Γράφει ο Παν. Χόχολης
Αντιστράτηγος ε.α.
Επίτιμος Διοικητής
Ανωτάτης Σχολής Πολέμου
- Κριμαϊκός Πόλεμος 1854-1896
Από την Ειρήνη της Αδριανουπόλεως (14 Σεπτεμβρίου 1829), έχουν περάσει 25 χρόνια. Για λόγους προστασίας των Αγίων Τόπων, αντιδικούν οι Γάλλοι, τασσόμενοι υπέρ των καθολικών και οι Ρώσοι υπέρ των ορθοδόξων. Στον πόλεμο αυτό, τάσσονται κατά της Ρωσίας, η Αγγλία, Γαλλία, Τουρκία και Πεδεμόντιο Ιταλίας. Στην πραγματικότητα, όμως, αιτία ήταν η σταθερή απόφαση Γαλλίας και Αγγλίας, να αντιταχθούν στις βλέψεις του τσάρου Νικολάου του Α’, να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και να αποκτήσει έξοδο στη Μεσόγειο.
Οι Έλληνες, παρά την αδυναμία, πενία, έλλειψη στρατιωτικής και ναυτικής προπαρασκευής και ειδικά, παρά την εχθρότητα των κυριαρχουσών της Μεσογείου Δυνάμεων, ελπίζουν ότι ήλθε η στιγμή, να εκπληρωθούν, δια της Ρωσίας, τα εθνικά όνειρά τους. Τάσσονται στο πλευρό της Ρωσίας, κατατάσσονται εθελοντές στο Ρωσικό στρατό και επαναστατικά κινήματά τους, στην Ήπειρο και Θεσσαλία, δημιουργούν προβλήματα στους Τούρκους. Οι Αγγλογάλλοι στις 25 Μαΐου 1854, ως αντίποινα, κατά των Ελλήνων, αποκλείουν τον Πειραιά. Τους διαμηνύουν δε, ότι αν καθίσουν φρόνιμοι και ουδέτεροι, θα έχουν τη στήριξη τους, σε περίπτωση εδαφικών μεταβολών στην Ανατολή και ότι η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, από τους Ρώσους, θα ήταν καταστρεπτική για τους Έλληνες. Με τους Τούρκους δεν ήταν, τι ειρωνεία; Η Αγγλική κυβέρνηση, για να κινήσει τη δυσπιστία των Ελλήνων, δημοσίευσε την αλληλογραφία, του στην Πετρούπολη πρέσβεως της, στην οποία αναφερόταν ότι ο τσάρος Νικόλαος Α’ έλεγε «θα επροτίμων να σκοτωθεί ο τελευταίος Ρώσος και να δώσει το τελευταίον ρούβλιον, δια να εμποδίσει την επέκταση της Ελλάδος εις την Ανατολήν… Δεν θέλω την επανίδρυσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας… Δεν θέλω την Ελλάδα, Μεγάλην Δύναμιν…».
Όπως στη συνέχεια, ιστορικά θα αποδειχθεί, η Ελλάδα ήταν πάντα στο επίκεντρο των συγκρούσεων των Μεγάλων Δυνάμεων, όπως, μέχρι σήμερα συμβαίνει, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ.
Η Αγγλία και η Γαλλία τάσσονται, την περίοδο εκείνη υπέρ της ακεραιότητας της Τουρκίας, η δε Ρωσία στην ύπαρξη ενός ανίσχυρου Ελληνικού κράτους, πέριξ των Αθηνών, βλέποντάς το ανταγωνιστικά και μετά την πανσλαβιστική πλημμυρίδα, με την οποία η ίδια η Ρωσία κατέκλυσε τα Βαλκάνια.
Για δεύτερη φορά, μετά το 1829 η Τουρκία, χάριν των, Αγγλίας και Γαλλίας, σώζεται μετά την ήττα της Ρωσίας, στον Κριμαϊκό πόλεμο. Στη συνέχεια, η ιστορία επαναλαμβάνεται με θύμα πάντα την Ελλάδα.
- Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, 1877-1878
α. Μετά την ήττα της στο Κριμαϊκό πόλεμο, η Ρωσία έχει αφήσει πλέον τον ρόλο του προστάτη των ορθοδόξων και περιορίζεται στην λεγόμενη πολιτική του πανσλαυισμού. Δηλαδή εις τη δημιουργία, εκ του μηδενός, σλαβικών κρατών, τα οποία θα ήταν όργανά της, στα σχέδια επεκτάσεώς της, όπως συνέβη με τη Βουλγαρία. Την 27η Απριλίου 1877, ο τσάρος διέταξε τον στρατό του να επιτεθεί, υπερβαίνοντας τα σύνορα. Η Ρωσία για να συντρίψει την Τουρκία, εκτός από τη σύμπραξη των πανσλαυικών μαζών, της Βαλκανικής, οι οποίες ακόμη δεν είχαν συγκροτήσει ανεξάρτητα κράτη, είχε ανάγκη και την Ελλάδα, παρά τις στρατιωτικές αυτής αδυναμίες. Απέφευγε όμως να αναλάβει υποχρεώσεις έναντι της Ελλάδας, από την οποία ζητούσε μόνο να ξεσηκώσει τους εντός της Τουρκίας πληθυσμούς της.
Η κοινή γνώμη της Ελλάδας, φοβείται να βοηθήσει τη Ρωσία και ενισχύσει τον πανσλαυισμό, την προβλημάτιζε όμως ποια θα ήταν τα οφέλη και οι ζημιές, σε περίπτωση νίκης της Ρωσίας. Από την άλλη πλευρά, η Αγγλία πιεστικώς συμβούλευε την Ελλάδα, για αποφυγή από πάσης δράσεως, στον πόλεμο αυτό. Οι Ρώσοι, αφού συνέτριψαν τους Τούρκους, υπερβήκανε τον Αίμο και κατέλαβαν τη Φιλιππούπολη και Αδριανούπολη. Λόγω επαπειλούμενης σύγκρουσης, μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας, αφού ο Ρωσικός στρατός, κυριαρχεί επί της Θράκης και βρίσκεται προ των πυλών της Κωνσταντινουπόλεως, ο Αγγλικός στόλος, το εργαλείο με το οποίο η Αγγλία χαράσσει την πολιτική της, απέπλευσε της Σμύρνης και εισέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη.
β. Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (19 Φεβρουαρίου 1878)
Η Ελλάδα δικαιολογείται στις Δυνάμεις, ότι επιζητεί μόνο την προστασία των Ελληνικών πληθυσμών, από την αναρχία και τις βιαιοπραγίες των Τούρκων, αλλά όχι πόλεμο, όπως κυρίως επιθυμεί η Αγγλία, προς την Τουρκία. Προς τούτο, διατάσσει τον Στρατηγό Σούτσο, με τις διατιθέμενες Ελληνικές Δυνάμεις, 25.000 ανδρών, να υπερβεί τα τότε ελληνοτουρκικά σύνορα, την 21η Ιανουαρίου 1878 (περιοχή Δομοκού). Δύο ημέρες προς της εισβολής, ήτοι 19/31 Ιανουαρίου 1878, του Ελληνικού στρατού, μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας υπογράφεται η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και ο Ελληνικός στρατός, μέσα στα πλαίσια μιας, στρατιωτικής ιλαροτραγωδίας και κωμωδίας, διαβαίνει πάλι τα σύνορα, προς τα πίσω την 30/11 Φεβρουαρίου 1878, του τσάρου να γράφει ειρωνικά προς τον Βασιλιά Γεώργιο Α’ «Λυπούμαι, ότι εξελέξατε την στιγμήν της ανακωχής, για να αρχίσετε τις εχθροπραξίες».
Αρκετοί Υπαξιωματικοί και στρατιώτες, του Ελληνικού στρατού, λιποτακτήσαντες, παρέμειναν στην τότε τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, ενταχθέντες, στα εκεί μαχόμενα άτακτα σώματα. Η Θεσσαλία το 1881, έγινε ελληνική. Ο αγώνας της δικαιώθηκε.
Δια της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, παρά την Κωνσταντινούπολη, ιδρυόταν Βουλγαρικό κράτος αυτόνομο και υποτελές στον Σουλτάνο, μεγάλης εκτάσεως και επί χωρών ξένων προς τους Βουλγάρους (Ανατ. Ρωμυλία, Βορειανατολική Θράκη μέχρι του Λουλέ Μπουργάς, τη Μακεδονία πέρα της Αχρίδας, το Μοναστήρι, τα Σκόπια, την Καβάλα, τις Σέρρες). Ταυτόχρονα στην Κωνσταντινούπολη, υπογράφτηκε αγγλοτουρκική αμυντική συμμαχία, δια της οποίας η Αγγλία υποχρεωνόταν να βοηθήσει την Τουρκία σε πόλεμο με τη Ρωσία, λαμβάνουσα, ως «μπαξίσι» την ΚΥΠΡΟ.
