Ασχολούμενος με τους δημιουργούς λόγου της Θράκης, διαβάζοντας και γράφοντας για τη Λογοτεχνία της Θράκης, είχα τη μεγάλη χαρά να διαπιστώσω όχι μόνο την ποσότητα αλλά κυρίως την ποιότητα των λογοτεχνών της περιοχής μας. Ανάμεσα στους εκλεκτούς διακόνους του λόγου ξεχωριστή είναι η θέση του Χρήστου Χαρτοματσίδη, τον οποίο είχα τη χαρά να γνωρίσω προσωπικά στις 28 Απριλίου 2023, στη μεγάλη εκδήλωση για τη Θρακική Λογοτεχνία, που οργανώθηκε στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης στην Ξάνθη.
Στο σημερινό κείμενό μου θα επιχειρήσω να φωτίσω το πεζογραφικό έργο του Χρήστου Χαρτοματσίδη, προσεγγίζοντας τέσσερα έργα του.
Το 2022 κυκλοφόρησε το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Εξήντα έξι συγγραφείς γράφουν για τη ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ», με την Επιμέλεια του εκλεκτού μελετητή Eλπιδοφόρου Ιντζέμπελη, από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ, 2022, σελ. 310. Ένας από τους συμμετέχοντες με κείμενό του είναι ο Χρήστος. Θα παραθέσω απόσπασμα από σχετικό δημοσίευμά μου που αναφέρεται στους δέκα συγγραφείς Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης που δημοσιεύουν κείμενο στον εν λόγω αξιόλογο τόμο. Το απόσπασμά μας συστήνει τον συγγραφέα.
Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης γεννήθηκε το 1954 στη Βουλγαρία, σε οικογένεια Ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Σπούδασε ιατρική και σήμερα εργάζεται ως Διευθυντής Μικροβιολογίας στο Γ. Ν. Κομοτηνής. Δημοσιεύει διηγήματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και μία νουβέλα. Τέσσερα θεατρικά έργα του έχουν ανέβει στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, σε θέατρα της Θεσσαλονίκης και σε κρατικό θέατρο της Βουλγαρίας.
Στον τόμο «Γενέθλια Πόλη» του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη δημοσιεύει το κείμενο «Μπρονισλάβα».
Είναι χαρακτηριστική η αρχή του κειμένου: «Θα μου μείνει αξέχαστη εκείνη η σχολική χρονιά, τότε που όλα τα παιδιά της τάξης ήμασταν ερωτευμένοι με την Μπρονισλάβα.
Δεκαετία του εξήντα. Μόλις είχαμε μετακομίσει στην καινούρια συνοικία “Ναντέζντα” (Ελπίδα) στη Σόφια της Βουλγαρίας».
Εξίσου χαρακτηριστική και η συνέχεια:
«Τότε ήρθε στην τάξη μας η Μπρονισλάβα. «Τι γκόμενα είναι αυτή!» τη θαύμασε ο Βασίλ, το Τέρας. Κάτι τέτοια τα ήξερε. Μπροστά του μοιάζαμε με παιδαρέλια. Ήταν πραγματικά τεράστιος. Και στο μπόι, και στον όγκο. Ο μόνος στην τάξη με μουστάκι και έντονο μαύρο χνούδι στα μάγουλα!»
Και καταλήγει ο Χρήστος Χαρτοματσίδης, που από Βόρεια Θράκη προερχόμενος ζει πλέον στη Νοτιοδυτική, εξομολογητικά τις εφηβικές του αναμνήσεις:
«Την επόμενη χρονιά, το σχολείο μας είχε ερημώσει. Οι διάδρομοι αντηχούσαν αδειανοί. Στη γειτονιά είχαν αλλάξει πολλά. Ολοκλήρωσαν την τηλεθέρμανση και κλείσανε την τεράστια τάφρο. Ασφαλτοστρώσανε παντού και πια δεν χρειάζονταν τα παπούτσια μπαλέτου, αφού δεν υπήρχαν λάσπες.
Ο Βασίλ πήγε βέβαια στο καινούριο σχολείο. Παινευότανε πως τελικά είχε καταφέρει την Μπρόνη να γίνει το κορίτσι του».
*
Να συμπληρώσουμε στο βιογραφικό του τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία:
Έχει δύο παμβουλγαρικά βραβεία για διήγημα και μυθιστόρημα και δύο φορές έχει προταθεί για τα βραβεία του περιοδικού Διαβάζω. Δημοσιεύει διηγήματα και μεταφράσεις σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια είναι μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού Μανδραγόρας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Hellga και Hellena, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βακχικόν.
Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης έδωσε Συνέντευξη στον Γιάννη Παπαδόπουλο στην Athens Voice με αφορμή το μυθιστόρημά του «Hellga και Helena». Δύο σημεία παραθέτουμε που διαφωτίζουν τη δημιουργική βούληση και τον κόσμο που παρουσιάζει στα έργα του:
Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;
Ο γραπτός λόγος ασκεί μια ανεξήγητη έλξη. Έχει τη δικιά του μαγεία και δυνατότητες. Ίσως γι’ αυτό βλέπουμε τώρα τελευταία καταξιωμένους καλλιτέχνες, με λαμπρή πορεία σε άλλα είδη τέχνης – σκηνοθέτες, μουσικοσυνθέτες, ηθοποιοί, μα ακόμη και επιστήμονες, δικηγόροι, πολιτικοί να προσπαθούν να καταθέσουν τις προσωπικές τους μαρτυρείς κι ανησυχίες σαν λογοτεχνικά δημιουργήματα – γράφουν ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα. Ναι, επειδή τα γραπτά μένουν. Δίνουν όμως και μεγάλα περιθώρια δημιουργίας κι άνεση μια που το γράψιμο δεν απαιτεί ιδιαίτερες συνθήκες και υλικά. Το μόνο που χρειάζεται ο δημιουργός είναι μολύβι και χαρτί, ή τον υπολογιστή του. Και βέβαια κάποιον μετά μα διαβάσει τα κείμενά του… Για μένα το βασικό είναι η χαρά της δημιουργίας, η προσωπική ευχαρίστηση, η μεγάλη εκείνη στιγμή που εντελώς απρόσμενα, το έργο και οι ήρωες του ξεφεύγουν από την επίβλεψη του συγγραφέα κι αρχίζουν και κινούνται αυτόνομα, υπακούοντας μοναχά στους δικούς τους κανόνες και διαθέσεις. Ίσως αυτή η στιγμή να είναι η έμπνευση. Τότε ξεπερνάς κάθε βαρεμάρα και τεμπελιά κι ενθουσιασμένος τρέχεις να προλάβεις τις καταστάσεις και είσαι μοναχά ο παρατηρητής που καταγράφει τα συμβάντα.
Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σας;
Οι δύο μεγάλες σχολές που προανέφερα έχουν και την δική τους θεματολογία – στους Ρώσους είναι ο πνευματικός κόσμος, η αναζήτηση του Θείου στη ζωή μας και στον άνθρωπο, ο πλούσιος ψυχισμός. Στους Γάλλους υπερτερεί ο υλικός κόσμος – το χρήμα, ο αγώνας για επικράτηση ή για επιβίωση, οι κοινωνικές συγκρούσεις. Και οι δύο ασχολούνται έντονα και με τον έρωτα και η κάθε μία τον αποδίδει με τον δικό της τρόπο. Θαυμάζω τους μεγάλους Ρώσους, μα στην θεματολογία μου επικρατούν οι κοινωνικές συγκρούσεις, μαζί με την προσπάθεια για λεπτομερή, ψυχολογικά πορτραίτα. Μακάρι να γινόταν ένα πάντρεμα των δυο αυτών κόσμων.
*
Για να σχηματίσει ο αναγνώστης και η αναγνώστρια μια εικόνα της γραφής του Χρήστου Χαρτοματσίδη, παραθέτουμε ένα κείμενό του, από τη συλλογή διηγημάτων «Μπαρ “Οι νεράιδες“ (2016), που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Η Λέξη:
Η ΒΡΥΣΗ ΝΕ ΤΙΣ ΝΕΡΑΪΔΕΣ
Η βρύση αυτή υπάρχει και σήμερα. Λίγο πιο πάνω απ’ την πλατεία της Μαρώνειας. Εκείνο το βράδυ – την άνοιξη το 1940, ο Παππούς βγήκε λιγάκι ζαλισμένος από το καφενείο. Προχώρησε και είδε δίπλα στην πέτρινη γούρνα τρεις κοπέλες να λούζονται. Ήταν όλες με ξέπλεκα μαλλιά, στολισμένα με λουλούδια. Μετά φόρεσαν διαφανή φουστάνια κι από κάτω έλαμπαν τα ολόασπρα κορμιά τους. Οι κοπέλες πλησίασαν τον Παππού, που τότε βέβαια ήταν νέος κι άρχισαν να χορεύουν πλάι του. “Θα είναι απ’ το πιοτό!” σκέφτηκε ο Παππούς και αποφάσισε να τις αποφύγει, μα οι νεράιδες, γιατί οι κοπέλες με τα ξέπλεκα μαλλιά ήταν νεράιδες, δεν τον άφηναν. “Μείνε κοντά μας, Αριστείδη! του έλεγαν ναζιάρικα. Μη φύγεις!” και πιασμένες από τα χέρια τον εμπόδιζαν να περάσει.
