

Το ραντεβού ήταν στη 1. Τώρα η ώρα ήταν 12:45 και αφού ήπιε δύο σφηνάκια βότκα, περίμενε ήδη έξω απ’ την πόρτα του. Μια μελαχρινή κυρία βγήκε. Ο ασπροντυμένος κύριος της έκανε νόημα να περάσει μέσα. Εκείνη σηκώθηκε διστακτικά και μπήκε στο δωμάτιο που μύριζε φορμόλη. Κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα απέναντί του και ξεκίνησε χωρίς περιστροφές:
“Χτες το βράδυ είδα ένα περίεργο όνειρο. Δε βλέπω συχνά ή δεν τα θυμάμαι την επόμενη μέρα αλλά αυτό θέλω να σας το περιγράψω.
Είδα λοιπόν ένα κτίριο ψηλό σαν κάστρο και μέσα, στον πρώτο όροφο, ήταν ένας άντρας. Όχι σαν ιππότης, με πανοπλία και σπαθί, μα σαν άνθρωπος καθημερινός που έπινε τον καφέ του. Ήταν κάποιος γνωστός αλλά τόσο άγνωστος ταυτόχρονα όπως και το μέρος. Ήταν ένα γωνιακό οικοδόμημα. Εκεί που ενώνονταν δυο δρόμοι δίχως όνομα. Έψαχνα τις σκάλες για να ανέβω. Ήταν τόσο παράδοξο. Ενώ ήξερα πως είχε ξύλινες σκάλες, εκείνες με την άσπρη κουπαστή, που τρίζουν σε κάθε βήμα, αφού τις είχα ανέβει τόσες φορές στην πραγματικότητα, δεν τις έβρισκα μέσα στο όνειρό μου. Από κείνες καταλάβαινε πως ερχόμουν. Γύριζα γύρω-γύρω από το κτίριο – κάστρο όπως γυρίζουν τα σκυλιά κυνηγώντας την ουρά τους. Μάταια. Μόνο ζαλίστηκα και τελικά έκατσα σ’ ένα σκαλί.
Ξαφνικά είδα τη σερβιτόρα με το δίσκο να πηγαίνει τις παραγγελίες στα τραπέζια που υπήρχαν γύρω. Δεν άντεξα και τη ρώτησα πού είναι η σκάλα και μου απάντησε πως δεν είχαν σκάλα και πως για να ανέβω έπρεπε να αδειάσει ένα τραπέζι και να πηδήξω πάνω του για να μπω απ’ το παράθυρο. Μου φάνηκε μες στον ύπνο μου τόσο λογική η απάντησή της που δεν τη ξαναρώτησα πώς εκείνη είχε κατεβεί για να σερβίρει, ούτε πού τα έφτιαξαν, απλά την ευχαρίστησα.
Καθώς περίμενα είδα ένα μικρό φεγγίτη που από κει έβλεπα τα πόδια του άντρα. Ανέβηκα σε μια καρέκλα, τεντώθηκα όσο περισσότερο μπορούσα και τον άγγιξα. Τρόμαξε και γυρίζοντας να δει τί είναι αυτό που του τραβάει το μπατζάκι μου είπε πως μόνο εγώ θα μπορούσα να εμφανιστώ από ‘κει! Χάρηκα τόσο μα δεν απάντησα γιατί η καρέκλα έσπασε και βρέθηκα ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο.
Συνέχισα με τόση λαχτάρα να καρτερώ κάποιον πελάτη να φύγει αφού δεν είχα χτυπήσει. Και ξαφνικά ω τί θαύμα! Αντί γι’ αυτό η σκάλα εμφανίστηκε! Εντελώς απρόσμενα την είδα. Αλλά δεν ήταν αυτή η σκάλα που περίμενα να δω. Ήταν εκείνα τα ξύλινα σκαλιά, σε κάποιο άλλο σπίτι, που τον είδα να κατεβαίνει πρώτη φορά. Πριν ακόμη γνωριστούμε ενώ εγώ τον είχα ξεχωρίσει. Δεν θυμάμαι αν μπορούσα να κουνηθώ. Πάντως δεν το έκανα. Έμεινα ακίνητη να τον κοιτώ να απομακρύνεται. Ξύπνησα με κλάματα” είπε και συνέχισε να κλαίει.
“Πολύ ωραία. Άκου τώρα εμένα. Καταρχήν όλα στο μυαλό σου είναι μπερδεμένα. Ο στόχος σου δεν είναι ξεκάθαρος. Ο όροφος του κτηρίου που τοποθετείς τον άντρα δείχνει ότι ακόμη τον έχεις πολύ ψηλά. Όλο αυτό είναι η αγωνία σου να τον φτάσεις δίχως να ξέρεις πώς θα γίνει κάτι τέτοιο και σίγουρα είναι κάτι δύσκολο. Ο άντρας δεν φαίνεται να προσπαθεί για σένα. Θέλεις να πιαστείς από κάποιον, οποιονδήποτε. Μα είναι σαν να έχεις πιάσει την άκρη του νήματος αλλά με κλειστά τα μάτια. Έτσι καθώς την τυλίγεις στο χέρι σου, το μόνο που κάνεις είναι να ξηλώνεις όσα έχεις χτίσει μέχρι τώρα. Και καταλήγεις ξανά στην αρχή και όχι στο τέλος που επιθυμούμε να φτάσουμε κατανοώντας πως είναι πια νεκρός. Θα σου γράψω τα φάρμακα σου και θα συνεχίσεις να τα παίρνεις χωρίς να πίνεις” είπε ο γιατρός και η επίσκεψη τελείωσε.