γ. Συνθήκη (Συνέδριο) Βερολίνου, Ιούνιος-Ιούλιος 1878
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ήταν μια μεγάλη αρχικά πολεμική και στη συνέχεια διπλωματική νίκη της Ρωσίας, κατά της Τουρκίας, η οποία σοβαρά προβλημάτισε τις Δυνάμεις της Ευρώπης, οι οποίες ήδη είχαν αρχίσει να ανησυχούν και να αναζητούν τρόπο ανατροπής αυτής της Συνθήκης, περιορισμού των εδαφικών κερδών του Πανσλαυισμού, με τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, η οποία δέσποζε μεγάλου τμήματος της Βαλκανικής. Με τη συμμετοχή της Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Ρωσίας, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με συμβολική και μετά κόπου, συμμετοχή, ως παρατηρητού της Ελλάδας, υπό την προεδρία του Γερμανού καγκελαρίου Βίσμαρκ, αποφασίστηκε η αναθεώρηση στης Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και αναδιανομή των εδαφών της Βαλκανικής.
Οι σπουδαιότερες αποφάσεις ήταν:
- Η ίδρυση μικρής αυτόνομης Βουλγαρίας, υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Στις 5 Οκτωβρίου 1908 επί νεοτουρκικών ανακατατάξεων, αποκτά την ανεξαρτησία της.
- Η αυτονόμηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, η οποία θα αποτελούσε ξεχωριστή επαρχία με χριστιανό Διοικητή, υπό τον Σουλτάνο. Αυτό ίσχυσε μέχρι το 1885, οπότε πραξικοπηματικά κατελήφθηκε από τους Βούλγαρους και ο εκεί ο Ελληνισμός διώχθηκε και εξανδραπώθηκε.
- Ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας, καθώς και στρατιωτική κατάληψη από την Αυστρία, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (μετά από 36 χρόνια, το 1914 από Βοσνία, με τη δολοφονία του διαδόχου Φραγκίσκου Φερνινάνδου, στις 25 Ιουνίου 1914, άρχισε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
- Ένωση Θεσσαλίας με την Ελλάδα, (πλην επαρχίας Ελλασσόνος), η οποία κατοχυρώθηκε με την Ελληνοτουρκική Συνθήκη της 24ης Ιουνίου 1881, ενώ η Ελασσόνα έγινε ελληνική το 1912, με τη διάβαση του Ελληνικού στρατού, της ιστορικής, συνοριακής ΜΕΛΟΥΝΑΣ.
Για τρίτη φορά, μετά από πολεμικές συγκρούσεις, στον ευρύτερο χώρο της Θράκης, η ιστορία συνεχίζει να επιδικάζει, την παραμονή της Κωνσταντινουπόλεως στην Τουρκία και τοι αυτή υπήρξε η ηττημένη, κατά κράτος, υπερμέτρως όμως δουλική και οσφυοκαμπτική, προς τους σωτήρες της, όπως συνεχίζει να πράττει μέχρι σήμερα, επιλέξουσα κατά περίπτωση, φίλους και εχθρούς.
- Βαλκανικοί Πόλεμοι, 1912-1912
Δεν θα ασχοληθούμε, σε βάθος, με τους Βαλκανικούς Πολεμους 1912-1913, αλλά μόνο ακροθιγώς και σε ό,τι αφορά τη Θράκη και κυρίως την Κωνσταντινούπολη, με επιδίωξη πάντα, την εξαγωγή συμπερασμάτων και τις πιθανόν μελλοντικές προβλέψεις και εκτιμήσεις, ξεκινώντας πάντα, από το ήδη, κάθε φορά, υφιστάμενο παρόν.