Έτσι χόρευαν γύρω του κι ο Παππούς προχωρούσε πλάι στο ρυάκι. Είναι γνωστό πως τα πλάσματα αυτά λατρεύουν το νερό. Όταν πλησίασε όμως, το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, φώναξαν λυπημένες κι εξαφανίστηκαν. Το ίδιο βράδυ ο Παππούς έπεσε στο κρεβάτι με ρίγος. Έτρεμε ολόκληρος. Ανέβασε πυρετό και παραμιλούσε συνεχώς. Το πρωί έκανε αιμόπτυση.
Τον φθινόπωρο, όταν πια κάπως είχε συνέρθει, άρχισε ο πόλεμος. Ακολούθησε η Κατοχή, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος. Ο Παππούς ποτέ δεν ξαναγύρισε στο χωριό του. Τον θυμάμαι λίγο πριν πεθάνει στην προσφυγιά. Έμενε σε μια παράγκα δίπλα στα καπνομάγαζα της Φιλιππούπολης. Έξω ο αέρας μύριζε μεθυστικά από τα φύλλα του καπνού που στεγνώνανε αργά στις αποθήκες. Στο δωματιάκι του – οι αναθυμιάσεις της αρρώστιας – μια ξινή και ζεστή υγρασία. Στον τοίχο όμως είχε γκόμπλεν – σπανιόλες χορεύτριες με ντέφια και ξέπλεκα μαλλιά… “Τις βλέπεις, είπε ο Παππούς. Μου έλεγαν να μην φύγω. Εγώ όμως έφυγα!”
*
Τα τέσσερα βιβλία που θα προσεγγίσουμε στη συνέχεια:
- Κιθαρίστας σε ταβέρνα, 1996 – μυθιστόρημα
- Είναι κάπου αλλού η γιορτή, 2011 – μυθιστόρημα
- Μπαρ «Οι νεράιδες», 2016 – διηγήματα
-Όσο κρατάει ένα φιλί, 2020 – νουβέλα
1.
ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ ΣΕ ΤΑΒΕΡΝΑ
Το μυθιστόρημα αυτό με τον τίτλο «Κι αυτός είμαι εγώ» πρωτοκυκλοφόρησε το 1990 στα βουλγαρικά και έλαβε το δεύτερο βραβείο του Δήμου Φιλιππούπολης. Το 1996 κυκλοφορεί στις εκδόσεις Πατάκη, σελ.322.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
«Η Σόφια της δεκαετίας του ’70. Το σύστημα φαίνεται ακόμα σταθερό, μα ήδη έχει αρχίσει η παρακμή. Ένας νεαρός προσπαθεί να βρει τη θέση του στην κοινωνία. Ερωτικές περιπέτειες, μουσική και αλκοόλ είναι η μία όψη της ζωής του. Η γκρίνια στο σπίτι, όπως και οι ραδιουργίες στο χώρο της λαϊκής ορχήστρας όπου εργάζεται, είναι και η άλλη πλευρά της πραγματικότητας, στην οποία όλοι τελικά βρίσκονται παγιδευμένοι.
Το μυθιστόρημα αρχίζει σαν ερωτικό, μοιραία όμως γίνεται και κοινωνικό. Με γρήγορο ρυθμό και με χιούμορ μας παρουσιάζει την ατμόσφαιρα της τελευταίας χρυσής δεκαετίας. Είναι τα καλύτερα χρόνια μιας εποχής όπου η πτώση του συστήματος είναι ακόμα μακριά και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τις αλλαγές που θα ακολουθήσουν».
Στο περιοδικό «Διαβάζω» σε άρθρο του ο Δ.Τ. ανάμεσα στα άλλα σημειώνει:
«Στο μυθιστόρημα του Χρήστου Χαρτοματσίδη “Κιθαρίστας σε ταβέρνα” επιχειρείται η απόδοση μιας κοινωνίας άλλης, αλλά και συγγενικής, σε βασικές δομές, ·με την ελληνική, με τον καθοριστικό ρόλο της οικογένειας που λειτουργεί ως τροχοπέδη στα εφηβικά πετάγματα του ήρωα, όπως και του συστήματος (οιουδήποτε συστήματος) που απαιτεί την ενσωμάτωση των νεαρών μελών. Ανάμεσα σε δύο γυναίκες, σύμβολα ελευθερίας και αποκατάστασης, ο ήρωας διχάζεται, υποκύπτει, αντιδρά. Τα περιθώρια στενεύουν, οι πραγματικά επαναστατικές πράξεις για την υιοθέτηση ενός άλλου τρόπου ζωής εκλείπουν. Αφήγηση παραδοσιακή που δεν αποφεύγει τους πλατειασμούς, διαθέτει ένα ισχυρό προτέρημα: το σαρωτικό και υπόγειο χιούμορ του αφηγητή/ήρωα που αγγίζει το σαρκασμό για τους γύρω αλλά, πρώτιστα για τον εαυτό του».
