5:30 η ώρα τα χαράματα έφευγε το πρώτο φέρυ μπόουτ από το νησί για την απέναντι στεριά. Αλλά πάντα ήταν γεμάτο φορτηγά με τεράστια μάρμαρα δεμένα στις καρότσες τους. Έτσι διάλεξαν να φύγουν αργότερα. Ξύπνησαν τα παιδιά μία ώρα νωρίτερα για να φάνε κάτι ελαφρύ και να ξεκινήσουν το πολυαναμενόμενο ταξίδι τους.
Το αμάξι ήταν ήδη φορτωμένο με τις βαλίτσες από το προηγούμενο βράδυ. Στο πορτμπαγκάζ ήταν τα λάδια, οι ελιές, το μέλι, το τσίπουρο, τα πεσκέσια δηλαδή για τους συγγενείς που θα τους φιλοξενούσαν στο σπίτι τους για δυο – τρεις μέρες. Το άσπρο Όπελ καντετ με οδηγό τον πατέρα, συνοδηγό τη μητέρα και στο πίσω κάθισμα τα παιδιά που δε σταματούσαν να πειράζονται από τη χαρά τους, και να τσιμπολογάνε συνεχώς γαριδάκια, χωρίς να φοράνε ζώνες ασφαλείας, με τα παράθυρα τέρμα ανοιχτά, αφού δεν υπήρχε κλιματισμός τότε, και τη ζέστη από την άσφαλτο να σκαρφαλώνει από παντού. Το ίδιο Όπελ καντετ που εδώ και είκοσι χρόνια πήγε για απόσυρση όπως και οι σχέσεις με τους συγγενείς.
Μετά από αρκετά τσιγάρα που κάπνισε ο πατέρας οδηγώντας, αλλά που τα άναβε η μητέρα απολαμβάνοντας υποτίθεται την πρώτη ρουφηξιά, κάνανε τη συνηθισμένη στάση στο γνωστό μέρος πριν τον τελικό προορισμό τους, τη Θεσσαλονίκη.
Μπροστά τους ένα θέαμα ξεχωριστό. Ένα μεγαλοπρεπές μνημείο. Ένα επιβλητικό άγαλμα. Ο Λέων της Αμφιπόλεως. Όσες φορές κι αν το έβλεπαν το ίδιο δέος ένιωθαν και ίλιγγο καθώς τα παιδιά το κοιτούσαν από χαμηλά να φτάνει μέχρι τα σύννεφα ακούγοντας την ίδια ιστορία. “Πάνω από 8 μέτρα ύψος… φτιάχτηκε τον 4ο αιώνα… Βρέθηκε….” Στο τέλος βγαίνανε φωτογραφία όρθια στα σκαλιά του βάθρου με εκείνες τις παλιές μηχανές που έπρεπε να εμφανίσεις το φιλμ για να δεις πώς σε αποθανάτισαν!
Έπειτα ξεκινούσε το καλό μέρος. Το πικ νικ. Αφού είχε πια μεσημεριάσει, κάτω από μια σκιά στρωνόταν η καρό μπατανία όπου επάνω της κάθονταν όλη η οικογένεια και έτρωγαν με απίστευτη όρεξη κεφτεδάκια τηγανητά, αυγά βραστά, τυρί, ντομάτα κομμένη σαν γαρύφαλλο, αγγούρι, ψωμί και φυσικά λίγο τσίπουρο για τους μεγάλους. Οι σφίγγες όμως κάπου κρυμμένες παραμόνευαν. Μόλις άνοιγε το τάπερ με τα κεφτεδάκια ξεκινούσαν τις χαμηλές πτήσεις. Ενοχλητικές και αποφασισμένες να καταστρέψουν την ωραία ατμόσφαιρα. Έτσι, αφού έληγε άδοξα το μεσημεριανό, έμπαιναν στο αμάξι και συνέχιζαν το ταξίδι τους μέχρι να ξανασταματήσουν στο ίδιο μέρος στο γυρισμό αυτή τη φορά.
Χρόνια αργότερα έπεσε στα χέρια μου μια τέτοια φωτογραφία. Τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια στα σκαλιά του αγάλματος μεγάλωσαν μα ο Λέων έμεινε ίδιος και πάντα στο ύψος του. Ο καινούριος δρόμος πλέον δεν περνάει από μπροστά του. Δεν ελέγχει πια την κίνηση. Έτσι ίσως να βρήκε την ησυχία του. Ίσως να βρει και τη γλώσσα του.