Τα Βαλκανικά κράτη, Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία στις αρχές Οκτωβρίου 1912, έχοντας συμπτύξει, μια αμφιλεγόμενη συμμαχία, λόγω των εδαφικών βλέψεων τους, κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία. Η Ελλάδα έγινε αποδεκτή στη συμμαχία αυτή, λόγω της ναυτικής κυριαρχίας της, στο Αιγαίο, καθόσον απέκοπτε, κάθε δυνατή βοήθεια, ενισχύσεως, δια δυνάμεων, εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών, τα βαλκανικά μέτωπα της Τουρκία, από τις 118 ακτές της Μ. Ασίας.
Η Ελλάδα ενήργησε επιθετικά, σε δύο άξονες. Προς Μακεδονία-Θεσσαλονίκη, ο κύριος άξονας, και προς Ήπειρο ο δευτερεύων. Η Σερβία εστιάζει στη Β.Δ. Μακεδονία, Σκόπια, Μοναστήρι. Του Μαυροβουνίου κύριος στόχος, ήταν η Σκόδρα και δευτερεύον το Νόβι Παζάρ.
Οι Βούλγαροι διέθεταν τον πολυπληθέστερο και ισχυρότερο στρατό. Διέθεταν 11 Μεραρχίες διπλάσιας δυνάμεως των Ελληνικών, 1 Μεραρχία και 1 Ταξιαρχία ιππικού καθώς και 80 τάγματα εθνοφρουρών. Ο όγκος του Βουλγαρικού στρατού, συγκροτημένος σε τρεις στρατιές, ήταν επιθετικά προσανατολισμένος στην Ανατολική Θράκης (Σαράντα Εκκλησιές, Αδριανούπολη, Λουλέ Μπουργάς, Κωνσταντινούπολη). Μια μόνο βουλγαρική Μεραρχία, θα δρούσε στη Μακεδονία και μια άλλη στη Δυτική Θράκη. Ο Τουρκικός στρατός στην Ανατολική Θράκη, ήταν συγκροτημένος σε 4 Σώματα Στρατού. Ο αντικειμενικός σκοπός των Βουλγάρων, ήταν να πλήξουν τις Τουρκικές δυνάμεις της Ανατολικής Θράκης και να φθάσουν προ των πυλών της Κωνσταντινουπόλεως, γεγονός το οποίο πραγματοποιήθηκε, μετά από σκληρότατες, φονικές μάχες, πέριξ του Λουλέ Μπουργάς, του Τσολού, του Μουρατλί και της Ραιδεστού. Στις 28 Οκτωβρίου 1912, οι Βούλγαροι φθάνουν στο Αναστασιάνο τείχος και οι επιχειρήσεις συνεχίζονται στην Τσατάλτζα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, πλην Ρωσίας, ανησυχούν, για την ανατροπή της ταγμένης θέσης τους, υπέρ της Τουρκίας, της οποίας επιδιώκουν, τον λιγότερο δυνατό ακρωτηριασμό της και τη διατήρησή της, επί τμημάτων της Ευρώπης (Ανατολική Θράκη), Κωνσταντινούπολη-Στενά.
Η Πετρούπολη, χωρίς να απομακρυνθεί, των αρχών του πανσλαυισμού, εμφανιζόταν αποφασισμένη, να αποτρέψει την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από του Βούλγαρους, διότι την ήθελε δική της, των Βουλγάρων, να αποτελούν μόνο όργανά της. Μετά από συνεχείς διαπραγματεύσεις, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, 17 Μαΐου 1913, η Τουρκία, παραχώρησε στους Βαλκανικούς συμμάχους όλα τα εδάφη δυτικά της γραμμής ΑΙΝΟΣ-ΜΗΔΕΙΑ.
Η σύμπτυξη των ενιαίου Βαλκανικού μετώπου, εξασφάλιζε τις βασικές προϋποθέσεις για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από τη Βαλκανική, επηρεαζόταν όμως από το παρελθόν, όπου οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν ταχθεί, για δικούς τους, γεωστρατηγικούς λόγους, στην ακεραιότητα του κράτους της Τουρκίας.