2.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΥ ΑΛΛΟΥ Η ΓΙΟΡΤΗ
Το μυθιστόρημα αυτό εκδόθηκε το 2011 στις εκδόσεις Τόπος, σελ. 229. Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
«Θεσσαλονίκη, Αμπελόκηποι, δεκαετία του ’80. Οι Δυτικές, οι λαϊκές συνοικίες. Τέσσερις νέοι αναζητούν τον δρόμο τους στη ζωή, μα βλέπουν πως “πάντα κάπου αλλού είναι η γιορτή”. Εκεί που δεν έτυχε να γεννηθούν οι ίδιοι: στις λαμπερές λεωφόρους! Πέρα από τον Βαρδάρη! Εκεί που έτυχε να γεννηθούν οι “άλλοι” και όπου οι νεαροί από τα υποβαθμισμένα προάστια πηγαίνουν να χαζέψουν την άλλη ζωή. Τη ζωή που δεν είναι η δική τους και όπου ένα ζευγάρι γυναικείες μπότες κοστίζει όσο το νοίκι μιας οικογένειας…
O Xρήστος Χαρτοματσίδης, με λεπτή ειρωνεία και οξύ χιούμορ, ανατέμνει την ηθογραφία μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων που είναι (ή αισθάνονται ότι είναι) “καταδικασμένοι” από ολόκληρη την κοινωνία. Η υπόγεια οργή που βασανίζει τους ήρωες για τη ζωή των βολεμένων, το μάταιο όνειρο “να φτάσουν κάπου”, και ακόμα η αδήριτη ανάγκη να υπερασπιστούν με κάθε τρόπο την ίδια τους τη ζωή, αλλά και των συντρόφων τους, ως άλλοι Ρομπέν των Δασών ή Τσε, αναδύεται σε αυτό το μυθιστόρημα με έναν συναρπαστικό ρεαλισμό».
Ο Γιάννης Στρούμπας σε κείμενό του για το μυθιστόρημα αυτό ανάμεσα στα άλλα γράφει:
«Οι περιπλανήσεις του κεντρικού μυθιστορηματικού ήρωα περιλαμβάνουν σωρεία αναδρομών στο παρελθόν, μέσω των οποίων πραγματοποιείται σταδιακά τόσο η ανασύνθεση του παρελθόντος των βασικών ηρώων του μυθιστορήματος, όσο κι η ερμηνεία του ψυχισμού τους, που ’ναι συνάρτηση πρωτίστως του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έχουν μεγαλώσει. Ο Μπίλης ανήκει σε οικογένεια εργατών. Η φτώχεια της οικογένειας συνεπάγεται, εκτός από στερήσεις, και πολλές ταπεινώσεις […] Το βασικότερο θέμα, λοιπόν, στο μυθιστόρημα του Χαρτοματσίδη είναι το κοινωνικό σχόλιο που απορρέει από τον τίτλο του: είναι κάπου αλλού η γιορτή. Ο Χαρτοματσίδης, αφορμώμενος από το ρεαλιστικό περιβάλλον της γιορτής των Χριστουγέννων, αδράχνει την ευκαιρία να μιλήσει συμβολικά, μεταφερόμενος από τη θρησκευτική γιορτή σε μία γενικότερη διάσταση της έννοιας «γιορτή» […] Η διεκδίκηση ενός κομματιού από τη «γιορτή» είναι βασική επιδίωξη των ηρώων του Χαρτοματσίδη, όσων τουλάχιστον δεν ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα ή δεν είναι βολεμένοι».
Καταλήγει ο Γιάννης Στρούμπας με ένα – θα λέγαμε – γενικότερο συμπέρασμα: «Οι ήρωες του Χαρτοματσίδη ακροβατούν ανάμεσα στο κοινωνικώς ηθικά αποδεκτό και στη διάθεσή τους να μη φαντάζουν τελείως αφελείς υποκύπτοντας στις κοινωνικές συμβάσεις. Κι επειδή επιπλέον δεν είναι όντως αφελείς, ο προσποιητός τους «ρομαντισμός» αποδομείται όντας κάλπικος».
3.
