Εκείνη τη μέρα πήγαινε τόσο χαρούμενος στο σχολείο. Απ’ την προηγούμενη, η κυρία τους εξήγησε ότι θα αλληλογραφούσαν με παιδιά ενός σχολείου, απ’ τη χώρα του πατέρα του, στα πλαίσια ενός νέου προγράμματος φιλίας. Άκουσε Ελλάδα και η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα. Έβαλε το χέρι του στο κουτί και τράβηξε ένα χαρτάκι. Το ξεδίπλωσε. Έγραφε ένα γυναικείο όνομα.
Μόλις γύρισε στο σπίτι δεν έχασε λεπτό. Άρχισε να γράφει στη νέα του φίλη. Είχε τόσα να της πει για τη χώρα του. Αυτή τη χώρα που του πάγωνε τα χέρια αλλά του ζέσταινε την ψυχή. Τόσο βόρεια και ψυχρή μα και τόσο όμορφη. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Μόλις άνοιξε το φάκελο, το δωμάτιο του πλημμύρισε θαλασσινό αεράκι και ήλιο. Κανένας άλλος συμμαθητής του δεν ήταν τόσο ενθουσιασμένος όσο αυτός γιατί ενώ όλοι έγραφαν στα αγγλικά εκείνος με τη βοήθεια του πατέρα του έγραφε στη γλώσσα της. Στην αρχή εκείνη δεν διόρθωνε τα ορθογραφικά του λάθη γιατί έβρισκε χαριτωμένα τα ελληνικά του. Όταν αργότερα πήρε το θάρρος και την άδειά του, το έπαιζε λίγο δασκάλα. Εκτός από τα νέα τους αντάλλασσαν φωτογραφίες και μικροδωράκια στις γιορτές.
Η σχολική χρονιά σε λίγο θα ολοκληρωνόταν με ένα ταξίδι. Τελείωναν το δημοτικό και θα πήγαιναν στο Γυμνάσιο. Ένα ταξίδι γνωριμίας από κοντά με τα παιδιά του ελληνικού σχολείου θα επισφράγιζε αυτή τη μετάβαση. Είχε τόση αγωνία που θα τη συναντούσε από κοντά που δεν μπόρεσε να ηρεμήσει σ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης.
Τελικά το αεροπλάνο προσγειώθηκε. Η Ελλάδα ήταν όμορφη όπως την περίμενε και εκείνη ακόμη πιο όμορφη. Όλη μέρα την κρατούσε απ ‘το χέρι και ακολουθούσαν τους δασκάλους που τους ξεναγούσαν δίχως να τους ακούνε. Οι μέρες πέρασαν γρήγορα χωρίς να προλάβουν να βαρεθούν.
Την τελευταία νύχτα οι δάσκαλοι των δύο σχολείων διοργάνωσαν ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι. Είπαν τόσα χορεύοντας αγκαλιασμένοι που θα γέμιζαν κάμποσες σελίδες αν τα έγραφαν. Κρατούσε ένα κόκκινο γαρύφαλλο που της το χάρισε στον πρώτο χορό. Στο τέλος της βραδιάς και αφού είχαν ζαλιστεί από τις μπύρες που ήπιαν, κρυφά από τους δασκάλους φυσικά, φιλήθηκαν με όλη την αθωότητα της ηλικίας τους που στο τέλος ντράπηκαν τόσο ο ένας τον άλλον μα και τους συμμαθητές τους και τους δασκάλους που δεν ξαναμίλησαν. Μόνο εκείνη τον κοιτούσε βαθιά στα μάτια όταν του έδινε ένα CD με την αγαπημένη της μουσική για να τη θυμάται όταν κάθε πρωί θα ξεκινάει η μέρα του όμορφα με τη σκέψη της.
Όταν ξημέρωσε έφυγαν για τη χώρα τους και έφτασαν τόσο γρήγορα όσο γρήγορα πέρασαν και τριάντα χρόνια. Σαν το νερό του ποταμού που κυλάει προς τη θάλασσα χωρίς επιστροφή. Είχαν σταματήσει πια να αλληλογραφούν περίπου δύο χρόνια μετά τη συνάντησή τους. Έτσι χωρίς λόγο χάθηκαν. Είχαν αλλάξει πολλά πράγματα εν τω μεταξύ. Αυτός εργαζόταν και ζούσε πια στην Ισπανία. Ο πατέρας του που ζούσε μόνιμα στην Ελλάδα είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Έτσι αποφάσισε να τον επισκεφτεί. Ίσως ήταν και η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε. Κάτι μέσα του έλεγε να ψάξει και για εκείνη. Γιατί μπορεί να χάνονται οι άνθρωποι μα δε ξεχνιούνται. Πολλές φορές αναρωτήθηκε τί να κάνει άραγε εκείνη αλλά οι ρυθμοί της ζωής του τον απέτρεψαν να την αναζητήσει. Πάντα έρχεται η κατάλληλη στιγμή αρκεί να έχεις υπομονή.
Δεν ήταν εύκολο, μα τελικά τα κατάφερε. Μακάρι βέβαια να μην την είχε βρει ποτέ εκεί, στην τελευταία της κατοικία. Κοιτούσε ώρα πολύ την ξεθωριασμένη φωτογραφία της. Ήρεμη και χαμογελαστή. Σχεδόν παιδί. Όπως τη θυμόταν. Όπως θα έμενε στο μυαλό του για πάντα. Με μάτια γεμάτα ενθουσιασμό για καθετί καινούριο που του τρυπούσαν την καρδιά καθώς τον κοιτούσαν μέσα από κορνίζα. Της άφησε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο πλάι και έφυγε βιαστικά. Χωρίς να της πει αυτά που τόσο καιρό σχεδίαζε.
Όταν γύρισε στο ξενοδοχείο έβαλε ένα ποτό να πιεί ενώ στο λάπτοπ έπαιζε εκείνο το CD. Επίτηδες το είχε πάρει μαζί του. Τα μάτια του βούρκωσαν. Κοίταξε έξω απ’ το τζάμι και είδε εκείνο το παιδί με το γουόκμαν στα αυτιά δίπλα στο παράθυρο, που δάκρυσε πάνω στο αεροπλάνο της επιστροφής για τη Φιλανδία.