Στο σχέδιο διανομής της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, το οποίο είχε υποβάλλει η Ελληνική πλευρά (Ελευθέριος Βενιζέλος) ήταν, η Κωνσταντινούπολη και τα στενά να τεθούν υπό διεθνές καθεστώς. Η Σόφια όμως παρέμεινε προσηλωμένη στην ανάμνηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η βουλγαρική αυτή απληστία, οδήγησε στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο 1913, όπου η περισσότερο κερδισμένη Βουλγαρία, που η κατοχή της επεκτεινόταν από Τσατάλτζα, πύλες Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι έξω από Θεσσαλονίκη (Άσσυρος-Σοχός), οδηγήθηκε σε δεινή ήττα. Οι Τούρκοι αντεπιτεθέντες, απώθησαν, εκτός Ανατολικής Θράκης τους Βούλγαρους και συναντήθηκαν με τους Έλληνες στο Σουφλί, οι οποίοι Έλληνες επίσης είχαν απελευθερώσει αντεπιτεθέντες τη Δυτική Θράκη, από τους Βούλγαρους (Β’ Βαλκανικός Πόλεμος).
Από τα γεγονότα αυτά εξάγεται το συμπέρασμα ότι η συμπτυχθείσα συμμαχία των Βαλκανικών κρατών, ήταν αμφιλεγόμενη και αυτοεκβιαζόμενη, από τα κράτη μέλη της και ειδικά τη Βουλγαρία. Εάν δεν συνέβαινε αυτό, ήταν δυνατό, η Τουρκία να είχε απωθηθεί εκτός Ευρώπης, από την εποχή εκείνη και οι Έλληνες, Αρμένιοι, Ασσύριοι και άλλοι λαοί, θα είχαν αποφύγει τα επακολουθήσαντα δεινά των γενοκτονιών.
- Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου 1914-1918, οι πύλες της Κωνσταντινουπόλεως άνοιξαν. Οι τότε Συμμαχικές Δυνάμεις, με την Ελλάδα μπροστά, ύψωσαν εκεί στην Πεντάλοφο τα λάβαρά τους. Το θρυλικό θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ ναυμαχούσε στον Βόσπορο. Ένας περαστικός παπάς, μπήκε στην ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ και έψαλλε, συνέχεια της λειτουργίας, η οποία είχε διακοπεί κατά την Άλωση (29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη).
Με το πέρας όμως του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η βάσκανη μοίρα του Ελληνισμού, ζήλεψε και μάτιασε, το χαρμόσυνο αυτό γεγονός. Οι σύμμαχοι αποστάτησαν και ντρόπιασαν τη «Συμμαχία» και έγιναν πληρωμένοι, καιροσκόποι, προδότες, δολοφόνοι του Ελληνισμού. Οι πύλες της Κωνσταντινουπόλεως, σφραγίστηκαν και πάλι και τα κλειδιά δόθηκαν στους ηττημένους του μεγάλου αυτού πολέμου, Τούρκους.
Σήμερα στα Βαλκάνια και όχι μόνο, η Τουρκία απαιτητική, διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο περιφερειακής υπερδυνάμεως, με ό,τι αρνητικό και ανελεύθερο, συνεπάγεται για τους πέριξ αυτής λαούς, τους οποίους έχει βάλει στο στόχαστρο της. Τα Βαλκάνια όμως τι κάνουν; Περιμένουν, χωρίς αντίδραση, να τους φορεθεί πάλι το τουρκικό χαλινάρι; Ξεχνούν τα δεινά του τουρκικού ζυγού; Η σταδιακή Τουρκοδορυφοροποίηση κάποιων, ως εν προκειμένω, των Αλβανών και λόγω θρησκεύματος, δεν προβληματίζει; Οι ηγέτες των Βαλκανίων και των πέριξ της Τουρκίας, ομοδόξων και ετεροδόξων, θρησκευτικά, λαών, ας αφυπνιστούν, όπως έγινε το 1912, για να αποφύγουν τη «φοβέρα και σκλαβιά». Ας ξεκινήσουν όλοι, κάποιοι όμως πρέπει να κάνει την αρχή… η δουλεία καραδοκεί… και οι πύλες της Κωνσταντινουπόλεως παραμένουν κλειστές. Είναι δυνατόν και κάποτε, θα ανοίξουν, μέσα σε ένα φρενιτιώδη χορό της Ιστορίας… όπου στους ξέφρενους στροβιλισμούς της, φρούρια και κάστρα πέφτουν και αυτοκρατορίες σβήνουν ή συρρικνώνονται, στο πρόσταγμα της «ΑΡΑΤΕ ΠΥΛΑΣ».
Βοηθήματα:
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
Εκδόσεως ΝΕΩΝ