ΜΠΑΡ «ΟΙ ΝΕΡΑΪΔΕΣ»
Το επόμενο βιβλίο περιέχει έντεκα διηγήματα, κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Μανδραγόρας το 2016, σελ. 90. Κάποια από τα κείμενα της συλλογής είχαν πρωτοδημοσιευθεί σε περιοδικά.
Ήδη έχουμε παραθέσει το κείμενο Η ΒΡΥΣΗ ΝΕ ΤΙΣ ΝΕΡΑΪΔΕΣ. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το πρώτο διήγημα της συλλογής:
Smash
“Προχθές είδα για πρώτη μου φορά τον Θεό! Όχι ολόκληρο. Είναι τόσο πελώριος που δύσκολα μπορείς να συλλάβεις όλο Του το Μεγαλείο. Ίσως, αυτό που είδα, να ήταν η Θεϊκή παλάμη, ή μέρος από το χέρι Του. Πρώτα βέβαια σείστηκε η γης. Από μακριά ακούγονταν τα βήματά Του, που κάνανε την Οικουμένη να τρέμει. Ακολούθησε ο θυελλώδης άνεμος απ’ τις κινήσεις Του. Αέρας που σάρωνε τα πάντα. Που έφερνε και μια δυνατή υγρή οσμή. Τη μπόχα του θανάτου! Οι μεγαλύτεροι λένε πως έτσι μυρίζανε τα βαλτοτόπια, εκεί που κατοικούσε ο λαός μας πριν εκδιωχθεί στις άνυδρες σπηλιές. Είναι δυνατόν ένας Θεός να μυρίζει έτσι; Μα εγώ κατάλαβα. Ήταν η οσμή του φόβου! Του δικού μας φόβου! Θυμάμαι ο γέροντάς μου, ο αδερφός Σεραφείμ είχε βγει έντρομος από τη σπηλιά: “Κρύψου, αδερφέ!” πρόλαβε να μου πει. “Έρχεται… ΑΥΤΟΣ!” μετά πανικόβλητος βιάστηκε να εξαφανιστεί. Μα εγώ ήθελα να Τον δω. Να Τον αντικρίσω σε όλο Του το Μεγαλείο. Είναι αυτό αλαζονεία;
Η Ελισάβετ Κοτζιά (2017) σε εμπεριστατωμένο κείμενό της αναφέρεται στη συλλογή των διηγημάτων. Κάποια σημεία χαρακτηριστικά:
«Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης είναι ρεαλιστής πεζογράφος […] Και ταυτόχρονα είναι παρωδιακός συγγραφέας […] Στην τελευταία του διηγηματογραφική συλλογή «Μπαρ “Οι νεράιδες”», ο Χρήστος Χαρτοματσίδης καταπιάνεται και πάλι με την αγαπημένη του θεματική, τις ποικίλες ψευδαισθήσεις της κοινής γνώμης, η οποία δεν διστάζει να υιοθετεί μαζικά τις πιο παράδοξες στάσεις. Ο πεζογράφος όμως επιλέγει αυτήν τη φορά νέα εδάφη, ανθρώπους που καταλήγουν να πιστεύουν στις πιο εξωφρενικές εκδοχές του υπερφυσικού που υποτίθεται πως μάς κυβερνάει. Τον τόνο δίνει η αλληγορική παρωδία «Smash», μια εύστοχη πικρή διακωμώδηση ολόκληρου του συστήματος της θρησκευτικής πίστης. Και αποκαλύπτει τις προθέσεις του όταν αντιλαμβανόμαστε πως οι πρωταγωνιστές επί των οποίων επιπίπτει η τιμωρός θεία δίκη δεν είναι παρά μια κοινότητα απροστάτευτων κατσαριδών τις οποίες κάθε τόσο εξολοθρεύει ο ιδιοκτήτης του λουτρού μέσα στο οποίο έχουν καταφύγει […] Τη γραμμή των λαϊκών δοξασιών και των μαγικών παραμυθιών ακολουθούν «Η βρύση με τις νεράιδες» και «Η μεγάλη επιστροφή του Παππού» […] Ρεαλισμός και υπερβατικότητα παντρεύονται. Απροστάτευτες χορεύτριες βορειοελλαδικού καμπαρέ, η Λιούμπα και η Βέρα θα πέσουν στο «Μπαρ “Οι νεράιδες”» στα νύχια αδίστακτου προστάτη που τις κακομεταχειρίζεται κατά το δοκούν. Εδώ πλέον το υπερφυσικό είναι πιστευτό, φαντάζει επιθυμητό και γίνεται ευπρόσδεκτο, καθώς σπεύδει να διορθώσει την αδικία και να αποκαταστήσει την τάξη».
