Ανησυχούσαν γιατί το παιδί κοιμόταν πολλές ώρες όλο το βράδυ αλλά και τα μεσημέρια. Δεν ξέρανε πως δεν ξυπνούσε γιατί ονειρευόταν. Πετούσε, κολυμπούσε, περπατούσε, έτρεχε σε ξένα μέρη, πεδιάδες, βουνά, νησιά, λίμνες και ποτάμια. Σαν τα σύννεφα που παίρνει ο αέρας. Ποτέ του δεν ταξίδεψε πραγματικά. Μα έκανε παρέα με άγνωστους ανθρώπους. Ξένος όμως δεν ένιωσε πουθενά.
Μόλις άνοιξε τα μάτια, βγήκε απ’ το σπίτι κι έτρεξε με τις πυτζάμες στη γιαγιά. Έμεναν σ’ ένα μικρό δωμάτιο μπροστά στη θάλασσα. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη και περίμεναν ν’ αρχίσει να βρέχει. Είχε όμως τόση ζέστη. Η γιαγιά καθόταν στη σιδερένια πολυθρόνα με το πορτοκαλί δερμάτινο μαξιλάρι κάτω από την πελώρια μουριά. Στο τραπέζι που από πάνω είχε τζάμι ακουμπούσε τον καφέ της. Εκεί υπήρχε μια φέτα ψωμί με μέλι και ένα ποτήρι γάλα. Αγνάντευε τη θάλασσα. Είχε χρόνια που σταμάτησε να κολυμπάει. Όσο και να την παρακαλούσε το παιδί εκείνη ήταν ανυποχώρητη. Έπλεκε μονάχα όλη μέρα την προίκα του με το βελονάκι κι εκείνο τη χάζευε με τις ώρες. Καμιά φορά του έδειχνε, μα του φαινόταν τόσο δύσκολο και μπερδεμένο.
Έφαγε το πρωινό του και κοίταζε μια τη θάλασσα μια τη γιαγιά. Στα διπλανά καθίσματα ήταν ακόμα οι ήρωες των ονείρων του μα σε λίγο τους πήρε όλους ο άνεμος όπως έπαιρνε τα καστανά μαλλιά του. Όπως σε λίγους μήνες θα έριχνε τα φύλλα της μουριάς.
Τριάντα τρία χρόνια μετά ξύπνησε με τη γεύση του μελιού στο στόμα. Προσπαθώντας να το καταπιεί με μια γερή γουλιά βότκας συνειδητοποίησε πως δεν είχε πια λαιμό ούτε φωνή. Ούτε την παχιά σκιά της μουριάς. Ανίκανος να ελευθερωθεί απ’ τα πάθη του και μετρώντας μόνο λάθη ξανακοιμήθηκε.
