Από τα δώδεκα παντρεμένη η Αϊσέ με τον Αλή που δεν τον θέλησε ποτέ. Τον διάλεξε όμως ο πατέρας της κι αυτό ήταν αρκετό. Η μητέρα της δεν είχε γνώμη για να την πει, μα ούτε και φωνή πίσω από τη μαντήλα. Ο γαμπρός ήταν δουλευταράς και άξιος μα η καρδιά της χτυπούσε για τον Ισμέτ. Μόλις έμαθε εκείνος για το γάμο της αγαπημένης του μπάρκαρε στα καράβια και δεν ξαναγύρισε όσο κι αν ήταν αυτή η κρυφή ελπίδα της όσο κι αν τον περίμενε μετά από κάθε της γέννα. Έκαναν εφτά παιδιά με τον άντρα της. Ένα μόνο κορίτσι την Εμινέ. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Την πάντρεψαν από μικρή δίχως να την ρωτήσουν. Η Αϊσέ σαν μάνα προσπάθησε να σταματήσει αυτό το γάμο γιατί έβλεπε πως το κορίτσι της δεν ήταν σαν κι αυτή, ούτε ο έρωτας της θα την άφηνε έτσι απλά να παντρευτεί άλλον, μα δεν τα κατάφερε. Η μάνα ζούσε μαζί τους από τότε που πέθανε ο άντρας της ξαφνικά από καρδιά. Πρόσεχε το παιδί τους, μόνο ένα έκαναν, και τους μαγείρευε. Μπορούσε να νιώθει τον καημό της σα δικό της.
Γι’ αυτό και κάθε φορά το καλοκαίρι που πήγαιναν στη θάλασσα χωρίς τον γαμπρό της, άφηνε την Εμινέ να πάει μια βόλτα πέρα απ’ τα βράχια. Αχ αυτή η θάλασσα! Πάντα άκουγε τον καημό της. Εκείνη τη μέρα όμως το μωρό, ο Ειμεν, πείνασε πιο νωρίς και ήθελε να θηλάσει. Έψαχνε λοιπόν τη μάνα του κλαίγοντας απαρηγόρητος, μα κάποιος άλλος έσφιγγε εκείνη την ώρα τα γαλακτερά της στήθη δίπλα στη θάλασσα και δεν ήταν άλλος από το Γιώργο. Το μοναδικό της έρωτα απ’ το σχολείο που δεν το έβαζε κάτω. Κι ας είχε παντρευτεί, εκείνος την αγαπούσε και με γλυκόλογα, αγκαλιές, φιλιά και λίγο αλκοόλ την χαλάρωνε και την παρέσερνε σ’ ένα ξέφρενο χορό πίσω από τα βράχια. Η γιαγιά τί να κάνει που είχε έρθει η ώρα για την προσευχή της και σκυμμένη στην ψάθα είχε τόσο απορροφηθεί ζητώντας συγχώρεση, που δεν άκουσε το κλάμα του μωρού. Εκείνη δεν είχε γυρίσει ακόμη και μες στην παραζάλη του έρωτα και του ποτού δεν άκουγε τίποτα παρά την καυτή ανάσα του Γιώργου στο αυτί της. Για κακή της τύχη ο άντρας της τα άκουσε και τα είδε όλα. Πάνω στην ταραχή και το θυμό του για την κοροϊδία αυτή, αφού έδωσε το μωρό στην πεθερά του να το ησυχάσει, πήρε ένα βράχο και σκότωσε τη γυναίκα του. Ο Γιώργος δεν πρόλαβε να τον σταματήσει. Ούτε ο Αλλάχ ούτε ο Χριστός μπόρεσαν να τη βοηθήσουν.