4.
ΟΣΟ ΚΡΑΤΑΕΙ ΕΝΑ ΦΙΛΙ
Το 2020 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας κυκλοφόρησε η νουβέλα «Όσο κρατάει ένα φιλί», σελ. 124.
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
«Μα, υπάρχουν «μη επαναστατικές αλήθειες» ερωτώ
Η κάθε αλήθεια είναι προοδευτική και χρήσιμη!
Κι αν τώρα ντρέπεστε για κάποιες από τις πράξεις σας
σύντροφοι της Καθοδήγησης, να φροντίζατε να μην τις κάνατε!
Ούτε βέβαια να τις επαναλαμβάνετε στο μέλλον! Άντε μπράβο!»
Η εφημερίδα Παρατηρητής της Θράκης παρακολουθεί την κίνηση των βιβλίων και παρουσιάζει τους δημιουργούς του λόγου της Θράκης. Η Γεωργία Ντεμίρη, φιλόλογος και διδακτορική φοιτήτρια του ΤΕΦ/ΔΠΘ, προσεγγίζει τη νουβέλα «Όσο κρατάει ένα φιλί» σε αναλυτικό άρθρο, το οποίο θα αξιοποιήσουμε στη συνέχεια. Να σημειώσουμε ότι το πεζογράφημα αυτό όπως και άλλα έχουν άμεση σχέση με την ανθρωπογεωγραφία της Θράκης.
«Μια νουβέλα για την αέναη σύγκρουση καλού-κακού. Μια γυναίκα προς το τέλος του βίου της αφηγείται, με λόγο λιτό, ζωντανό κι άμεσο, περιγράφοντας μια ταραγμένη ζωή. Aπό τα παιδικά χρόνια σε ένα χωριό της Θράκης, με το στίγμα της προσφυγοπούλας μάνας ανάμεσα σε οικογένειες γηγενών, στα ταραγμένα χρόνια του Eμφύλιου, όταν ο φόβος χωρίζει την οικογένεια στέλνοντας πατέρα και κόρες στο βουνό, κι από κει στην άλλη πλευρά των συνόρων, όπου η ζωή ξαναβρίσκει τη ρότα της. Σπουδές, δουλειά, αρρώστιες, έρωτες, νέες οικογένειες, μέχρι την επιστροφή στην πατρίδα. Μια ιστορία ζωής με κάδρο το αντάρτικο στα βουνά της Θράκης και μετά μια κοινότητα πολιτικών προσφύγων στις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες. Θέμα της νουβέλας αποτελούν οι ανθρώπινες σχέσεις χωρίς ιδεολογικό πρόσημο […] H έμπειρη γραφίδα του X. Xαρτοματσίδη κάνει τη νουβέλα να διαβάζεται με μια ανάσα, αφήνοντας σαν επίγευση μια γλυκόπικρη αίσθηση. Παιχνίδια (δι)εκδίκησης Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελούν οι διάσπαρτες δηλώσεις, σχετικά με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου, από την ίδια την αφηγήτρια, η οποία μάλιστα στην αρχή τονίζει: «[…] Δεν έχω την φιλοδοξία να γίνω συγγραφέας. Μια απλή γυναίκα μεγάλης ηλικίας είμαι, θέλω όμως να διηγηθώ τη ζωή μου όπως ήταν πραγματικά. Με όλες τις πικρές αλήθειες. Γι’ αυτό προσπαθούν να με βγάλουν τρελή, παρότι η πνευματική μου υγεία είναι μια χαρά! […]».
Η προσέγγιση της Γεωργίας Ντεμίρη διανθίζεται με πολλά αποσπάσματα του συγγραφέα:
«Οι δυο αδερφές της ιστορίας μοιράζονται τον ίδιο άνδρα, ο οποίος μάλιστα φαίνεται να προβαίνει σ’ ένα συνεχές παιχνίδι διεκδίκησης, όπως διαβάζουμε και στο παρακάτω απόσπασμα: «[…] Δάγκωσα το μήλο που είχαμε για επιδόρπιο κι άνοιξα το ραβασάκι. Θεέ μου! Ήταν ποίημα! Ότι ο Ανέστης μου θα καθόταν να μου γράψει ποίημα δεν το φανταζόμουν ποτέ! (Όταν ήμασταν λογοδοσμένοι, λέμε! Γιατί από τη στιγμή που είχε παντρευτεί με την αδερφή μου δεν υπήρχε περίπτωση να με συγκινήσει ούτε με ποίημα, ούτε με ολόκληρη συλλογή!). Αν και για να πω την αλήθεια ένιωσα ένα ζεστό κύμα να με διαπερνάει και να χαϊδεύει όλη μου την ύπαρξη. Ναι, κολακεύτηκα σαν γυναίκα, μα ένιωσα και την πικρία που αυτός ο άνθρωπος με είχε προδώσει. Είχε φτάσει η στιγμή της εκδίκησης! Έπρεπε να την απολαύσω αργά […]» Σε άλλο σημείο υπογραμμίζει η αφηγήτρια πως «[…] Τα γεγονότα σε παρασέρνουν σαν τα κύματα της θάλασσας και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να παίρνεις βαθιές ανάσες και να προσπαθείς να μην πνιγείς […]».
