονταν στην διπλανή πολυθρόνα, για να της κάνουν παρέα. Μιλούσαν για τη δουλειά τους, για τη χώρα τους, αν ήταν ξένοι, ή για την πόλη που ζούσαν το χειμώνα. Αγγλικά δεν ήξερε να μιλάει. Συνεννοούνταν κουτσά στραβά στα βουλγαρικά, που τα θυμόταν από την κατοχή. Της έδειχναν φωτογραφίες με τις οικογένειές τους και εκείνη μόλις έβλεπε να βουρκώνουν τα μάτια τους, ξεκινούσε να τραγουδάει τη “νοσταλγία” του Μανώλη Μητσιά. Έπειτα τους έδειχνε το ρολόι για να τους θυμίσει ότι η ώρα πέρασε και έπρεπε να πάνε στις δουλειές τους.
Όταν έφτανε ο χειμώνας και γυρνούσαν τα εγγόνια της από τις καλοκαιρινές τους διακοπές, τους έλεγε ιστορίες για όσους έμειναν στα δύο δωμάτια. Τις συνήθειες, τις παραξενιές, τα γλέντια τους. Το μπάνιο της μοσχοβολούσε αρώματα και οι ίδιοι κολόνιες ωραίες. Μερικοί, δεν επέστρεφαν μόνοι τα ξημερώματα. Γυρνούσαν με γυναικεία παρέα. Ποτέ όμως δεν την ενοχλούσαν.
Φεύγοντας, στο τέλος του καλοκαιριού, της άφηναν, για να την ευχαριστήσουν, κάποιο δωράκι, συναισθηματικής κυρίως αξίας. Ένα δίσκο βινυλίου με τα τραγούδια τους, κάποιο άρωμα, μία φωτογραφία που έβγαλαν μαζί της, ένα δικό τους αντικείμενο αγαπημένο. Ένας ζωγράφος της είχε κάνει το πορτρέτο και της το χάρισε. Ένας γλύπτης της έδωσε ένα μικρό δελφίνι, σκαλισμένο πάνω σε μάρμαρο. Τα δεχόταν όλα με αγάπη και τα φυλούσε σε ένα ντουλάπι κλειδωμένα. Καμιά φορά, που τα εγγόνια της νόμιζαν πως δεν τους βλέπει, προσπαθούσαν να το ανοίξουν. Εκείνη όμως τους έλεγε πως είναι ακόμη μικροί για τέτοια πράγματα, το οποίο τους εκνεύριζε πολύ. Έτσι δεν ήξεραν τί έκρυβε η γιαγιά.
Εκτός απ’ τα μυστικά του ντουλαπιού, η ιστορία που είχε μείνει στο νου τους, απ’ τα χείλη της γιαγιάς, ήταν το γλέντι που έκανε μ’ έναν νοικάρη, που είχε μείνει δυο νύχτες εκεί. Την πρώτη, έκατσε μαζί της στην αυλή και της ζήτησε δυο ποτήρια. Είχε αγοράσει ένα μπουκάλι τσίπουρο από κάποιο μαγαζί με τοπικά προϊόντα και ήθελε να το δοκιμάσει. Δεν περίμενε κανέναν. Το δεύτερο ποτήρι ήταν για την ίδια. Ευγενικά, εκείνη αρνήθηκε. Όπως έκανε και αργότερα, όταν της πρόσφερε τσιγάρο, απαντώντας του, αστειευόμενη: “μόλις το έσβησα!”. Δεν είχε πιεί ούτε είχε καπνίσει ποτέ στη ζωή της. Σηκώθηκε και μπήκε στο σπίτι, σιγοτραγουδώντας “λεμόνι στην πορτοκαλιά”, για να φέρει ένα τασάκι. Μόλις την άκουσε, έπιασε το μπαγλαμαδάκι του και ξεκίνησε να την συνοδεύει. Εκείνη ξαφνιάστηκε, αλλά δεν σταμάτησε. Συνέχισαν να λένε κι άλλα τραγούδια, το ένα μετά το άλλο. Ήθελε να πάει στην κουζίνα, για να φτιάξει ένα μεζεδάκι για το τσίπουρο, αλλά δεν την άφηνε. Ο κόσμος που περνούσε, νόμιζε πως η μουσική ερχόταν από κάποιο μαγαζί και κοντοστεκόταν για να ακούσει και να δει. Κάθε φορά που τελείωνε ένα τραγούδι, ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα. Όταν ήρθε να τον πάρει ένα αυτοκίνητο, για να τον πάει στην πρόβα, εκείνος είχε ήδη πιεί αρκετά. Ο οδηγός, αφού έδιωξε βιαστικά τον κόσμο που είχε κρεμαστεί από τα κάγκελα της αυλής και παρακολουθούσε το θέαμα, ζήτησε από τη γιαγιά έναν ελληνικό καφέ σκέτο, μήπως και σωθεί η πρόβα!
Το επόμενο βράδυ ήταν η συναυλία, αλλά εκείνος ξαναβγήκε στην αυλή να δει τη θάλασσα να βάφεται κόκκινη, ξαναέπαιξε το μπαγλαμαδάκι του, ξαναήπιε και ξανατραγούδησαν με τη γιαγιά. Όχι όμως όσο θα θέλανε. Το αυτοκίνητο ήρθε πιο νωρίς αυτή τη φορά και τον πήρε. Την άλλη μέρα, αφού την αποχαιρέτησε με μια ζεστή αγκαλιά, έφυγε, δίνοντας την υπόσχεση πως θα ξανάρθει σύντομα. Για λίγα δευτερόλεπτα, εκείνη σκέφτηκε πως δεν της έκανε κανένα δώρο όπως άλλοι. Αμέσως θυμήθηκε τις δύο προηγούμενες νύχτες, που ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να της χαρίσει κανείς. Όταν όμως μπήκε στο δωμάτιο για να το καθαρίσει, είδε πάνω στο κομοδίνο ότι κάτι είχε ξεχάσει. Το πήρε και το έβαλε στο ντουλάπι με τ’ άλλα αναμνηστικά.
Τότε που τα παιδιά άκουγαν τις ιστορίες απ’ τη γιαγιά, δεν καταλάβαιναν και πολλά πράγματα. Βέβαια και κείνη δυσκολευόταν πολλές φορές να θυμηθεί ονόματα ή να τα πει σωστά. Όταν πια μεγάλωσαν και έχασαν την αγαπημένη τους γιαγιά, πήγαν στο σπίτι της και το μυαλό τους ήταν στο συρτάρι. Η μαμά, αφού άνοιξε το ραδιόφωνο, γιατί η σιωπή την ενοχλούσε, τους έδωσε το κλειδί. Πιάνοντας στα χέρια τους ένα-ένα τα δωράκια, που έμοιαζαν με παράσημα κάποιου στρατηγού απ’ τις μάχες του, ξεπηδούσαν απ’ τη μνήμη τους οι ιστορίες της και ξαναζωντάνευαν μπροστά στα μάτια τους. Ότι δεν θυμόταν ο ένας, το συμπλήρωνε ο άλλος. Ανάμεσα στα αναμνηστικά, ένα μισοάδειο μπουκάλι τσίπουρο, μ’ ένα κατακόκκινο φουλάρι τυλιγμένο γύρω απ’ το λαιμό του. Απ’ το ραδιόφωνο ακουγόταν η φωνή του Νίκου Παπάζογλου: “εγώ δεν είμαι ποιητής, είμαι στιχάκι”.
