Ο αντι-συνταγματάρχης είχε συνηθίσει στην τάξη. Όχι μόνο για όσο καιρό ήταν μέσα στο στρατόπεδο αλλά και στο σπίτι του. Γεννήθηκε έτσι. Την είχε ανάγκη για να παραμένει ήρεμος.
Είχε παντρευτεί στο παρελθόν αλλά ποια να τον αντέξει για πολύ καιρό με τόσες παραξενιές; Χώρισαν πριν προλάβει να γίνει πατέρας. Δεν έπαψε όμως ποτέ να την νοιάζεται κι ας έφυγε από κοντά του. Μόνο οι φαντάροι και η μητέρα του υπάκουαν στις διαταγές του γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Εκείνη όμως τον κοιτούσε με τα μεγάλα γαλανά της μάτια όλο απορία που τον έκαναν να μετανιώνει.
Ούτε όταν απολάμβανε το αγαπημένο του φαγητό δεν άφηνε τον εαυτό του να χαλαρώσει. Κι αυτό γινόταν μόνο στο σπίτι γιατί έξω δεν το ευχαριστιόταν ποτέ. Τα μακαρόνια στο παστίτσιο έπρεπε να είναι ευθυγραμμισμένα. Σαν να τα είχε μετρήσει με το χάρακα η μητέρα του ή αργότερα η γυναίκα του. Όταν έκοβε ένα κομμάτι οι τρύπες έπρεπε να είναι στην ίδια ευθεία. Τα γεμιστά στο ταψί θύμιζαν στρατιώτες παραταγμένοι στο πεδίο της μάχης ντυμένοι στα χακί. Οι ντομάτες απαγορεύονταν φυσικά γιατί ήταν κόκκινες. Τα αυγά με τα λουκάνικα στο τηγάνι έπρεπε να είναι σαν πρόσωπο χαμογελαστό. Αλλιώς ήταν αποτυχία. Τα πάντα είχαν τη θέση τους. Δίπλα στο φαγητό το ποτήρι με το τσίπουρο ήταν απαραίτητο κάθε μεσημέρι. Όλα εκεί που έπρεπε να είναι. Τα αντικείμενα στα ράφια και τα ντουλάπια για να μην τα ψάχνει, τα μαχαιροπίρουνα και τα κουτάλια στα συρτάρια τους.
Ακόμη και οι σχέσεις του με τους άλλους, φίλους και συγγενείς, ήταν σε ευθεία γραμμή ισορροπημένες. Σταθερές χωρίς διακυμάνσεις σχεδόν ανιαρές.
Μετά το χωρισμό του πήγε να μείνει ξανά με την μητέρα του. Όχι στο παλιό τους σπίτι. Εκείνο το έδωσαν αντιπαροχή και πήραν ένα διαμέρισμα που το νοίκιαζε η μητέρα του και μία ευρύχωρη γκαρσονιέρα όπου έμενε. Έτσι, χωρίς να συμφωνεί και πολύ η ίδια, μετέτρεψε το σαλόνι σε κρεβατοκάμαρα και άρχισε να πίνει περισσότερο και να γίνεται πιο δύστροπος.
Ήρθε όμως η στιγμή που όλα αλλάζουν. Η πρώην γυναίκα του, που δεν την ξεπέρασε ποτέ, είχε ένα ατύχημα με το ποδήλατο και έμεινε εγκεφαλικά νεκρή. Η απόφαση ήταν δύσκολη μα πίστευε πως πήρε τη σωστή. Δώρισε τα όργανά της. Τα γαλανά της μάτια ταξίδεψαν σε άλλο πρόσωπο.
Και κει που λες τί άλλο να συμβεί, όλα ξαναλλάζουν. Έχασε την μητέρα του και τη μισή ζωή του, το στήριγμά του.
Μόνος πια όλα περνούσαν απ’ τα χέρια του. Όλα έμειναν ίδια στη ζωή του. Μα πόσο θα ‘θελε να βρει αυτό το βλέμμα που του είχε λείψει τόσο καιρό. Πάσχισε και παρακαλούσε ακόμη περισσότερο. Πέρασε ο καιρός μα δεν το ξέχασε ποτέ. Τελικά τα στόματα άνοιξαν και έμαθε. Πολύ διακριτικά προσέγγισε την Αναστασία που είχε πάρει τα μάτια της πρώην συζύγου του. Όχι πως η εμφάνιση της στη ζωή του δεν μέτρησε, και πολύ μάλιστα, αλλά η απουσία της ήταν εκείνη που σφράγισε κάτι μέσα του και τον διέλυσε. Δεν έμοιαζαν καθόλου σα χαρακτήρες. Η τάξη απέναντι στην αταξία. Εκείνος είχε ρίζες κι εκείνη πάντα έφευγε. Μα ξαναγύριζε γιατί τον αγάπησε. Σαν τη γάτα, μια τριβότανε στα πόδια του και μια τον γρατζουνούσε. Κι εκείνος τα ανεχότανε για χάρη των ματιών της. Μέχρι που μείνανε μαζί κι άλλαξαν οι συνήθειές τους. Εκείνη βρήκε ένα λιμάνι απ’ όπου δεν έφευγε, μέχρι να ανακαλύψει γιατί έμενε. Εκείνος χαλάρωσε θαρρείς. Δε ξέρω αν ακόμη αντέχει να μοιράζεται το βάρος του κορμιού της αλλά ήταν για εκείνον η έννοια του έρωτα.