Στην ΕΡΑ Κομοτηνής προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της φίλη Μαρία Νικολάου που προβάλλει τη λογοτεχνία και τους/τις λογοτέχνες της Θράκης. Για τη νουβέλα «Όσο κρατάει ένα φιλί» είχε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Χρήστο Χαρτοματσίδη. Θα παραθέσουμε κάποιες απαντήσεις σε ανάλογες ερωτήσεις της.
Μια ιστορία που φέρνει στο επίκεντρο το θέμα των ανθρωπίνων σχέσεων που δεν γνωρίζουν, όπως ο συγγραφέας λέει, ιδεολογικό πρόσημο.
«Οπωσδήποτε μας επηρεάζει η ιδεολογία» δηλώνει ο συγγραφέας προσθέτοντας «αλλά οι καθαρά ανθρώπινες σχέσεις είναι πέρα και πάνω από τα ιδεολογικά και τα πολιτικά. Οπότε, κάποιος που αντικρίζει το άδικο και βλέπει καθαρά ποιο είναι το δίκαιο, θα πρέπει να παίρνει θέση ανεξάρτητα από το ποιο μετερίζι μάχεται.». Για να προσθέσει με προβληματισμό πως «όλοι πολεμούν την αδικία και πολεμώντας την αδικία βρίσκονται σε διαφορετικά στρατόπεδα.»
«Καθορίζουμε εμείς τη μοίρα μας;» ρωτήσαμε τον Κομοτηναίο συγγραφέα για να απαντήσει «Προσπαθούμε» και να προσθέσει «Από την αρχαιότητα ακόμη, από το αρχαίο δράμα προσπαθώντας να πάμε ενάντια στο πεπρωμένο, ενάντια στη μοίρα μας κάνουμε περισσότερα λάθη και ουσιαστικά δουλεύουμε υπέρ του. Όμως κάνουμε την προσπάθεια. Αυτό είναι το ανθρώπινο να πας ενάντια στα δύσκολα. Ενάντια σ΄ αυτό που σε καθορίζει. Αν και μέσα μας δουλεύει το υποσυνείδητο και όταν το συνειδητοποιήσουμε, τότε μπορούμε να πούμε ότι είναι πεπρωμένο.»
«Όσον κρατάει ένα φιλί», μια Νουβέλα που διαβάζεται πολύ εύκολα. «Παρόλο τα δραματικά που σας είπα υπάρχει πολύ χιούμορ και νομίζω ότι θα το ευχαριστηθεί ο αναγνώστης.» καταλήγει ο συγγραφέας «κλείνοντας το μάτι» στο κοινό του.
*
Στο διαδίκτυο (Frear 18/12/2018) δημοσιεύθηκε το διήγημα: Όπερα της πεντάρας – του Χρήστου Χαρτοματσίδη – Αληθινή ιστορία :
«Συνήθως τέτοια εποχή καταφτάνουν οι ζητιάνοι. Ναι, και τώρα υπάρχουν επαίτες. Έρχονται για τα Χριστούγεννα από το ρακένδυτο βασίλειό τους, κάπου εκεί στις σκοτεινές παραγκούπολες του Χρόνου. Μαζεύονται όλοι οι κακόμοιροι, οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι. Θα τους δεις στους μεγάλους πεζόδρομους, ή στις εισόδους των Σουπερμάρκετ – δίπλα στα καροτσάκια. Κάθονται πάνω σε χαρτόνια, ή κατευθείαν στα κρύα πλακάκια. Επιδεικνύουν κάθε είδος παθήσεις, παραμορφωμένα άκρα, αθεράπευτα έλκη. Δίπλα τους το πινάκιο για την ελεημοσύνη. Μπορεί να είναι και χάρτινο κυπελάκι από καφέ. Αόμματος τραγουδιστής βραχνιάζει με μακρόσυρτα ηπειρώτικα. Α καπέλα… Αλλοδαποί ακορντεονίστες σε μεταφέρουν στους λόφους της Μαντζουρίας.
