Πώς η κουβέντα από την ευαισθησία στα αυτιά έφτασε στο αν το παλούκωμα προκαλεί επώδυνο ή ανώδυνο ακαριαίο θάνατο με μια ενδιάμεση στάση στις γνώσεις τους και συνάμα εμπειρίες από την κολονοσκόπηση δεν κατάλαβα ποτέ. Κι όμως επέμενα να τους ακούω μιας και καθόμουν δίπλα τους βρεγμένη ακόμη, αγναντεύοντας το τοπίο και μισογυρίζοντας για να τους κοιτάξω γιατί μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον αυτή η παρέα.
Ήταν δύο δασκάλες απ’ ότι κατάλαβα που κουβέντιαζαν με σιγανή φωνή και μιλώντας κάπως αργά και με μεγάλες παύσεις, καθισμένες στα καρεκλάκια τους στην όχθη του ποταμού, πίνοντας καφέ με τους συζύγους τους.
Σεπτέμβριος μήνας, αλλά ακόμη είχε ζέστη. Πολύς κόσμος ερχόταν να δροσιστεί στο ποτάμι. Το νερό όμως ήταν πάντα παγωμένο όπως τους πληροφόρησαν τα παιδιά τους που είχαν ήδη βγει απ’ το νερό. Ο ένας απ’ τους δύο, λίγο φαλακρός, που φώναζε όταν μιλούσε και τα ήξερε όλα, ήταν ο πιο θαρραλέος και βούτηξε. Όλοι οι άλλοι κρύωναν. Έτσι λοιπόν μόλις βγήκε άρχισε να τους λέει πώς απέκτησε από μικρός μια ευαισθησία στα αυτιά του. Ίσως τελικά φώναζε γιατί στην πραγματικότητα ήταν κουφός.
Όλοι υπέφεραν όταν μιλούσε, αλλά εκείνος συνέχιζε λέγοντας πως είχε πάει σε όλους τους γιατρούς και είχε κάνει όλες τις εξετάσεις ακόμη και τις πιο άχρηστες, όπως η κολονοσκόπηση. Εκεί έκανε μια παύση κάνοντας την παρέα να ελπίζει πως θα σταματούσε και μένα να μου ξεφύγει ένα αυθόρμητο γέλιο αλλά εξακολούθησε η πολυλογία του. “Ξέρετε τις προάλλες έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για τον Δράκουλα. Ο Βλαντ Τέπες, έτσι ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν ηγέτης της Βλαχίας είναι γνωστός ως Βλαντ ο Παλουκωτής, γιατί βασάνιζε τα θύματά του και τα παλούκωνε για να τρομάζει τους εχθρούς του. Παλούκωσε 20.000 Τούρκους στις όχθες του Δούναβη. Όπως λέει ένας θρύλος, συνήθιζε να μουσκεύει το ψωμί του στο αίμα των εχθρών του και να το τρώει! Αυτή η νοσηρή συνήθεια, αλλά και το επώνυμό του, Δράκουλας, σε συνδυασμό με τη γενέτειρά του, την Τρανσυλβανία, ενέπνευσε στον Ιρλανδό συγγραφέα Bram Stoker, τον Δράκουλα, που έγινε βιβλίο και ακολούθησαν κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις.”
Εκείνες τον κοιτούσαν αηδιασμένες χωρίς να λένε κουβέντα. Μετά ξανάρχισαν να μιλούν μεταξύ τους στον ίδιο σιγανό ρυθμό αφήνοντας τους άντρες απ’ έξω.
Εκείνος έκανε ένα μορφασμό αδιαφορίας προς αυτές και συνέχισε να μιλά στον φίλο του. Ο φίλος του, ένας τύπος ψηλός γκριζομάλλης, έδειχνε να δυσανασχετεί μ’ αυτή την κατάσταση.
Σταμάτησα ξαφνικά να ακούω. Κατέβασα με μιας όλο το αλκοόλ που είχε πια ζεσταθεί στο ποτήρι μου και γύρισα λίγο όχι προς το μέρος του αλλά προς τα εκεί που κοιτούσε. Επικεντρώθηκε το βλέμμα μου στα ψηλά βράχια της απέναντι όχθης και όλα τριγύρω μαύρισαν. Ένα δρομάκι πήγαινε παράλληλα με τις γραμμές του τραίνου. Κάπου εκεί διέκρινα ένα παγκάκι. Ίσως αυτό κοιτούσε. Ίσως απλά κάτι σκεφτόταν που τον έκανε ν’ αντέχει ακόμα… Ίσως ν’ αντέξω και γω κοιτάζοντας το…