Λέγονται διάφορα – για βαλίτσες με εκατομμύρια (!!!) κρυμμένες στις φαβέλες, για την μαφία που τους ελέγχει. Υπάρχει όμως κι ο πόνος… Και η ανέχεια…
Νεαρός με κοκκινωπό γενάκι, έχει πέσει γονατιστός και χτυπιέται. Παρά το κρύο είναι μόνο με το φανελάκι. Κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Ξαφνικά σταματάει και κοιτάζει φοβισμένα, με το στόμα ανοιχτό. Νομίζεις πως του έχει κοπεί η ανάσα. Το σάλιο του κρέμεται σαν ασημένια γιρλάντα.
Λίγο πιο πέρα, μια περίεργη γερόντισσα. Δεν απλώνει το χέρι, δεν παρακαλάει. «Καλή υγεία να ‘ χετε!» λέει κλαψιάρικα. Στηρίζεται στην πλαστική της πατερίτσα. Φοράει μαύρα – πως αλλιώς. Τα άσπρα μαλλιά της είναι μαζεμένα σε πλεξούδα. Στο στήθος – ταπεινός, ξύλινος σταυρός. Η φωνή – σιγανή:
«Δεν θέλω! Ελεημοσύνη! Την αγάπη σας θέλω μόνο!»
Περισσότερο εντυπωσιάζει η θλιμμένη αξιοπρέπεια! Η περηφάνια των φτωχών! Την καταφέρνει αυτή την έκφραση. Αν δεν είσαι εντελώς αναίσθητος πάντα κάτι θα δώσεις.
Φέτος όμως είναι διαφορετική. Προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των καιρών. Που και που αστράφτουν κάποιες σπίθες στα μάτια της. Μετά τα τιθασεύει. Χαμηλώνει το βλέμμα. Χαμογελάει πονεμένα:
«Βοηθήστε με, να ορθοποδήσω. Δεν είμαι καμιά ξένη!»
Και δείχνει στους γύρω το δελτίο ταυτότητάς της!»
*
Επιχείρησα να παρουσιάσω τον πλούσιο κόσμο του θρακιώτη δημιουργού Χρήστου Χαρτοματσίδη. Επέλεξα να αξιοποιήσω κείμενα του ίδιου και κάποιων μελετητών του. Τον θεωρώ ως ένα σημαντικό πεζογράφο που δραστηριοποιείται στη Θράκη. Αυτό, όπως τονίζω συχνά, έχει πολλαπλή αξία.
Κλείνοντας, λοιπόν, την παρουσίασή μου θα δώσω το λόγο σε δύο εκλεκτούς μελετητές του νεοελληνικού λόγου, στην προσπάθειά μας να δούμε γενικότερα το έργο του Χαρτοματσίδη.
Ο Χρίστος Παπαγεωργίου, ποιητής – κριτικός λογοτεχνίας, σημειώνει:
«Σ’ αυτές τις περιπτώσεις που ο Χαρτοματσίδης αφήνει την πένα του να πλανηθεί και ν’ απλωθεί σαν φύλακας άγγελος πάνω απ’ τα κεφάλια αυτών των κατατρεγμένων – οι οποίοι βγαίνουν από ένα διήγημα για να μπουν σ’ ένα θεατρικό ή σ’ ένα μυθιστόρημα-, καθώς κατατρύχεται από τύψεις αν τους εγκαταλείψει άστεγους στη μοίρα τους, προσομοιάζει συγγραφικά μια που η θλίψη είναι έντονη και αληθινή και όχι μελοδραματική, με τους Ρώσους κλασικούς και ιδιαίτερα τον Τσέχωφ, οι οποίοι σίγουρα υπήρξαν οι μεγάλοι του δάσκαλοι στη μέχρι τώρα συγγραφική του πορεία».
Ο Κώστας Κρεμμύδας, ποιητής- εκδότης του περιοδικού “Μανδραγόρας” συμπληρώνει κατά κάποιο τρόπο τη διαπίστωση του Χρ. Παπαγεωργίου:
«Το έργο του πάντως […] αφορά την κοινότητα, τον άνθρωπο δηλαδή μέσα στην κοινωνία, ακόμα και όταν σκιαγραφεί ή καυτηριάζει ατομικές πράξεις, αντιφάσεις ή παραλείψεις. Βρίσκεται μακριά από την πεζογραφία του ατομικού ή ιδιωτικού οράματος, την πεζογραφία του life ή μάλλον του lightstyle (όπως την ονόμασε εύστοχα ο Μπουκάλας), τις περιγραφές του προσωπικού κενού (όχι ως αδιέξοδο, αλλά ως πόζα συγγραφική)».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΒΡΑΜΥΛΙΑ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2023